Σε μία συνεχώς μεταβαλλόμενη εργασιακή πραγματικότητα, η γνώση και η κατάρτιση των στελεχών κάνουν την ειδοποιό διαφορά. Και τα οφέλη που προκύπτουν αφορούν τόσο στο ίδιο το στέλεχος όσο και στον οργανισμό συνολικά.

Τα τελευταία χρόνια τα προγράμματα e-learning κερδίζουν έδαφος καθώς προσφέρουν μία σειρά από οφέλη για τους οργανισμούς και όσους τα παρακολουθούν. Πολλές φορές τα προγράμματα αυτά έρχονται να καλύψουν το κενό που υπάρχει μεταξύ της θεωρίας και της πράξης αλλά και να ενισχύσουν ακόμα περισσότερα το γνωσιακό υπόβαθρο των στελεχών.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η αγορά του e-learning αναπτύσσεται και εξελίσσεται. Αυτό απεικονίζεται στους διαθέσιμους οικονομικούς πόρους που δίνονται για τα προγράμματα αυτά, στις αναδυόμενες τεχνολογίες και εργαλεία που έρχονται να υποστηρίξουν την ηλεκτρονική μάθηση και ό,τι περιλαμβάνει. Tο learning & development αποτελεί προτεραιότητα για τους οργανισμούς που σταθερά επενδύουν στο ανθρώπινο δυναμικό τους. Στην επιχειρηματική αρένα, εξάλλου, η γνώση είναι πολύτιμο εφόδιο και δίνει «δύναμη» σε όποιον την κατέχει, αρκεί να μπορεί να την αξιοποιήσει προς την σωστή κατεύθυνση. Παράλληλα, σήμερα «καταναλώνουμε» πέντε φορές περισσότερη πληροφορία σε καθημερινή βάση από ό,τι το 1986, ένα ποσό που ισοδυναμεί με την ανάγνωση 174 εφημερίδων την ημέρα, όπως αναφέρει άρθρο στο Harvard Business Review με τίτλο «Become a More Productive Learner». Αυτό πιθανώς να οφείλεται στα social media όπως ενδεικτικά τα post που γίνονται στο Instagram αλλά δεν είναι ο μόνος λόγος. Από την πλευρά του, ο χώρος της εταιρικής εκπαίδευσης και κυρίως του e-learning έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, όπως σημειώνει το HBR.

Αναφορικά με τη δυναμική του e-learning στην Ελλάδα, ο Διονύσης Κουτσαντώνης, Διευθυντής Επιχειρηματικής Ανάπτυξης, RDC Informatics αναφέρει ότι: «Στο ταχέως μεταβαλλόμενο επιχειρηματικό περιβάλλον που δραστηριοποιούμαστε οι ανάγκες δια βίου μάθησης διαρκώς διευρύνονται και οι τεχνολογίες e-learning αποτελούν το σημαντικότερο αρωγό για την κάλυψη αυτών των αναγκών. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις στον χώρο της ψηφιακής μάθησης στην Ελλάδα, μπορούμε εύκολα να ισχυριστούμε ότι τα τελευταία 2-3 χρόνια η ψηφιακή μάθηση και οι τεχνολογίες e-learning κερδίζουν τη θέση και την αναγνώριση που τους αξίζει σε επιχειρήσεις και οργανισμούς. Όπως σε κάθε αγορά που ωριμάζει, έτσι και στον χώρο των συστημάτων ψηφιακής εκπαίδευσης (e-learning), η ωριμότητα των απαιτήσεων τόσο από τους Training/HR Managers όσο και από τους εκπαιδευόμενους, σε συνδυασμό με την ωριμότητα των λύσεων των προμηθευτών συστημάτων e-learning, οδηγούν σε υλοποιήσεις με ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία και ουσιαστικά αποτελέσματα για την ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού. Με δεδομένες τις παραπάνω παρατηρήσεις η αναπτυξιακή δυναμική του e-learning κρίνεται ιδιαιτέρως μεγάλη και αναμένουμε σημαντική αύξηση της ζήτησης για υλοποιήσεις έργων e-learning υψηλών απαιτήσεων σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων και οργανισμών τα επόμενα χρόνια».

Στο ίδιο μήκος κύματος, η Βαρβάρα Μπασδέκη, Υπεύθυνη Επικοινωνίας SQLearn υπογραμμίζει ότι: «Η εφαρμογή του e-learning στην Ελλάδα δεν απέχει σε γενικές γραμμές από άλλες χώρες της Ευρώπης ή από την Αμερική. Η δυναμική του αυξάνεται ραγδαία στους διάφορους επαγγελματικούς κλάδους, απλώς διαφέρει από τον έναν στον άλλο σε ό,τι αφορά στη διείσδυση. Για παράδειγμα, ο χώρος της ναυτιλίας χρησιμοποιεί το e-learning κατά κόρον, όπως και ο τραπεζικός ή ο ασφαλιστικός τομέας. Το ίδιο και άλλες μεγάλες εταιρείες ή οργανισμοί από ποικίλους κλάδους. Γενικότερα, το e-learning κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος σε κάθε επαγγελματικό χώρο όπου υπάρχει ανάγκη για εκπαίδευση σε μεγάλη κλίμακα και για επαναλαμβανόμενα ή τακτά χρονικά διαστήματα, γιατί είναι ο αποτελεσματικότερος και ο οικονομικότερος τρόπος. Εδώ βέβαια θα πρέπει να σημειωθεί ότι μιλάμε για το e-learning που απευθύνεται σε επαγγελματίες, εργαζομένους και σχετίζεται με την κάλυψη αναγκών στον εργασιακό χώρο ή με την εναρμόνιση με θεσμικές οδηγίες και κανονισμούς. Το e-learning που παρέχεται από εκπαιδευτικούς οργανισμούς και ιδρύματα και απευθύνεται σε σπουδαστές (π.χ. μεταπτυχιακά προγράμματα) είναι κάτι διαφορετικό και εξυπηρετεί άλλες ανάγκες -δεν παύει όμως να παρουσιάζει και αυτό μια μεγάλη εξέλιξη, όπως συμβαίνει εδώ και χρόνια σε όλο τον κόσμο».

