Ως σεξουαλική παρενόχληση ορίζεται οποιαδήποτε μορφή λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικής φύσης, η οποία προσβάλλει την αξιοπρέπεια γυναικών και ανδρών στην εργασία.

Η σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο, και ειδικότερα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον των επιχειρήσεων, δεν προσβάλλει μόνο την προσωπικότητα των ατόμων, αλλά παράλληλα προκαλεί σημαντικές επενέργειες τόσο στην ψυχική όσο και στη σωματική τους υγεία. Ενώ πλήττει και τα δύο φύλα, η συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αφορά γυναίκες, θύματα επίθεσης ανδρών, που είναι κατά κανόνα ιεραρχικά ανώτεροί τους.

Συχνότερα θύματα στον εργασιακό στίβο είναι νεοπροσλαμβανόμενες γυναίκες, αλλοδαπές που δεν γνωρίζουν ελληνικά και βρίσκονται σε πιεστική οικονομική ανάγκη ή υπό τη σκιά φόβου απέλασης, καθώς επίσης άγαμες μητέρες και διαζευγμένες. Σύμφωνα με το European Women’s Lobby, 40-50% των γυναικών στην Ε.Ε. έχει υποστεί παρενόχληση στο χώρο εργασίας (Women In EU-Facts, Figures & Quotes, 2011).

Οριοθέτηση
Η σεξουαλική παρενόχληση συνδέεται με την προσβολή της αξιοπρέπειας, η οποία δημιουργεί συνθήκες διακρίσεων στο χώρο εργασίας. Αποτελεί, αφενός, ανεπιθύμητη για τον παρενοχλούμενο συμπεριφορά, η οποία εκδηλώνεται με άσκηση φορτικών πιέσεων, διατύπωση απειλών ή εκ προθέσεως διαμόρφωση σε βάρος του θύματος δυσμενών εργασιακών συνθηκών.

Για τον δράστη, αφετέρου, που εκμεταλλεύεται μια σχέσης εξάρτησης σε οποιαδήποτε υπηρεσία, στο πλαίσιο της εργασίας του, η παρενόχληση αντιπροσωπεύει εκβιαστικό εξαναγκασμό σε πράξη ή ανοχή πράξης ερωτικού περιεχομένου. Το φαινόμενο ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του δομικού πλαισίου οργάνωσης και λειτουργίας των επιχειρήσεων και είναι απόρροια των υφιστάμενων σχέσεων εξουσίας, που καλλιεργούνται από την εταιρική τους δομή, ενώ συγχρόνως είναι μοχλός αναπαραγωγής τους.

Έτσι, η σεξουαλική παρενόχληση θεωρείται ένα βήμα προς την ηθική παρενόχληση: τα θύματα υποφέρουν ψυχολογικά, φοβούνται να ζητήσουν βοήθεια, ενώ, όταν γνωστοποιούνται τα περιστατικά, χάνουν την εργασία τους ή γίνονται αντικείμενο χλευασμού. Οι παρενοχλούντες δράστες, αντιθέτως, καταναλώνουν, σύμφωνα με έρευνες, το 15% του χρόνου τους στη δραστηριότητα αυτή, γεγονός που οδηγεί βαθμιαία στην απώλεια κινήτρου για παραγωγική εργασία.

Σε δεύτερο χρόνο, τα εργασιακά περιβάλλοντα, όπου ενθαρρύνονται τέτοιες συμπεριφορές, διατρέχουν κίνδυνο να εμπλακούν σε χρονοβόρες δικαστικές διαμάχες, όταν τα θύματα προχωρούν σε καταγγελίες, οι οποίες κυριολεκτικά θρυμματίζουν τη φήμη των επιχειρήσεων.

Θεσμική αντιμετώπιση στην Ε.Ε.
Στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. η πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου έχει αρχίσει να εμπεδώνεται σε νομοθετικές ρυθμίσεις από τη δεκαετία του 1990. Πρωτοστατεί η νομοθεσία της Σουηδίας, η οποία αποδεικνύεται προοδευτική, καθότι, ήδη από το 1993, επέβαλε με δύο διατάξεις της στους εργοδότες της χώρας να εκπαιδεύουν τα διοικητικά στελέχη αναφορικά με τους εργασιακούς νόμους και να επιστρατεύουν διαδικασίες, μέσω των οποίων διασφαλίζονται υγιείς κοινωνικές και ψυχολογικές συνθήκες εργασίας στις επιχειρήσεις.

