Σύμβαση μαθητείας είναι η σύμβαση, κατά την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους αναλαμβάνει την υποχρέωση να μεταδώσει στον άλλο τις αναγκαίες εμπειρικές γνώσεις για την άσκηση από τον τελευταίο ορισμένου επαγγέλματος ή ορισμένης τέχνης.

Ουκ ολίγες φορές τα όρια μεταξύ της σύμβασης μαθητείας και της σχέσης εξαρτημένης εργασίας μπορούν να καταστούν «ιδιαιτέρως δυσδιάκριτα», κυρίως στις περιπτώσεις όπου το στοιχείο της παρεχόμενης εργασίας αρχίζει να αποκτά, κατά τη διάρκεια της μαθητείας, μεγαλύτερη ένταση και βαρύτητα, ώστε να υποχωρεί αντιστοίχως ο ρόλος της εκπαίδευσης. Για αυτό το λόγο, αξίζει να γίνει η κατωτέρω αυστηρή οριοθέτηση των δυο εννοιών, ώστε να μην ανακύπτουν αμφισβητήσεις.

Ειδικότερα, μορφές της σύμβασης μαθητείας είναι η γνήσια σύμβαση μαθητείας και σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας εφαρμόζονται στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μαθητευόμενου. Δεν εφαρμόζονται στη γνήσια σύμβαση μαθητείας που αποτελεί σχέση διδασκαλίας και όχι εργασίας, καθόσον ο μαθητευόμενος δεν απασχολείται για τους παραγωγικούς σκοπούς της επιχείρησης, αλλά για τη δική του τεχνική και επαγγελματική μόρφωση και κατάρτιση.

Στο πλαίσιο αυτό, οποιαδήποτε παροχή εργασίας εκ μέρους του μαθητευόμενου γίνεται προς τον σκοπό της καλύτερης κατανόησης του αντικειμένου της τέχνης ή του επαγγέλματος (ΑΠ 2052/1990). Ως εκ τούτου, επί της γνήσιας σύμβασης μαθητείας εφαρμόζονται μόνο αναλογικά οι διατάξεις εργασίας του ΑΚ, εφόσον συμβιβάζονται με τη φύση και το σκοπό της σύμβασης αυτής, ενώ δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (όπως για τα χρονικά όρια εργασίας, τις νόμιμες αποδοχές, δώρα εορτών, αποδοχές και επίδομα αδείας, καταγγελία της σύμβασης εργασίας κ.λπ.).

Αντιθέτως, επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου, η οποία υφίσταται όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα, η εκμάθηση τέχνης επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της συμβάσεως και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής και δεν αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερης υποχρέωσης του εργοδότη και, συνεπώς, επί της σύμβασης αυτής (εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου) εφαρμόζονται τόσο οι γενικές, όσο και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, εφόσον προέχων σκοπός της είναι η παροχή εκ μέρους του μαθητευομένου εργασίας έναντι αμοιβής και παρεπόμενος σκοπός, η εκμάθηση τέχνης ή επαγγέλματος από τον μαθητευόμενο, σύμφωνα με τις οδηγίες και κατευθύνσεις του εργοδότη.

Συνδυάζοντας τη μάθηση με την εργασία, οι θέσεις μαθητείας επιτρέπουν στους νέους να αποκτούν εργασιακή εμπειρία και, παράλληλα, πρακτικές δεξιότητες που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των εργοδοτών. Η εγγενής αυτή συνάφεια με την αγορά εργασίας καθιστά τις θέσεις μαθητείας επωφελείς τόσο για τους νέους όσο και για τις επιχειρήσεις: οι μαθητευόμενοι συχνά παραμένουν στην επιχείρηση όπου ολοκληρώνουν την κατάρτισή τους ή βελτιώνουν τις πιθανότητες εξεύρεσης μιας θέσης εργασίας που θα ανταποκρίνεται στα προσόντα τους σε σχέση με τους συμμαθητές τους στη γενική εκπαίδευση ή στην ΕΕΚ που παρέχεται από το εκπαιδευτικό σύστημα. Εξάλλου, οι μικρομεσαίοι εργοδότες εξασφαλίζουν ειδικευμένους εργαζόμενους. Η κατάρτιση των μαθητευομένων επιτρέπει στην επιχείρηση να διαμορφώσει τις εργασιακές τους συνήθειες και να απασχολεί, μακροπρόθεσμα, εργαζόμενους με προσόντα και επαγγελματικό ζήλο.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να γίνει αναφορά στην «ειδική σύμβαση μαθητείας», με διάρκεια μέχρι ενός έτους, η οποία συνάπτεται με πρόσωπα 15-18 ετών, οι οποίοι λαμβάνουν το 70% του κατώτατου ημερομισθίου ή μισθού της ΕΓΣΕΕ (άρθρο 74 παρ. 9 Ν. 3863/2010, όπως ισχύει). Οι εν λόγω μαθητευόμενοι, ορίζεται ρητά, ότι δεν υπόκεινται στις διατάξεις εργατικού δικαίου, με εξαίρεση τις διατάξεις για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων. Επιπλέον, με ειδικές νομοθετικές διατάξεις και με υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται τα θέματα αποζημίωσης, συνθηκών απασχόλησης και εν γένει αντιμετώπισης ειδικότερων κατηγοριών «μαθητευόμενων/εκπαιδευόμενων», όπως, για παράδειγμα, των πρακτικά ασκούμενων σπουδαστών ΤΕΙ, ΣΕΛΕΤΕ, ΑΕΙ, μαθητών ΕΠΑ.Σ Μαθητείας ΟΑΕΔ, εκπαιδευόμενων ΙΕΚ, κ.λπ. Τέλος, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ανάλογα με την κατηγορία στην οποία εντάσσεται ο «μαθητευόμενος» και, συνακόλουθα, από τις διατάξεις/υπουργικές αποφάσεις κ.ά που εφαρμόζονται κάθε φορά, καθορίζονται και οι εκάστοτε εργοδοτικές υποχρεώσεις αναφορικά με την απασχόληση μαθητευόμενων, πρακτικά ασκούμενων φοιτητών, σπουδαστών ή μαθητών κ.ά.

Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η κατάρτιση μαθητευομένων απαιτεί από τις επιχειρήσεις να προβούν σε επενδύσεις (χρηματοοικονομικές, οργανωτικές ή σχετικές με το ανθρώπινο δυναμικό), οι οποίες δεν καταλήγουν πάντα στα αναμενόμενα οφέλη. Η αβεβαιότητα που περιβάλλει την απόδοση των εν λόγω επενδύσεων πιθανόν να μετριάζει το ζήλο των επιχειρήσεων, ιδίως των μικρότερων, να απασχολήσουν μαθητευόμενους, πολλώ δε μάλλον όταν αυτό συμβαίνει σε δυσμενείς οικονομικές συνθήκες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δαπάνες για την υλοποίηση προγραμμάτων μαθητείας κατά κανόνα κατανέμονται μεταξύ επιχειρήσεων, μαθητευόμενων, κράτους (εθνικές ή περιφερειακές δημόσιες αρχές) και κοινωνικών εταίρων. Αποφασίζουν τι ποσοστό του προγράμματος αποτελείται από μάθηση στον τόπο εργασίας, συγκεντρώνουν χρηματοδοτικούς πόρους μέσω γενικής φορολογίας (κράτος) και εισφορών (κράτος και κοινωνικοί εταίροι) και τους κατανέμουν στα προγράμματα μαθητείας, ώστε να περιορίζονται οι δαπάνες των ίδιων των επιχειρήσεων. Οι επιχειρήσεις, κατά κανόνα, καταβάλλουν την αμοιβή των μαθητευόμενων και καλύπτουν τις δαπάνες κατάρτισης στον χώρο εργασίας, ενώ το κράτος καλύπτει το κόστος της κατάρτισης που πραγματοποιείται σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Οι μαθητευόμενοι αναλαμβάνουν μέρος της δαπάνης, αποδεχόμενοι αμοιβή ή άλλη αποζημίωση μικρότερη από τον μισθό που θα λάμβαναν ως εργαζόμενοι.

Σε όλες τις επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, παρέχονται φορολογικά κίνητρα, είτε ως εκπτώσεις φόρου για κάθε απασχολούμενο με σύμβαση μαθητείας, είτε με ως μείωση εργοδοτικών εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Στις μικρότερες επιχειρήσεις παρέχονται ειδικά κίνητρα, τα οποία συμβάλλουν αρκετά στο να αυξήσουν την επένδυσή τους στην κατάρτιση.

Ανακεφαλαιώνοντας, οι όροι που πρέπει να διέπουν την εργασία και τη μάθηση των μαθητευομένων θα πρέπει να είναι οι ακόλουθοι:

  • Η νομοθεσία θα πρέπει να κατοχυρώνει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μαθητευόμενων, τόσο στο πλαίσιο της εργασίας τους όσο και στο πλαίσιο της κατάρτισης.
  • Θα πρέπει να υφίσταται σημείο αναφοράς (αρμόδιος φορέας) που να ενημερώνει τους μαθητευόμενους για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων των μερών και τους παρέχει υποστήριξη για την αντιμετώπιση προβλημάτων.
  • Οι μαθητευόμενοι που συνδέονται με σύμβαση εργασίας με την επιχείρηση θα πρέπει να απολαμβάνουν όλα τα δικαιώματα και οφέλη των εργαζομένων και να υπόκεινται στο σύνολο των συναφών υποχρεώσεων.
  • Οι μαθητευόμενοι θα πρέπει να προστατεύονται σε περίπτωση αδυναμίας της επιχείρησης (π.χ. λόγω πτώχευσης) να παράσχει κατάρτιση.
  • Οι μαθητευόμενοι θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες καθοδήγησης και συμβουλευτικής.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί ότι καθοριστικό συμβουλευτικό ρόλο έναντι των επιχειρήσεων ως προς τη διαμόρφωση/διάπλαση μιας σχέσης (ως σύμβασης έργου, μαθητείας ή εξαρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου) μπορεί να αποκτήσει αποδεδειγμένως ο νομικός, ο οποίος κατέχει τα απαραίτητα νομικά εργαλεία για να προβεί στις σχετικές αξιολογήσεις και υπαγωγές, αναλόγως των ιδιαιτεροτήτων της κάθε επιχείρησης.