Από την πλευρά του, ο Δρ. Κωνσταντίνος Κυρίτσης, Ιδρυτής και CEO της StudySmart, τονίζει ότι: «Δυναμική υπάρχει στη χώρα μας αλλά είναι διαφορετικών ταχυτήτων. Σε εταιρικό επίπεδο, έχει γίνει επένδυση αλλά η χρήση και το αποτέλεσμα δεν έφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η ενσωμάτωση LMS για παράδειγμα στις εταιρείες έχει γίνει λίγο ‘άτσαλα’ αφού από ό,τι φαίνεται και στις διεθνείς έρευνες τα στελέχη δεν είναι ικανοποιημένα, κάτι που φαίνεται και στη χώρα μας». Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι δύσκολη η επιλογή συστήματος και της μεθοδολογίας που ακολουθείται αφού πρέπει να ταιριάζει με την κουλτούρα των ανθρώπων, το αντικείμενο της δουλειάς, το επίπεδο του καθενός, το πόσο «user friendly» είναι, πόσο επικαιροποιημένο είναι, το κόστος και πώς η ίδια η εταιρεία επικοινωνεί τη λογική του e-learning με βάση τη στρατηγική της επιχείρησης και βοηθά τα στελέχη να κάνουν χρήση. Ο ίδιος αναφέρει επίσης ότι «αν λοιπόν σκεφτεί κανείς όλες τις παραμέτρους, η επένδυση θέλει πολλή σκέψη και πολλές εταιρείες είχαν παλαιότερα επενδύσει σε κακό timing, αφού είμαστε σε μεταβατική φάση, η οποία διαρκεί περισσότερα χρόνια από ό,τι νομίζαμε. Η αλλαγή των προσώπων σε επίπεδο στελεχών επίσης δημιουργεί προβλήματα αφού το κάθε στέλεχος έχει και τις προτιμήσεις του στον τομέα των επιλογών για το σχετικό εκπαιδευτικό λογισμικό ή σύστημα».

ΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Δίχως αμφιβολία, η τεχνολογία βρίσκεται στο πλευρό του e-learning και όσο εξελίσσεται, τόσο ο χώρος αναπτύσσεται. Το cloud αλλά και η ανοιχτή πρόσβαση στη δημιουργία περιεχομένου συμβάλουν στην επέκταση των επιχειρηματικών ευκαιριών για τους παρόχους στην παγκόσμια e-learning αγορά, με βάση το report «E-learning Market – Global Outlook and Forecast 2018-2023» της εταιρείας ερευνών Research and Markets. Η εκθετική αύξηση επίσης του αριθμού των χρηστών smartphone και το ίδιο το διαδίκτυο οδηγεί τη συγκεκριμένη αγορά σε ανάπτυξη. Οι πάροχοι τέτοιων υπηρεσιών μπορούν να προσφέρουν ένα σύνολο εργαλείων που θα συνδράμουν στη συμμετοχή των χρηστών σε e-learning προγράμματα και θα τους παρακινήσουν σε σχέση με τα παραδοσιακά συστήματα εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, η αυξανόμενη δημοτικότητα της blended μάθησης, που ενισχύει την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης συμβάλλει με τον τρόπο της στην ανάπτυξη του e-learning το οποίο, όπως υποστηρίζεται στο report, αναμένεται να αποφέρει έσοδα ύψους 65,41 δις δολαρίων έως το 2023.


«Όσο το πλαίσιο σε έναν επαγγελματικό κλάδο γίνεται πιο “κανονιστικό” και πιο αυστηρό και υπάρχουν εθνικές, ευρωπαϊκές ή διεθνείς οδηγίες και κανονισμοί που πρέπει να εφαρμοστούν, τόσο θα υπάρχει μεγαλύτερη στροφή στην εκπαίδευση εξ αποστάσεως, δηλαδή στο e-learning. Αντίστοιχα, η ανάγκη για πιστοποίηση ή επαναπιστοποίηση των εργαζομένων ενός κλάδου, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτοί είναι πολυάριθμοι, επιφέρει αύξηση στο e-learning, αφού από όλες τις απόψεις είναι η πιο συμφέρουσα επιλογή για έναν οργανισμό. ‘Οταν μιλάμε για επαγγελματίες, η πρακτική της δια βίου μάθησης και κατάρτισης ως μέσο επαγγελματικής εξέλιξης οδηγεί αναπόφευκτα στο e-learning. Από την άλλη πλευρά, οι εξελίξεις στην τεχνολογία επηρεάζουν επίσης τον χώρο του e-learning γενικότερα, αφού μια επιχείρηση ή ένας φορέας που παρέχει επαγγελματικές υπηρεσίες στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση θα πρέπει να συμβαδίζει με αυτές – αν όχι να τις επιταχύνει κιόλας μέσα από τη δημιουργία καινοτόμων και χρήσιμων για τον τελικό αποδέκτη εφαρμογών» αναφέρει χαρακτηριστικά η Β. Μπασδέκη.