Ως προς τη σεξουαλική παρενόχληση, συγκεκριμένα, η σουηδική νομοθεσία διαχρονικά έδινε έμφαση στην οργανωτική κουλτούρα των οργανισμών ως πλαίσιο ρύθμισης της κοινωνικής συμπεριφοράς στον εργασιακό χώρο.

Στο Ευρωπαϊκό δίκαιο, γενικότερα, η νομοθεσία καλύπτει πλήθος ανεπιθύμητων συμπεριφορών, όπως το «mobbing» και το «bulling», το ρατσισμό και οπωσδήποτε τη σεξουαλική παρενόχληση: η τελευταία εκλαμβάνεται ως συμπεριφορά άμεσης ή έμμεσης διάκρισης ως προς την ίση μεταχείριση, γεγονός που εκβάλλει στην υποβάθμιση του εργασιακού περιβάλλοντος, ενώ νόμος ορίζει ρητά ότι απαγορεύεται κάθε πράξη σεξουαλικής παρενόχλησης που διαπράττεται στο χώρο εργασίας από εργοδότη, εργαζόμενο ή τρίτο πρόσωπο.

Αποτέλεσμα της θεσμικής αντιμετώπισης κρουσμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης, που θεωρείται ότι δημιουργεί εκφοβιστικό, εχθρικό, ταπεινωτικό ή απειλητικό περιβάλλον, κατά την πρόσβαση των ατόμων στην απασχόληση, υπήρξε η υιοθέτηση των διατάξεων της Οδηγίας 73 του 2002, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, που απαγόρευε κάθε διάκριση, λόγω φύλου ως προς την επαγγελματική κατάρτιση και ανέλιξη.

Ωστόσο, η Οδηγία αυτή αντικαταστάθηκε από την Οδηγία 54 του 2006, η οποία καταδικάζει κάθε μορφή παρενόχλησης και επιβεβαιώνει το καθήκον των εταιρειών να επιδεικνύουν στάση μηδενικής ανοχής απέναντι στο πρόβλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης.

Μάλιστα, στις 8.11.2007 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφωνία-πλαίσιο για την παρενόχληση στην εργασία, βάσει της οποίας συστήνεται να λαμβάνονται κατάλληλα μέτρα κατά του παρενοχλούντος δράστη, τα οποία θα εκκινούν από πειθαρχικές ποινές μέχρι και οριστική απόλυση.


Νομικό καθεστώς στην Ελλάδα
Η εθνική νομοθεσία ανέκαθεν εδραίωνε την προστασία της ελευθερίας, της προσωπικότητας και της αξίας του ατόμου, καθώς επίσης και την ισότητα στην απασχόληση με τις υπάρχουσες διατάξεις του Συντάγματος. Οι συγκεκριμένες διατάξεις αναφέρονταν βασικά στα εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας και της τιμής του ατόμου, καθώς και στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας.

Έτσι, η παρενόχληση στα εργασιακά περιβάλλοντα οργανισμών και επιχειρήσεων της χώρας δεν τύγχανε αντιμετώπισης ως νομοθετικά αυτοτελές ζήτημα από την ελληνική δικαιοσύνη, καθόσον το πρόβλημα εξεταζόταν ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας, ως προσβολή της προσωπικότητας του εργαζόμενου ή κατάχρηση δικαιώματος, εάν η παρενόχληση ήταν πράξη του εργοδότη, που οδηγούσε σε βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας ή σε απόλυση.

Ιστορικά, ο Ν. 3488/2006 «Εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση, στους όρους και στις συνθήκες εργασίας» ενσωμάτωνε πλήρως την προαναφερθείσα κοινοτική Οδηγία.

