Σύμφωνα με μελέτη του Κέντρου Οικονομικών Ερευνών της Ελλάδας, εκτιμάται ότι, με βάση τα στοιχεία του 2019, το 32,8% των εργαζομένων στην Ελλάδα θα μπορούσε να εργαστεί από το σπίτι, ποσοστό το οποίο, αν και σχετικά χαμηλότερο, δεν διαφέρει πολύ από το αντίστοιχο άλλων ανεπτυγμένων χωρών της Ευρώπης.

Αναλυτικότερα, οι κλάδοι που παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες (μεταποίηση, ορυχεία, γεωργία, ξενοδοχεία) εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά ευχέρειας εργασίας από το σπίτι από τους κλάδους που στρέφονται κυρίως στην εγχώρια αγορά, με τη δυνατότητα για εργασία από το σπίτι να είναι μεγαλύτερη σε κλάδους με υψηλότερους μέσους μισθούς. Επίσης, το υψηλότερο ποσοστό δυνατότητας εργασίας από το σπίτι εμφανίζεται στους μισθωτούς (38,3%), με τους εργοδότες (32,4%) και τους αυτοαπασχολούμενους (18,9%) να ακολουθούν, ενώ οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση καταγράφουν μικρότερο ποσοστό (25,5%) έναντι εκείνων της πλήρους απασχόλησης (33,6%).

Επιπλέον, η εργασία από το σπίτι διευκολύνεται περισσότερο στις παραγωγικές μονάδες με ανθρώπινο δυναμικό άνω των 10 εργαζομένων (42,8%) παρά στις μικρότερες μονάδες (27,5%), αλλά εμφανίζεται αρκετά υψηλότερη στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας, παρουσιάζοντας διαφοροποίηση με βάση τη γεωγραφική περιφέρεια. Τέλος, η μελέτη δείχνει ότι η δυνατότητα εργασίας από το σπίτι είναι υψηλότερη για τις γυναίκες (40,2%) έναντι των ανδρών (27,3%) και ότι οι πιο νέοι (έως 29 ετών) και οι πιο ηλικιωμένοι (άνω των 60) εμφανίζουν χαμηλότερη δυνατότητα κατ‘ οίκον εργασίας από τους υπόλοιπους εργαζομένους, ενώ το 59,2% των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορεί δυνητικά να εργαστεί από το σπίτι, με το αντίστοιχο ποσοστό για τη χαμηλότερη εκπαιδευτική βαθμίδα να είναι μόλις στο 7,2% και για τους αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο 23,2%.