Από την πλευρά του, ο Γιάννης Αράπογλου, Γενικός Διευθυντής, e-Learning Solutions Architect, WIDE Services τονίζει ότι «η αυξανόμενη χρήση της τεχνολογίας σε συνδυασμό με τις εξελισσόμενες ανάγκες των επιχειρήσεων και τις νέες τεχνολογίες, οδηγούν σε νέα είδη e-learning προγραμμάτων όπου εξασφαλίζουν υψηλά KPIs, competencies και ανάπτυξη skills μέσω διαδραστικότητας, κοινωνικοποίησης, ενεργής συμμετοχής στη ροή του μαθήματος κ.ά. Η τεχνολογία είναι το μέσο στο οποίο βασίζεται το e-learning για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εκπαίδευσης των χρηστών μέσω της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. Κάθε νέα εξέλιξη στοχεύει στη διευκόλυνση του εκπαιδευόμενου αλλά και στην εξασφάλιση της ποιότητας της εκπαίδευσης και της διατήρησης του ενδιαφέροντός του. Επιπρόσθετα, ενισχύονται τα κανάλια επικοινωνίας μεταξύ των εκπαιδευόμενων και μεταξύ εκπαιδευόμενων και εκπαιδευτών, μειώνοντας την ανάγκη για φυσική παρουσία σε αίθουσα».

ΓΙΑΤΙ E-LEARNING
H ΔΑΔ καλείται να σκιαγραφήσει τις ανάγκες του οργανισμού και να τις «ταιριάξει» με το επιχειρηματικό περιβάλλον και κλάδο δραστηριότητας προκειμένου να εντοπίσει τα «κενά» ή /και τις προκλήσεις σε θέματα μάθησης και ανάπτυξης. Κατόπιν, οφείλει να σχεδιάσει τα κατάλληλα προγράμματα, να (προσ)καλέσει το ανθρώπινο δυναμικό να συμμετέχει επικοινωνώντας την αξία όλης αυτής της διαδικασίας και την ίδια στιγμή, όλα αυτά να αφήνουν οφέλη για την ίδια την επιχείρηση.

Ένας από τους κυριότερους λόγους για να επιλέξει κάποιος ένα e-learning πρόγραμμα είναι η δυνατότητα παρακολούθησης οποιαδήποτε χρονική στιγμή καθώς μπορεί να ανατρέξει στην ύλη του μαθήματος ανά πάσα ώρα και στιγμή. Τα συγκεκριμένα προγράμματα είναι ευέλικτα και φέρουν το χαρακτηριστικό της προσαρμοστικότητας με βάση τις συνθήκες της εργασίας και γενικά της καθημερινότητας. Στόχος ενός προγράμματος e-learning δεν είναι να αντικαταστήσει την αξία του πτυχίου και των σπουδών αλλά να προσφέρει εξειδίκευση και επιμόρφωση στον εκάστοτε τομέα δραστηριότητας ή/και ενδιαφέροντος.

Το e-learning μπορεί να μεταφραστεί σε χαμηλότερο κόστος για την παροχή εκπαίδευσης σε πιο μικρό χρονικό διάστημα. Ειδικά αν οι εργαζόμενοι της εταιρείας βρίσκονται σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές ανά τον κόσμο, η αξία των προγραμμάτων αυτών μεγιστοποιείται. Τα κύρια χαρακτηριστικά της e-learning μάθησης είναι:

Η κατάρτιση: Αυτό σημαίνει ότι τα προγράμματα αυτά εστιάζουν στην εκμάθηση/διδασκαλία συγκεκριμένων δεξιοτήτων και την επίτευξη του εκάστοτε ορισμένου στόχου.

Η πρόσβαση: Ένα από τα οφέλη του e-learning είναι ότι παρέχει πρόσβαση σε ένα ευρύτερο κοινό. Ειδικά μέσω του cloud και του διαδικτύου, οι εταιρείες μπορούν να προσφέρουν μαθήματα κατάρτισης στο ανθρώπινο δυναμικό τους, οποιαδήποτε στιγμή και οπουδήποτε. Μάλιστα, αυτό αποκτά αξία αν πρόκειται για μια πολυεθνική εταιρεία ή έναν οργανισμό που δραστηριοποιείται σε διαφορετικές χώρες αλλά αναζητά μία λύση που θα καλύπτει όλα τα ενδιαφερόμενα στελέχη.

Ο γρήγορος ρυθμός: Ως απόρροια των παραπάνω, τις περισσότερες φορές μια τέτοια εκπαίδευση ολοκληρώνεται σε πιο σύντομο χρονικό διάστημα από ότι, για παράδειγμα, οι μεταπτυχιακές σπουδές.

Η σταδιοδρομία: Η εκπαίδευση μέσω e-learning βοηθά τον εκάστοτε εργαζόμενο να αποκτήσει νέες δεξιότητες που θα συμβάλουν στην επαγγελματική ανέλιξή του μέσα στον οργανισμό. Παράλληλα, ο χρόνος που απαιτείται για την εκπλήρωση των μαθημάτων συνήθως δεν είναι αποτρεπτικός ως προς τον φόρτο εργασίας. Οι εργαζόμενοι μπορούν επίσης να μάθουν με τον δικό τους ρυθμό, κάτι που είναι επωφελές, δεδομένου ότι οι περισσότεροι από αυτούς εξισορροπούν πολλαπλά καθήκοντα, φόρτο εργασίας και προθεσμίες.