Ο εν λόγω νόμος μάλιστα, ο οποίος αντικατέστησε το Ν. 1414/1984, όριζε για πρώτη φορά με σαφήνεια τη σεξουαλική παρενόχληση, την οποία αντιμετώπιζε ως διάκριση λόγω φύλου στο χώρο εργασίας (άρθρο 4, παρ. 2) και ως ποινικά κολάσιμη πράξη, θεσμοθετώντας ποινές φυλάκισης από έξι μήνες έως τρία χρόνια και χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων ευρώ (άρθρο 16, παρ. 4) και, παράλληλα, προβλέποντας αξίωση προς αποζημίωση του θύματος (άρθρο 16, παρ. 1). Υπογραμμίζεται ταυτόχρονα ότι θεσμοθετήθηκε η σεξουαλική παρενόχληση και ως πειθαρχικό παράπτωμα (άρθρο 16, παρ. 3).

Ως προς τον πλέον πρόσφατο Ν. 3896/2010, η σεξουαλική παρενόχληση θεωρείται, επίσης, διάκριση, λόγω φύλου, και στον επαγγελματικό χώρο απαγορεύεται αυστηρά, είτε προέρχεται από προϊστάμενο ή υπεύθυνο επαγγελματικής εκπαίδευσης, είτε προέρχεται από υφιστάμενο, συνάδελφο, άλλο εκπαιδευόμενο ή ακόμη και πελάτη. Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι οποιοσδήποτε πέσει θύμα ανάλογης συμπεριφοράς, πρέπει να την καταγγείλει. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί, ασφαλώς, να αποθηκεύονται σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα μηνύματα στο κινητό ή e-mails.

Θα ήταν παράλειψη, τέλος, να μην σημειωθεί ότι εφεξής απαγορεύεται η καταγγελία σχέσης εργασίας για λόγους φύλου, όταν αυτή συνιστά εκδικητική συμπεριφορά εργοδότη ή στελεχών μιας επιχείρησης, λόγω μη ενδοτικότητας του εργαζομένου σε σεξουαλική ή άλλη παρενόχληση σε βάρος του και όταν γίνεται ως αντίδραση του εργοδότη εξαιτίας μαρτυρίας ή οποιασδήποτε άλλης ενέργειας εργαζομένου ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρχής.

Δικαίωμα της σεξουαλικής αξιοπρέπειας
Την τελευταία δεκαετία, οι προσπάθειες αντιμετώπισης του φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης μετατράπηκε σε ζήτημα κρίσιμης υφής και διάστασης. Παρόλα αυτά, είναι αναμφίβολο ότι η διαχρονική απόκρυψη του προβλήματος κάτω από το χαλί του εργασιακού χώρου δυσχέρανε κάθε απόπειρα διαχείρισης του υπαρκτού αυτού προβλήματος.

Συμπερασματικά, η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί ένα σημασιολογικά φορτισμένο μηχανισμό παραγωγής και ενορχήστρωσης της εργασιακής ανισότητας, που θίγει τόσο τη σωματική υπόσταση όσο και την ψυχική οντότητα των θυμάτων της.

Συνιστά εργαλείο απόσπασης συναίνεσης και εφαρμογής ελέγχου εντός των επιχειρήσεων, καθώς αυτή δεν συγκροτεί απλώς τους όρους της προσβολής της αυταξίας κάθε εργαζόμενου σε μια ηθικοπλαστική διάσταση, αλλά ταυτόχρονα υποτάσσει ως διαδικασία τον ίδιο τον φορέα και τον αποδέκτη της, κατά την εκπλήρωση του ρόλου του ως εργαζόμενου. Οι μακρόχρονοι αγώνες των συνδικαλιστικών κινημάτων πέτυχαν να συνδέσουν την ισότητα της μεταχείρισης με τα προβλήματα ανάπτυξης της κοινωνίας, προσδίδοντας στον καταγγελτικό λόγο των γυναικών τα στοιχεία διεκδίκησης συγκεκριμένων νομοθετικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.

Παρά ταύτα, η παρενόχληση παραμένει έως σήμερα αδιαφιλονίκητη μορφή σεξουαλικής κυριαρχίας ανάμεσα στα δύο φύλα, η οποία επιδεινώνει περαιτέρω κυρίως τη θέση της γυναίκας στο σύγχρονο επαγγελματικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον, και ιδίως σε μια περίοδο, κατά την οποία η εργασιακή ανασφάλεια εντός του χώρου εργασίας μοιάζει ανέφικτο να εξαλειφθεί.