Οικειοθελείς παροχές: Υπό ποιες προϋποθέσεις δύναται ο εργοδότης να περικόψει ή να διακόψει οικειοθελή παροχή, χωρίς αυτό να συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας;

Οικειοθελείς παροχές θεωρούνται οι πέραν του μισθού παροχές στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης χωρίς να έχει νομική υποχρέωση, υπηρετούν διάφορους ειδικότερους σκοπούς και χορηγούνται εξ’ αφορμής συνήθως ορισμένων γεγονότων, όπως για παράδειγμα το επίδομα αρχαιότητας ή αποδοτικότητας (bonus). Αν και για λόγους ασφάλειας δικαίου προτιμητέα θα ήταν η διατύπωση συγκεκριμένων προϋποθέσεων βάσει των οποίων θα προέκυπτε νομική υποχρέωση, η κάθε περίπτωση ελλείψει σχηματοποιημένης λύσης κρίνεται βάσει των εκάστοτε συνθηκών.

Το μείζον νομικό πρόβλημα των οικειοθελών παροχών έγκειται στο πότε αυτές δημιουργούν για τον εργοδότη δεσμευτικότητα ως προς τη συνέχιση καταβολής τους, ούτως ώστε μελλοντικός περιορισμός ή διακοπή τους να συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή και να αποτελεί πηγή αξιώσεων για τον εργαζόμενο. Η οικειοθελώς διδόμενη παροχή στον εργαζόμενο μόνο τότε καθίσταται υποχρεωτική, όταν αυτή χορηγείται μακροχρόνια, σταθερά και ομοιόμορφά, απρόσωπα, και χωρίς επιφύλαξη, έτσι ώστε γεννάται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του εργαζόμενου ως προς τη συνέχιση καταβολής της (επιχειρησιακή συνήθεια).

Η υπό αυτές τις προϋποθέσεις καταβολή της παροχής και η συνακόλουθη αποδοχή της από τον εργαζόμενο αποτελεί σιωπηρή συμφωνία, που καθίσταται όρος της σύμβασης εργασίας, από τον οποίο απορρέει υποχρέωση καταβολής αφαιρώντας έτσι από την παροχή το χαρακτηρισμό ως ελευθέρως ανακλητή. Παραμένει, βεβαίως, πάντοτε η δυνατότητα του εργοδότη να αποκλείσει την πιθανότητα νομικής δέσμευσης εκ της οικειοθελούς παροχής ήδη εν τη γενέσει της. Εν προκειμένω, αρκεί κατά τη χορήγηση της και κατά την εκδήλωση της εν γένει επαναλαμβανόμενης οικειοθελούς συμπεριφοράς του εργοδότη να προβεί αυτός σε ρητή επιφύλαξη (ρήτρα ανάκλησης), η οποία πρέπει να γίνει σε χρονικό σημείο πριν από τη διαμόρφωση δεσμευτικής πρακτικής καθώς και να προκύπτει από αυτήν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο η βούληση μη δέσμευσης.

Σε κάθε, όμως, περίπτωση -κατά πάγια, μάλιστα, νομολογία- δεν θεωρείται σαφής επιφύλαξη και ούτε λαμβάνεται υπόψη ως ρήτρα ανάκλησης ο απλός χαρακτηρισμός μιας παροχής ως «οικειοθελούς» ή ως «δώρου» χαρακτηρισμοί αδιάφοροι για την κρίση της νομικής δεσμευτικότητας, που αποτελούν απλώς ένδειξη της ελευθεριότητας του εργοδότη για παροχές χωρίς εξαναγκασμό από νόμο ή συλλογική σύμβαση εργασίας κ.λπ.Ειδικότερα, στην περίπτωση της ρητής επιφύλαξης αυτή πρέπει να δίνεται σαφώς και ορισμένως σε κάθε επαναλαμβανόμενη παροχή, ενώ η ισχύς της επιφύλαξης δεν αδρανοποιείται και δεν χάνεται αν παρόλο που δίνεται περιοδικά ο εργοδότης δεν κάνει χρήση της δυνατότητας του να τη διακόψει.

Επιπρόσθετα, όπως γίνεται δεκτό και με τη πρόσφατη απόφαση 258/2012 του Αρείου Πάγου ρητή επιφύλαξη και εντεύθεν νόμιμη ανάκληση εκ του εργοδότη της οικειοθελούς παροχής συνιστά ο όρος που προβλέπεται στον κανονισμό εργασίας ή τίθεται στην ατομική σύμβαση εργασίας που υπογράφει ο εργαζόμενος κατά την πρόσληψη, όπου ο εργοδότης πρέπει να επισημαίνει ότι κάθε τι που χορηγείται χάριν ελευθεριότητας δεν αποτελεί όρο της συμφωνίας και μπορεί ανά πάσα στιγμή να τροποποιηθεί ή να ανακληθεί εντός πλαισίου του νόμου χωρίς να απαιτείται επαναλαμβανόμενη επιφύλαξη.

Κυρίαρχη, τέλος, παραμένει η πιθανή συμφωνία των μερών για περιορισμό ή διακοπή της οικειοθελούς παροχής, που αποδεσμεύει νομικά τον εργοδότη. Πέραν της ρητής συμφωνίας, δυνατή είναι η αποδέσμευση του και όταν αυτός συμπεριφέρεται για ικανό χρονικό διάστημα αντίθετα προς τις δεσμεύσεις παύσει δηλαδή, τη χορήγηση παροχών και ο εργαζόμενος αποδέχεται την αντίθετη αυτή συμπεριφορά, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της λεγόμενης «αρνητικής πρακτικής» και τη μη υποχρέωση συνέχισης καταβολής από τον εργοδότη.

Συνοψίζοντας, ο εργοδότης επιτυγχάνει τη νομική αποδέσμευση βάσει των παραπάνω, ενώ όπως γίνεται δεκτό αρκεί η άπαξ επιφύλαξη του ήδη στη σύμβαση εργασίας ως γενικός όρος ανάκλησης των οικειοθελών παροχών. Αν, καταληκτικά, δεν προκύπτει στη κάθε συγκεκριμένη περίπτωση η πρόθεση ανάκλησης κάθε μεταβολή ή κατάργηση οικειοθελούς παροχής συνιστά μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας με τις επακόλουθες νόμιμες συνέπειες.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητηµάτων σχετικών µε εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313