Το χαμηλό κόστος: Βασικό πλεονεκτήματα του e-learning είναι το σχετικά χαμηλό κόστος για τον οργανισμό που αποφασίζει να επενδύσει σε αυτό. Στις μέρες μας, υπάρχουν διαθέσιμες διάφορες λύσεις e-learning και η κάθε εταιρεία είναι σε θέση να επιλέξει εκείνη που ταιριάζει στις ανάγκες της και ανταποκρίνεται στους οικονομικούς πόρους της. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για εταιρείες με εκατοντάδες ή χιλιάδες υπαλλήλους που πρέπει να εκπαιδευτούν σε κοινές δεξιότητες ή πολιτικές, καθώς η κλιμάκωση μειώνει σημαντικά το κόστος ανά άτομο.

Η απόδοση της επένδυσης και το άμεσο όφελος: Λόγω της φύσης τους, το όφελος για την επιχείρηση είναι απτό και άμεσα εφαρμόσιμο καθώς μία τέτοια εταιρική εκπαίδευση επικεντρώνεται σε πραγματικά ζητήματα. Η επιχείρηση από την πλευρά της πρέπει να είναι σε θέση να υπολογίσει την απόδοση επένδυσης (ROI) της μάθησης. Έτσι, μέσα από τα προγράμματα e-learning αυτό είναι πιο εύκολο να υπολογιστεί καθώς τα αποτελέσματα είναι άμεσα αντιληπτά κατά τη ροή της εργασίας.

Στο ίδιο θέμα, ο Γ. Αράπογλου επισημαίνει ότι η χρήση του e-learning ευνοεί τον εργαζόμενο εξασφαλίζοντάς του μια σειρά από πλεονεκτήματα κατά τη διαδικασία της εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, ο ίδιος απαριθμεί τα εξής:

  • «Ευελιξία και ευκολία, καθώς το υλικό είναι διαθέσιμο οποιαδήποτε ώρα και από οπουδήποτε θελήσει να μελετήσει ο εργαζόμενος χωρίς κάποιο περιορισμό στο μέσο (PC, mobile, tablet).
  • Προσωπική βελτίωση, μπορεί να επιλέξει μαθήματα που επιθυμεί και είτε θα βοηθήσουν στην προαγωγή του, είτε θα προσθέσουν νέες ικανότητες, είτε ακόμη και νέες γνώσεις που ενδιαφέρεται να αποκτήσει.
  • Δια βίου μάθηση, καθώς μπορεί ο εργαζόμενος να μελετά και συνεχώς να μαθαίνει, παρόλο που έχει ολοκληρώσει τις βασικές σπουδές του και επιλέγει τρόπους εξειδίκευσης και βελτίωσης συγκεκριμένων τομέων.
  • Διαδραστικότητα – Αυτό-αξιολόγηση, όπου ο εργαζόμενος μέσω της εκπαίδευσης μπορεί να αξιολογήσει τον εαυτό του και να αναγνωρίσει το επίπεδό του, εντοπίζοντας τους τομείς βελτίωσης.
  • Time Management, καθώς ο εκπαιδευόμενος καλείται να διαχειριστεί αποτελεσματικά τον χρόνο του και να εμπλουτίσει τις γνώσεις του».

ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ
Παράλληλα, κατά τη διαδικασία σχεδιασμού ενός προγράμματος e-learning, ένας οργανισμός οφείλει να λάβει υπόψη του τις εξής παραμέτρους οι οποίες ίσως αποτελέσουν εμπόδιο κατά την υλοποίηση του προγράμματος:

Η έλλειψη εξοικείωσης με την τεχνολογία: Αν και οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι πλέον εξοικειωμένοι με το διαδίκτυο και τις νέες τεχνολογίες, υπάρχουν και εκείνοι που δυσκολεύονται στη χρήση αυτών και προβάλουν αντίσταση σε οτιδήποτε αφορά στην αξιοποίηση της τεχνολογίας. Ακόμα και αν το λογισμικό μάθησης είναι φιλικό προς τον χρήστη, η ιδέα και μόνο μπορεί να αποθαρρύνει κάποιους εργαζόμενους και αυτό είναι που καλείται να διερευνήσει ο οργανισμός και να λάβει τα ανάλογα μέτρα. Ακόμα, μία αργή σύνδεση στο internet, η μη συμβατότητα των υπολογιστών και τέτοια ζητήματα είναι καλό να ληφθούν υπόψη έτσι ώστε να περιοριστούν τυχόν εμπόδια/δυσκολίες κατά την υλοποίηση.

Η απουσία προσωπικής επαφής: Η εκμάθηση μέσω του Διαδικτύου σε μεμονωμένους υπολογιστές επιτρέπει ευρύτερη πρόσβαση, αλλά μπορεί επίσης εύκολα να οδηγήσει σε απομόνωση. Η μάθηση πρόσωπο με πρόσωπο σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να θέτουν ερωτήσεις και λαμβάνουν άμεσα απαντήσεις, κάτι που δεν συμβαίνει πάντα με το e-learning. Οι εργαζόμενοι έχουν τη δυνατότητα να μαθαίνουν στον δικό τους χώρο και χρόνο, αλλά αυτό ενέχει τον κίνδυνο σε κάποιες περιπτώσεις της δημιουργίας αισθήματος απομόνωσης και έλλειψης υποστήριξης.

