Σε κρίση βρίσκεται η πορεία της υιοθέτησης των διατάξεων που προτείνει η Ευρωπαϊκή Ένωση για τους αποσπασμένους εργαζόμενους, η οποία επηρεάζει τις συνθήκες εργασίας 1,2 εκat. εργαζομένων που βρίσκονται αποσπασμένοι στο σύνολο της ΕΕ στον τομέα της παροχής υπηρεσιών.

Με τον όρο αυτό εννοούνται οι εργαζόμενοι, μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι, οι οποίοι αποστέλλονται προσωρινά από τον εργοδότη τους για την εκτέλεση εργασίας σε κάποιο άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε..

Οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι διαφέρουν από τους εργαζόμενους που μετακινούνται οριστικά σε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε., στους οποίους εφαρμόζεται η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας εργαζομένων, αφού μόνον οι τελευταίοι εντάσσονται στο εργατικό δυναμικό του κράτους-μέλους υποδοχής και κατά συνέπεια δικαιούνται ίσους όρους εργασίας με τους ημεδαπούς του κράτους υποδοχής. Οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι εξακολουθούν να έχουν τον εργοδότη τους στο αποστέλλον κράτος-μέλος και κατά συνέπεια κατ’ αρχάς υπόκεινται στα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με τους εργαζομένους του κράτους-μέλους καταγωγής.

Η κατάσταση αυτή προκαλούσε εκμετάλλευση «φθηνού εργατικού δυναμικού» ιδίως προερχόμενου από χώρες της ανατολικής Ευρώπης που τόσο οι αμοιβές, όσο και οι περαιτέρω εργασιακές και ασφαλιστικές διατάξεις εξασφαλίζουν πολύ χαμηλότερα στάνταρντ για τους εργαζόμενους σε σχέση με χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία.

Τυπικό είναι και το φαινόμενο, το οποίο συνίσταται στη σύσταση των καλούμενων εικονικών εταιρειών που εγκαθίστανται στη χώρα αποστολής αποκλειστικά και μόνο προς αποφυγή των κείμενων διατάξεων για την κοινωνική ασφάλιση και το εργατικό δίκαιο της χώρας υποδοχής, γεγονός το οποίο την περίοδο αυτή προβάλλει ιδίως η Γαλλία στον ευρωπαϊκό διάλογο που εξελίσσεται ως προς τις ρυθμίσεις που προτείνει η Ε.Ε.

Προς αντιμετώπιση των καταχρήσεων αυτών εισήχθη η Οδηγία 96/71/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο με το Π.Δ. 219/2000), με την οποία θεσπίστηκε ο κανόνας ότι και οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι θα υπόκεινται σε έναν πυρήνα διατάξεων εργατικού δικαίου που ισχύουν στο κράτος-μέλος υποδοχής (βασικός μισθός, χρονικά όρια εργασίας και άδεια, απασχόληση από εταιρείες προσωρινής απασχόλησης, συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας, κ.ά.). Προς επίρρωση της πρώτης, η Ε.Ε. εισήγαγε την Οδηγία 2014/67/ΕΕ (μεταφορά στο ελληνικό δίκαιο με το Π.Δ. 101/2016), με στόχο την ενίσχυση της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των κρατών-μελών και της διεξαγωγής ελέγχων καθώς και την αποφυγή καταστρατηγήσεων της αρχικής Οδηγίας. Παρόλα αυτά, εξακολουθεί να ισχύει για τους αποσπασμένους εργαζόμενους το άρθρο 12.1 του Κανονισμού 883/2004 «για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας», σύμφωνα με το οποίο, ως προς την κοινωνική τους ασφάλιση, οι αποσπασμένοι εργαζόμενοι εξακολουθούν να υπάγονται στις διατάξεις του κράτους-μέλους καταγωγής, με τον όρο ότι η εργασία στο κράτος όπου είναι αποσπασμένοι δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες. Και μόνη όμως η πληρωμή των ασφαλιστικών εισφορών από τους εργοδότες στο κράτος υποδοχής, δύναται να μειώνει το εργατικό κόστος και να αυξάνει την ωφέλεια των επιχειρήσεων.

Χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, αλλά χώρες της ανατολικής Ευρώπης, προβάλλουν παράπονα ως προς το φαινόμενο αυτό, το οποίο θεωρούν ως μορφή κοινωνικού ντάμπινγκ. Καταγγέλλουν ότι η εκμετάλλευση των διαφορών μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνικοασφαλιστικών συστημάτων δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των εργαζομένων της Ε.Ε.. Παρόλα αυτά, τόσο ύστερα από μια πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους αποσπασμένους εργαζόμενους, πριν από ένα χρόνο, όσο και μετά από μια Έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το Σεπτέμβριο του 2016 για το κοινωνικό ντάμπινγκ εργαζομένων, δεν έχει προταθεί η εναρμόνιση των ασφαλιστικών εισφορών εντός της Ε.Ε.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313