Η ισορροπία μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής (Work/Life Balance) έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο, με την αποτελεσματική διαχείρισή της να αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως στρατηγικής σημασίας για τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους (De Cieri et al., 2005).

Μολαταύτα, πόσο εφικτό είναι, μέσα από ένα δυσλειτουργικό πλαίσιο φθοράς και έντασης, να συμφιλιωθεί η αμειβόμενη εργασία με την προσωπική ζωή; Η εντατικοποίηση της εργασίας, η οικονομική αβεβαιότητα, η οργανωτική αναδιάρθρωση και η αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων συνέβαλλαν στην απαίτηση για υψηλότερες επιδόσεις και μεγαλύτερες δεσμεύσεις από τους εργαζόμενους. Ως αποτέλεσμα, η εργασία τοποθετείται πάνω από την προσωπική ζωή (Hughes and Bozionelos, 2007). Σωστό; Όχι. Υπαρκτό; Ναι. Εν τέλει, αυτό προσδοκά η επιχείρηση; Ίσως. Φαίνεται, πάντως, εύλογο ότι όσο περισσότερο εργάζεται κάποιος για την επίτευξη των στόχων ενός οργανισμού, τόσο λιγότερος χρόνος θα (από)μένει για να τον καταναλώσει όπως αυτός επιθυμεί. Είναι, δηλαδή, αντιστρόφως ανάλογα μεγέθη (White et al., 2003).

Οφέλη και «κίνδυνοι»
Και μπορεί ένας εργαζόμενος που εργάζεται πολλές ώρες να επωφελείται από την αύξηση των μισθών, τα μπόνους και την εργασιακή ικανοποίηση (Huselid, 1995), αλλά, συγχρόνως, θα μεταφέρει το άγχος και την κατήφεια της δουλειάς στο σπίτι, και θα νοιώθει ενοχές για το γεγονός ότι η απουσία του τον υποχρεώνει να χάνει την επαφή με τα παιδιά του (Eikhof et al., 2007). Κι όχι μόνο αυτό: η εισβολή των απαιτήσεων της εργασίας στην προσωπική ζωή σχετίζεται με υψηλό εργασιακό στρες και συναισθηματική εξάντληση των εργαζομένων. Επηρεάζεται, δηλαδή, αρνητικά η υγεία των υπαλλήλων (Hyman et al., 2003). Αυτό, για τις επιχειρήσεις μεταφράζεται σε δαπάνη χρήματος και χρόνου: ένας άρρωστος/ασθενής θα πάρει αναρρωτική άδεια, ενώ, παράλληλα, έχει παρατηρηθεί ότι αρκετοί εργαζόμενοι δηλώνουν ψευδώς άρρωστοι, ώστε να απουσιάσουν από την εργασία τους. Συν το γεγονός ότι η ανισορροπία οδηγεί σε αποχωρήσεις, με ό,τι αυτό συνεπάγεται (Hughes and Bozionelos, 2007). Οι εργοδότες, λοιπόν, τείνουν να φροντίζουν το προσωπικό, ώστε το τελευταίο να μένει ευχαριστημένο και πιστό στην επιχείρηση (Baughman et al., 2003; De Cieri et al., 2005). Και οι ευχαριστημένοι και πιστοί εργαζόμενοι, με τη σειρά τους, γίνονται πιο παραγωγικοί (Baughman et al., 2003).

Προσοχή, όμως: οι πρωτοβουλίες μιας επιχείρησης που αφορούν το προσωπικό δεν πρέπει να εξαντλούνται στα των γυναικών και τις φιλικές προς την οικογένεια πολιτικές. Η ισορροπία εργασίας/προσωπικής ζωής αναφέρεται και στα δυο φύλα, ενώ, πλην της οικογένειας, περιλαμβάνει τα χόμπι, τον αθλητισμό κ.ά. (Fleedwood, 2007; Hughes and Bozionelos, 2007). Έστω κι αν τα δυο φύλα αντιλαμβάνονται μάλλον διαφορετικά τον όρο «ισορροπία εργασίας/προσωπικής ζωής» (Emslie and Hunt, 2009) ή επικρατούν στερεότυπα που δυσχεραίνουν τις προσπάθειες για την πολυπόθητη ισορροπία (Smithson and Stokoe, 2005; Rudman and Mescher, 2013). Η ισορροπία εργασίας και προσωπικής ζωής, λοιπόν, αναφέρεται στην ικανότητα του ατόμου, ανεξάρτητα από ηλικία ή φύλο, να βρει έναν ρυθμό που θα ανταποκρίνεται και θα συνδυάζει επιτυχώς, και πάντοτε με αρμονία, την εργασία του με τις προσωπικές του ευθύνες, δραστηριότητες και φιλοδοξίες (Hughes and Bozionelos, 2007).