Το χρονοδιάγραμμα και ο έλεγχος: Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να προσαρμόσουν τα μαθήματα e-learning με βάση τον χρόνο τους, υπάρχει περίπτωση ο προγραμματισμός τους να μην αποβεί αποδοτικός. Μπορεί να μείνουν πίσω στην ύλη των μαθημάτων ή να μην δώσουν την απαιτούμενη προσοχή και ενέργεια προκειμένου να «προλάβουν» να εκπληρώσουν τα μαθήματα. Σαφώς είναι σημαντική η ύπαρξη και η τήρηση κάποιου χρονοδιαγράμματος, αλλά είναι ακόμα πιο ουσιώδες ο «έλεγχος».

Ένα μέγεθος δεν ταιριάζει σε όλα: Το e-learning δεν απευθύνεται σε όλους τους τρόπους μάθησης. Ενώ οι περισσότεροι εκτιμούν την ελευθερία και την ευελιξία που προσφέρει, είναι αρκετοί εκείνοι που προτιμούν την παραδοσιακή μέθοδο. Μερικοί άνθρωποι μπορεί να προτιμούν να μάθουν μέσω μιας προσέγγισης hands-on και να εφαρμόζουν ό,τι μαθαίνουν σε μελέτες περιπτώσεων και σενάρια πραγματικής ζωής αντί να συμμετέχουν σε e-learning εκμάθηση.

Σχετικά με τη σημαντικότητα του e-learning, ο Δρ. Κ. Κυρίτσης τοποθετείται ως εξής: «Η επένδυση στο e-learning πρέπει να γίνει αλλά να ξεκαθαρίσω τι σημαίνει επένδυση. Δεν σημαίνει μόνο μία αγορά συστήματος LMS, ή χρήση συστημάτων με τη μορφή SaaS (Software as a Service) ή Cloud. Η επένδυση θέλει στρατηγικό πλάνο για το τι θέλει να κάνει η επιχείρηση και τι θέλει να πετύχει με το e-learning. Αν για παράδειγμα πλαισιωθεί με face-to-face, ποιο θα είναι το ποσοστό, πώς θα το επικοινωνήσει στα στελέχη, πώς θα μετρηθεί η αποτελεσματικότητα και ποια θα είναι τα KPI’s και πολλά ακόμη. Το ‘one size fits all’ δεν φαίνεται να έχει επιτυχία και πολλά topics δεν διδάσκονται αποτελεσματικά online ακόμη. Μην ξεχνάτε ότι η online εισήγηση θέλει και άλλο skillset από τους εισηγητές – αν η εταιρεία κάνει χρήση συστήματος για δικά της μαθήματα με δικούς της εισηγητές. Τα εργαλεία υπάρχουν, τα συστήματα γίνονται όλο και καλύτερα, η ανάπτυξη είναι εντυπωσιακή, αλλά για να έρθουν τα αποτελέσματα η μεθοδολογία εκμάθησης παίζει σημαντικό ρόλο. Άρα ναι, πρέπει να επενδύσει, αλλά οργανωμένα αφού το scalability είναι εντυπωσιακό, είναι ευέλικτο για τα στελέχη και τώρα πια έχει και εύρος όσον αφορά στη θεματολογία. Όμως, είμαστε σε μεταβατική περίοδο στη χώρα μας παρόλο που έχουν περάσει χρόνια και όποια επένδυση γίνει θα πρέπει να προσεχθεί το shelf-life των προγραμμάτων, η επικαιροποίησή τους, το πόσο user-friendly είναι, οι ιδιαιτερότητες της εταιρείας, η κουλτούρα, η μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί και να βασιστεί σε στόχους».

ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ
Αναφορικά με τις μορφές e-learning που μπορεί να αξιοποιήσει ένας οργανισμός, ο Δ. Κουτσαντώνης αναφέρει ότι εκτός από τις παραδοσιακές μορφές της σύγχρονης και ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης, νέες μορφές ψηφιακής μάθησης υποστηρίζονται και υλοποιούνται στις σύγχρονες πλατφόρμες e-learning, οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, συνοψίζονται στα παρακάτω:

  • Mobile Learning: Εκπαίδευση που αξιοποιεί τις δυνατότητες των έξυπνων κινητών τηλεφώνων μέσα από κατάλληλα ψηφιοποιημένο εκπαιδευτικό περιεχόμενο
  • Micro-learning: Εκπαίδευση μικρής διάρκειας, συνήθως υψηλής προτεραιότητας με έμφαση στα άμεσα μαθησιακά αποτελέσματα (next-day learning outcomes)
  • e-Assessments/e-Certifications: Διαδικασίες ηλεκτρονικών εξετάσεων (e-testing) και ηλεκτρονικής πιστοποίησης γνώσεων (e-Certification)
  • Gamified Learning: Συστήματα και μεθοδολογίες επιβράβευσης των εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων
  • Social Learning: Κοινωνική μάθηση μέσα από την ανταλλαγή απόψεων για κάλυψη αποριών, Q/A sessions μέσα από τεχνολογίες social interaction
  • Adaptive Learning: Προσαρμοστική μάθηση μέσα από την παροχή εξατομικευμένων μαθημάτων για κάθε ιδιαίτερο προφίλ εκπαιδευόμενου».

