Εργοδότης και εργαζόμενος κάνοντας χρήση της συμβατικής ελευθερίας έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν την απαγόρευση ανταγωνισμού και για το μετά τη λύση της σύμβασης διάστημα, συμφωνώντας σχετικές ρήτρες.

Από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας απορρέουν τόσο για τον εργοδότη όσο και για τον εργαζόμενο κύριες και παρεπόμενες υποχρεώσεις οι οποίες πηγάζουν από τις αρχές της καλής πίστεως και επομένως δεν απαιτείται να έχουν συμφωνηθεί ειδικά. Για τον εργαζόμενο, η υποχρέωση πίστης περιλαμβάνει μία δέσμη επιμέρους υποχρεώσεων κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης, όπως είναι κυρίως η υποχρέωση εχεμύθειας, η υποχρέωση μη παράλληλης απασχόλησης σε άλλον εργοδότη και η υποχρέωση αποφυγής ανταγωνισμού που θίγει τα νόμιμα επαγγελματικά συμφέροντα του εργοδότη. Όσο δε υψηλότερη είναι η θέση του εργαζομένου στην υπαλληλική ιεραρχία, τόσο αυξημένη είναι και η υποχρέωση πίστεως.

Αντιθέτως, η υποχρέωση παράλειψης πράξεων ανταγωνισμού δεν ισχύει για το χρονικό διάστημα μετά τη λύση της σύμβασης. Μετά τη λύση της σύμβασης ο εργαζόμενος μπορεί να αξιοποιήσει τις επαγγελματικές του γνώσεις και την εμπειρία που απέκτησε, με όποιον τρόπο επιθυμεί. Τα συμβαλλόμενα μέρη, όμως, κάνοντας χρήση της συμβατικής ελευθερίας, έχουν τη δυνατότητα να επεκτείνουν την απαγόρευση ανταγωνισμού και για το μετά τη λύση της σύμβασης διάστημα, συμφωνώντας σχετικές ρήτρες. Με την έννοια αυτή μπορεί να συμφωνηθεί ότι απαγορεύεται η ανταγωνιστική δραστηριότητα του εργαζομένου είτε με τη μορφή ανταγωνιστικών πράξεων από αυτόν, είτε με τη μορφή της πρόσληψής του σε άλλον ανταγωνιστή εργοδότη, είτε με τη μορφή της άσκησης από αυτόν όμοιας ανταγωνιστικής δραστηριότητας προς εκείνη του πρώην εργοδότη του.

Τέτοιοι όροι στη σύμβασης εργασίας (απαγόρευση μελλοντικού ανταγωνισμού, μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας), είναι καταρχήν έγκυροι και δεσμευτικοί για τον εργαζόμενο. Δεδομένου ότι δεν υπάρχει ειδική νομοθετική ρύθμιση για την προστασία του εργαζομένου από συμβατικούς περιορισμούς της επαγγελματικής τους ελευθερίας, τα δικαστήρια προβαίνουν σε έλεγχο και μπορούν να θεωρήσουν άκυρη τη σχετική ρήτρα, τότε μόνο, όταν συνεπάγεται υπέρμετρη δέσμευση της ελευθερίας του εργαζομένου, η οποία φτάνει σε τέτοιο βαθμό που αίρει την προσωπική και οικονομική αυτοτέλεια του εργαζομένου. Κριτήρια που έχουν διαμορφωθεί νομολογιακά και θα ληφθούν υπόψη κατά τον έλεγχο είναι:

α) Η χρονική διάρκεια και ο τοπικός χαρακτήρας της απαγόρευσης. π.χ. ρήτρα απαγόρευσης του ανταγωνισμού που προβλέπει ισόβια ή πολυετή διάρκεια της απαγορεύσεως είναι άκυρη, διότι παρεμποδίζει ουσιωδώς (αν δεν αποκλείει) την άσκηση της μελλοντικής επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου. Η απαγόρευση, επίσης, δεν επιτρέπεται να εκτείνεται σε τοπική έκταση μεγαλύτερη εκείνης στην οποία δραστηριοποιούνταν ο μισθωτός κατά την απασχόλησή του στον προηγούμενο εργοδότη π.χ. έχει κριθεί θεμιτός ο ορισμός όλης της ελληνικής επικράτειας, ως έκταση όπου ισχύει η απαγόρευση, όταν και ο εργοδότης και οι ανταγωνιστές του δραστηριοποιούνται στο σύνολο της Επικράτειας και επιπλέον ο εργαζόμενος κατά το διάστημα της απασχόλησής του στον εργοδότη δραστηριοποιούνταν σε όλο το εύρος της χώρας.

β) Το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας του εργαζομένου. Ρήτρα που αποκλείει τον εργαζόμενο από την άσκηση του επαγγέλματός του κατά τρόπο που ο τελευταίος να μην μπορεί να υπερβεί τα εμπόδια και τις δυσκολίες για την εξεύρεση νέας απασχόλησης είναι παράνομη. Για τους διευθύνοντες υπαλλήλους, λόγω των θέσεων γενικότερης ευθύνης που κατέχουν και των δραστηριοτήτων και γνώσεών τους που εκτείνονται σε περισσότερους τομείς, ο κύκλος των απαγορευμένων ανταγωνιστικών πράξεων συμφωνείται συνήθως ευρύτερος.

γ) Η ύπαρξη δικαιολογημένων συμφερόντων του εργοδότη.

δ) Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη ειδικού οικονομικού ανταλλάγματος δεν συνιστά αναγκαία προϋπόθεση για την εγκυρότητα της σχετικής ρήτρας, αλλά συνεκτιμάται ως κριτήριο, όταν κρίνεται ότι οι λοιποί όροι της δέσμευσης, δηλαδή η χρονική διάρκεια, η χωρική έκταση και το είδος της απαγορευμένης επαγγελματικής δραστηριότητας υπερβαίνουν τα ακραία όρια που θέτουν στην ιδιωτική αυτονομία τα χρηστά ήθη. Έτσι έχει κριθεί από τη νομολογία ότι δεν είναι άκυρη η απαγόρευση πράξεων ανταγωνισμού για χρονικό διάστημα δύο ετών μετά τη λύση της σύμβασης, ακόμη και χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητηµάτων σχετικών µε εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313