Οι εργοδότες, επομένως, οφείλουν να εξετάσουν κάθε εργασιακή πρακτική που εφαρμόζουν και να αναζητήσουν έναν εξελιγμένο σχεδιασμό που να βασίζεται σε εγγυήσεις για την ισορροπία εργασίας/προσωπικής ζωής (Wright et al., 2003). Και, αναμφίβολα, πρόκειται για εγγενώς δύσκολη αποστολή. Όπως αναφέρουν οι Todd and Binns (2013: 230): «Για πολλά στελέχη γραμμής, ιδιαίτερα τα μεσαία και πρώτης γραμμής, η υλοποίηση των πολιτικών υπέρ της ισορροπίας εργασίας/προσωπικής ζωής προκαλεί συγκρούσεις με τους επιχειρησιακούς στόχους, με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη να κάνουν ελάχιστα για την εξομάλυνση αυτών των συγκρούσεων».

Ισορροπία στην πράξη
Η ισορροπία εργασίας και προσωπικής ζωής, λοιπόν, συνοψίζεται στο να συνδυάσει κανείς αυτό που θέλει να κάνει (προσωπική ζωή) με αυτό που πρέπει να κάνει (εργασία). Μήπως, όμως, ορισμένοι εργαζόμενοι εξιδανικεύουν την εργασία, διότι τους προσφέρει διέξοδο από τα προβλήματα του σπιτιού ή αυτο-ολοκλήρωση (Eikhof et al., 2007); Το πρόβλημα δεν μετριάζεται με τις ευέλικτες μορφές εργασίας, καθώς θα πρέπει να υπάρχει εναρμόνιση με τις ανάγκες και τη φύση της εργασίας (Eikhof et al., 2007). Παράλληλα, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επαγγελματικές επιδιώξεις του εργαζομένου (Guillaume and Pochic, 2009) και το αν τυχόν μείωση του χρόνου εργασίας θα συμπαρασύρει σε πτώση το εισόδημα (MacInnes, 2005).

Επομένως, μια επιχείρηση που προωθεί την ισορροπία εργασίας/προσωπικής ζωής, φαίνεται ότι θα προσελκύσει πιο εύκολα προσωπικό, περιορίζοντας τις αποχωρήσεις, ενώ, παράλληλα, θα βελτιωθούν οι στάσεις και οι συμπεριφορές των εργαζομένων εντός της επιχείρησης. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι οι πρακτικές της επιχείρησης θα έχουν αντίκρυσμα: ο εργαζόμενος ενδέχεται να πιστέψει ότι μέσω τέτοιων πρακτικών μειώνονται οι πιθανότητες ανέλιξης ή ότι θα θεωρηθούν λιγότερο πιστοί προς την επιχείρηση (Beauregard and Henry, 2009).

Αρμονία εργασίας και προσωπικής ζωής
Λίγοι, επομένως, είναι οι εργαζόμενοι που κατορθώνουν να αντιμετωπίσουν την εργασία και την προσωπική ζωή ως ξεχωριστά στοιχεία, τα οποία μπορούν να έρθουν σε αρμονία. Για την πλειοψηφία των εργαζομένων, οι έννοιες «εργασία» και «προσωπική ζωή» είναι αλληλένδετες, ακόμα και ταυτόσημες: δεν μπορούν ή δεν θέλουν να διαχωρίσουν την εργασία από την προσωπική ζωή (Eikhof et al., 2007). Για να προταθούν εναλλακτικές λύσεις, ωστόσο, θα πρέπει να εξεταστεί ο όρος «ισορροπία εργασίας και προσωπική ζωή» υπό διαφορετικό πρίσμα. Για να συμβεί αυτό, όμως, θα πρέπει να εξαϋλωθούν ορισμένες παρερμηνείες, να ξεριζωθούν απολιθωμένα στερεότυπα και να ξετυλιχθούν νοητικά κουβάρια.

Για παράδειγμα, η συμβατική σοφία υποδηλώνει ότι η εργασία απολαμβάνει αποκλειστικά αρνητικής σημασίας. Είναι, πράγματι, έτσι; Κάτι ανάλογο ισχύει και για την προσωπική ζωή: λογίζεται ως μια «σιωπηρή παραδοχή», η οποία αφορά πάντα κάτι θετικό και ευχάριστο. Αυτές οι ακατέργαστες γενικεύσεις πρέπει να αναθεωρηθούν (Eikhof et al., 2007; Fleedwood, 2007). Ειδάλλως, το έργο στον καμβά της άμβλυνσης της ισορροπίας εργασίας/προσωπικής ζωής προμηνύεται άχρωμο και μονότονο. Η επιχείρηση, πάντως, οφείλει να γεφυρώσει το νοητικό χάσμα που προκύπτει στην ψυχολογία του εργαζομένου και να εξευμενίσει τις συνιστώσες που προωθούν την ισορροπία εργασίας/προσωπικής ζωής. Κι αυτό πρέπει να ισχύει ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης (Gregory, 2013).

Συγκεφαλαιώνοντας επιλογικά, δεν υπάρχει μαγική συνταγή που να έχει απήχηση σε όλους τους εργαζομένους. Η ισορροπία είναι διαφορετική για κάθε άνθρωπο, διότι στον καθένα επικρατούν διαφορετικές προτεραιότητες, αξίες και στάσεις. Η επιχείρηση, λοιπόν, οφείλει να εξετάσει το σύστημα της εργασίας/προσωπικής ζωής για τυχόν διαρροές και, όσον αυτό είναι δυνατόν, να τις επιδιορθώσει.