Την ίδια στιγμή, ο Δρ. Κ. Κυρίτσης υπογραμμίζει ότι «οι τάσεις στο e-learning σχετίζονται με την επιμέτρηση της αποτελεσματικότητας του e-learning στις επιχειρήσεις, κάτι που κατάφερε αρκετά καλά ο Sal Khan από το Khan Academy πριν από πολλά χρόνια». Μάλιστα, ο ίδιος δηλώνει ότι σημαντική τάση είναι το Microlearing, αφού το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο είναι ο χρόνος ενώ θεωρεί ότι «μέσα από e-learning μεθοδολογίες θα δούμε περισσότερα μικρά μαθήματα ‘συμπυκνωμένα’ αν και θα είναι λίγο επιφανειακά. Θα πρέπει επίσης κάποια στιγμή να δούμε και εταιρείες e-learning να βοηθούν περισσότερο στον προγραμματισμό της εκπαίδευσης των στελεχών βοηθώντας στο Individual Development Programme του καθενός». Επιπρόσθετα, ο ίδιος αναφέρει το Virtual Reality που αναπτύσσεται, η χρήση δηλαδή όλο και περισσότερο των Video και του Cloud. «Οι παίχτες στην αγορά των συστημάτων αλλάζουν συνεχώς αφού η τεχνολογία αναπτύσσεται ραγδαία. Φαίνεται πάντως ότι οι εταιρείες αρχίζουν να επιλέγουν και πιο “generic” concepts από τους μεγάλους παίχτες της αγοράς όπως το edX ή το LinkedIn learning ή από μεγάλα ονόματα με εμπειρία στον χώρο του e-learning» καταλήγει ο Δρ. Κ. Κυρίτσης.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα του «2018 Workplace Learning Report» από το LinkedIn στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι η σύντομη διάρκεια ζωής των δεξιοτήτων και η ίδια η αγορά εργασίας προκαλούν πολλά κενά στις δεξιότητες. Οι επιχειρήσεις αγωνίζονται να παραμείνουν μπροστά από την καμπύλη, προσπαθώντας να διατηρήσουν το καλύτερο ταλέντο τους, ενώ οι άνθρωποι συνειδητοποιούν τη σημαντικότητα της μάθησης στην εποχή της αυτοματοποίησης όλο και περισσότερο. Η εν λόγω έρευνα πραγματοποιήθηκε σε 4.000 επαγγελματίες παγκοσμίως μέσω της πλατφρόμας LinkedIn με σκοπό να σκιαγραφήσει το σύγχρονο περιβάλλον εργασίας και να αποτυπώσει τις εξελίξεις στον τομέα του Learning & Development. Το προφίλ των συμμετεχόντων διαμορφώθηκε ως εξής: 1.200 Talent Development Professionals, 2.200 εργαζόμενοι, 200 executive στελέχη και 400 επικεφαλής ομάδων (People Managers).

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα που προέκυψαν, οι κυριότερες τάσεις που αφορούν στη διαχείριση του ταλέντου και την ανάπτυξή του μέσω της μάθησης αποτυπώνονται στα εξής:

    1 Η καλλιέργεια soft skills είναι #1 προτεραιότητα

Στην εποχή της αυτοματοποίησης, οι τεχνικές δεξιότητες κρίνονται απαραίτητες. Ο ρυθμός με τον οποίο συμβαίνουν, όμως, οι αλλαγές τροφοδοτεί τη ζήτηση για στελέχη με κριτική σκέψη, προσαρμοστικότητα, επικοινωνία και ηγετική φυσιογνωμία. Όπως η τεχνολογία εξελίσσεται, τα soft skills παρουσιάζουν υψηλή ζήτηση για να ωθήσουν ανθρώπους και επιχειρήσεις σε ανάπτυξη.

    2 Ισορροπία ανάμεσα στις σημερινές προκλήσεις και τις μελλοντικές ανάγκες

Η έρευνα έδειξε ότι η βασική προτεραιότητα των talent developers είναι η ανάπτυξη των εργαζομένων βάσει των σημερινών αναγκών. Από την άλλη μεριά, executives και επικεφαλής ομάδων φαίνεται να ανησυχούν περισσότερο για το πώς ένα στέλεχος είναι σε θέση να αναγνωρίσει τις τάσεις της αγοράς για την πρόληψη σε μελλοντικό χρόνο των εσωτερικών κενών στις δεξιότητες. Αξιοσημείωτο είναι ότι ενώ οι ηγέτες κατέταξαν αυτή την τάση ως δεύτερη προτεραιότητα στις πρωτοβουλίες learning & development, οι talent developers την επέδειξαν χαμηλότερα ως προς την εστίαση της προσοχής τους (#6 προτεραιότητα).

    3 Η άνθιση του digital επηρεάζει την εκπαίδευση και ανάπτυξη

Το 58% των συμμετεχόντων προτιμά να μαθαίνει με βάση τον δικό του ρυθμό, το 68% προτιμά να μαθαίνει στον εργασιακό χώρο ενώ το 49% επιλέγει να μάθει όταν προκύψει συγκεκριμένη ανάγκη. Ταυτόχρονα, οι talent developers αναγνωρίζουν όλο και πιο πολύ τη δυναμική που έχει το digital learning έτσι ώστε να σχεδιάσουν προγράμματα που ανταποκρίνονται στις τρέχουσες ανάγκες του ανθρώπινου δυναμικού. Έχοντας υπόψη τη συνύπαρξη διαφορετικών γενεών στον εργασιακό χώρο και τις ανάγκες που γεννιούνται, η αξία των e-learning προγραμμάτων είναι πιο ορατή από ποτέ καθώς μπορούν να προσφέρουν πιο άμεση επίλυση στις ανάγκες και να παρέχουν πιο ενδιαφέρον περιεχόμενο. Μάλιστα, τα οφέλη που προκύπτουν αφορούν τόσο το ίδιο το περιεχόμενο της μάθησης όσο και τη δυνατότητα μέτρησης της επιτυχίας μίας τέτοιας κατάρτισης. Οι talent developers επίσης παρακολουθούν τις βασικές τάσεις της αγοράς όπως το «microlearning» αλλά και το «just-in-time learning» για την καλύτερη υποστήριξη του σύγχρονου εργαζομένου.

    4 Η εύρεση χρόνου εκ μέρους των εργαζομένων να συμμετέχουν σε προγράμματα μάθησης αποτελεί τη #1 πρόκληση

Το 94% των εργαζόμενων δήλωσε ότι αν η εταιρεία επενδύει στην εξέλιξή του, τότε είναι πιο πιθανό να παραμείνει στον οργανισμό. Ωστόσο, η βασική αιτία που οι εργαζόμενοι ανέφεραν ότι τους αποτρέπει από το να συμμετέχουν αλλά και να είναι engaged σε όποιο πρόγραμμα μάθησης, είναι η έλλειψη χρόνου. Για αυτό τον λόγο, είναι ουσιώδες η επιχείρηση να βρει το σημείο τομής μεταξύ της ίδιας και των στελεχών, ευθυγραμμίζοντας τις ευκαιρίες ανάπτυξης που προσφέρει με τις προσδοκίες τους, και να τους δεσμεύσει αξιοποιώντας τις πλατφόρμες που ήδη χρησιμοποιούν. H παράδοση της εκπαίδευσης σε πολλαπλές πλατφόρμες, όπως για παράδειγμα τα κινητά τηλέφωνα, μπορεί να βοηθήσει στην εξάλειψη της «κρίσης χρόνου» για τους πολυάσχολους υπαλλήλους.

    5 Οι managers οφείλουν να υποστηρίζουν τη διαδικασία μάθησης

Ο ρόλος των managers είναι ζωτικής σημασίας στη διαμόρφωση του employee experience, για το οποίο όλο και πιο συχνά γίνεται λόγος. Σύμφωνα με το 56% των εργαζομένων που συμμετείχαν στην έρευνα, είναι κρίσιμο ο εκάστοτε manager να καθοδηγεί την ομάδα του έτσι ώστε να ολοκληρώσει συγκεκριμένα μαθήματα που θα συμβάλουν στην απόκτηση ή/και τη βελτίωση των δεξιοτήτων των μελών της.

ΟΙ «ΠΑΡΕΡΜΗΝΕΙΕΣ»
Σύμφωνα με άρθρο που φιλοξενείται στο atd (Association for Talent Development), όταν ο λόγος έρχεται στο e-learning, μπορεί να υπάρξουν κάποιες «παρερμηνείες» σχετικά με την αποτελεσματικότητα και κυρίως τη χρήση τέτοιων προγραμμάτων. Κάτι τέτοιο δύναται να έχει προκύψει από μία αρνητική εμπειρία ή/και μη κατάλληλης επιλογής προγράμματος ή μεθόδου e-learning κατά το παρελθόν. Ειδικότερα:

  • Το e-learning αντικαθιστά την τάξη. Η πιο συνηθισμένη ίσως παρανόηση με το e-learning είναι ότι αντικαθιστά την ανάγκη για εκπαίδευση σε μία αίθουσα διδασκαλίας με συνεχή αλληλεπίδραση μεταξύ εκπαιδευόμενου και εκπαιδευτή. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι το e-learning αποτελεί ακόμα μία μαθησιακή μέθοδο η οποία προσφέρει γνώση και καλλιεργεί δεξιότητες. Αυτό μπορεί να συμβεί τόσο σε μία τυπική αίθουσα διδασκαλίας όσο και εικονικά.
  • Το στοιχείο της αλληλεπίδρασης είναι σημαντικό για να είναι ένα e-learning πρόγραμμα αποτελεσματικό. Η πραγματικότητα είναι ότι, όπως και σε μία τυπική εκπαίδευση, η αλληλεπίδραση εμπλουτίζει το μάθημα μόνο αν κρίνεται απαραίτητο για την κατανόηση του μαθήματος ή κάποιας ενότητάς του. Το ίδιο συμβαίνει και με το e-learning όπου αν μία δεξιότητα που διδάσκεται δεν απαιτεί εφαρμογή, τότε η αλληλεπίδραση δεν χρειάζεται να συμπεριληφθεί στον σχεδιασμό του μαθήματος. Αυτή η παρανόηση προκύπτει πολλές φορές από το τι ορίζουμε ως e-learning. Αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για ψηφιακή μάθηση και διευρύνουμε τον ορισμό του, τότε μπορεί να περιλαμβάνει από βίντεο και διαδικτυακά σεμινάρια έως podcast και infographics, όπου η αλληλεπίδραση δεν είναι απαραίτητη.
  • Οι άνθρωποι δεν προτιμούν το e-learning. Αυτή η παρερμηνεία σχετίζεται περισσότερο με το χάσμα γενεών στον εργασιακό χώρο. Είναι εύλογο οι γενιές Y και Z να είναι θετικά προσκείμενες σε μία τέτοια μορφή μάθησης σε αντίθεση με τις υπόλοιπους. Για αυτό, άλλωστε, και είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη η εξοικείωση του ανθρώπινου δυναμικού με τις νέες τεχνολογίες και η διάθεσή του για μάθηση έτσι ώστε να αποφεύγονται τέτοιες παρανοήσεις που πηγάζουν από μη κατάλληλους σχεδιασμούς.

ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΟ E-LEARNING, ΕΤΑΙΡΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ, ROI
Αναφορικά με την επένδυση στο e-learning, η Β. Μπασδέκη τονίζει ότι «έχει άμεσα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά στην ίδια την απόδοση της επένδυσης (ROI) για τον οργανισμό ή την επιχείρηση που θα το επιλέξει. Από τα βασικότερα πλεονεκτήματα του είναι ακόμη η μείωση του κόστους που διαθέτει ένας φορέας για την κάλυψη των εκπαιδευτικών του αναγκών, σε όλα τα επίπεδα. Επιλέγοντας το e-learning ως μέθοδο εκπαίδευσης, το κόστος αυτό περιορίζεται μόνο στην ανάπτυξη προμήθειας της ηλεκτρονικής πλατφόρμας και των ψηφιακών μαθημάτων που θέλει ο ενδιαφερόμενος. Παράλληλα, το e-learning εξοικονομεί χρόνο και ενέργεια σε μια επιχείρηση, αφού παρέχει τη δυνατότητα εκπαίδευσης οποιουδήποτε αριθμού εργαζομένων, από οποιοδήποτε σημείο, οποιαδήποτε στιγμή. Έχουμε επομένως σημαντική μείωση των εξόδων στην όλη διαδικασία (μετακινήσεις προσωπικού, λειτουργικά έξοδα χώρου κ.ά.)» ενώ, όπως η ίδια σημειώνει «δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τη δυνατότητα που αυτό προσφέρει για εύκολη και άμεση διαχείριση του συνόλου της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε έναν οργανισμό που το εφαρμόζει. Μέσα από ένα ολοκληρωμένο σύστημα σύγχρονης και ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης που μπορεί να παρέχει μια εξειδικευμένη στο e-learning εταιρεία, οι οργανισμοί διαθέτουν ένα ενιαίο περιβάλλον παροχής των εκπαιδευτικών υπηρεσιών τους με εύκολη διαχείριση της εκπαίδευσης και της προόδου των εκπαιδευομένων».

Παράλληλα, ο Δ. Κουτσαντώνης εξηγεί ότι «για την εξυπηρέτηση όλων των σύγχρονων μορφών ψηφιακής μάθησης και όλων των μοντέρνων τεχνολογικών προκλήσεων οι πλατφόρμες τηλεκπαίδευσης εξελίσσονται διαρκώς για να ενσωματώσουν ολοένα και πιο έξυπνα χαρακτηριστικά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σύγχρονη έρευνα για την ενσωμάτωση τεχνολογιών big data (learning analytics) και τεχνητής νοημοσύνης (personalized/adaptive learning) στις πλατφόρμες e-learning». Παράλληλα, ο ίδιος σημειώνει ότι «εκτός όμως από την καθαυτή εξέλιξη των τεχνολογιών ψηφιακής μάθησης, σε ένα έργο e-learning υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις σε θέματα που έχουν να κάνουν με τον εν γένει ψηφιακό μετασχηματισμό των δομών εκπαίδευσης σε μία επιχείρηση ή οργανισμό. Ενδεικτικά:

  • η κουλτούρα της ηγεσίας για τη διαχείριση της αλλαγής (change management),
  • η κατάλληλη στελέχωση και εκπαίδευση των στελεχών της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης,
  • η ανάπτυξη προγραμμάτων συνδυαστικής εκπαίδευσης (blended learning) για τις περιπτώσεις που συνυπάρχει η ψηφιακή εκπαίδευση με φυσικές/παραδοσιακές δομές εκπαίδευσης,
  • η ολοκλήρωση της πλατφόρμας e-learning με άλλα παραγωγικά συστήματα πληροφορικής της επιχείρησης,
  • η επιλογή του κατάλληλου συνεργάτη-προμηθευτή που θα καθοδηγήσει συμβουλευτικά και θα υλοποιήσει επιτυχημένα μία λύση e-learning».

Συνοψίζοντας, «η πρώτη εμφάνιση του e-learning είναι με τη μορφή Computer Based Learning στις ΗΠΑ στη δεκαετία του ΄90 ή και ακόμη παλιότερα με τη χρήση βιντεοσκοπημένων μαθημάτων και αποστολή υλικού ταχυδρομικώς τη δεκαετία του ΄80. Μέσα στην επόμενη δεκαετία (2000), εξαπλώνεται σε όλο τον αναπτυγμένο κόσμο η χρήση του με αργά βήματα και αρχίζει να αναγνωρίζεται σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο για τη συμβολή του σε τομείς που αγγίζουν τη διεύρυνση της κοινωνίας της γνώσης, της βελτίωσης της ποιότητας της διαθέσιμης εκπαίδευσης και της προσβασιμότητάς της, τη δυνατότητα συμμετοχής ατόμων με ειδικές ανάγκες, τη μείωση των εξόδων για τις επιχειρήσεις κ.ά. Αρχικά, το e-learning εισάχθηκε στα πανεπιστήμια και στη συνέχεια και στις επιχειρήσεις», όπως εξηγεί ο Γ. Αράπογλου ο οποίος σημειώνει ότι «σήμερα, το e-learning αποτελεί έναν από τους πιο διαδεδομένους και συνεχώς εξελισσόμενους τομείς, που όλο και περισσότερες επιχειρήσεις επιλέγουν για το προσωπικό τους, με αναγνώριση μέσω εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και μέρος του L&D των επιχειρήσεων, ενώ σχεδόν όλες οι ανώτατες σχολές το χρησιμοποιούν για τη διάδοση της εκπαίδευσης αλλά και την ελεύθερη γνώση. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, η χρήση του e-learning αποσκοπεί στην κινητοποίηση των εργαζομένων, στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην απόκτηση των ικανοτήτων, στη δια βίου εκπαίδευση και εξειδίκευση, στην επιβράβευση κ.ά.».