Ο ισχύων Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Ν. 4174/2013) εφαρμόζεται για τα φορολογικά έτη από το 2014 και εντεύθεν. Ο χρόνος που η Φορολογική Διοίκηση δύναται να εκδόσει πράξη διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού είναι 5 έτη από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης.

Αν απαιτείται η υποβολή περισσότερων δηλώσεων ο χρόνος παραγραφής διαμορφώνεται στα 5 έτη από τη λήξη του έτους που λήγει η προθεσμία υποβολής της τελευταίας δήλωσης. Στον νόμο ορίζονται 3 περιπτώσεις παράτασης της πενταετίας:

  1. Για 1 έτος, εφόσον ο φορολογούμενος υποβάλει αρχική ή τροποιητική δήλωση εντός του 5ου έτους της προθεσμίας παραγραφής,
  2. Εάν ζητηθούν από τη Διοίκηση πληροφορίες από άλλη χώρα παρατείνεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η διαβίβαση των πληροφοριών προσαυξημένο κατά 1 έτος, που εκκινεί από την παραλαβή των πληροφοριών από τη Δίοικηση.
  3. Η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής, ένδικου βοηθήματος ή μέσου από το διοικούμενο κατά την οποία η προθεσμία παραγραφής επεκτείνεται κατά 1 έτος από την έκδοση απόφασης επί της ενδικοφανούς προσφυγής ή την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης μόνο όμως για το προκείμενο ζήτημα.

Σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής, η Διοίκηση έχει το δικαίωμα να βεβαιώσει και να επιβάλει φόρο εντός 20 ετών από τη λήξη του έτους εντός του οποίου λήγει η προθεσμία υποβολής δήλωσης. Επιπλέον, η χρονική περίοδος της εικοσαετίας ισχύει και σε περιπτώσεις φοροδιαφυγής, που έγιναν πριν την 01/01/2014, εφόσον τότε το δικαίωμα του Δημοσίου δεν έχει παραγραφεί. Οι περιπτώσεις φοροδιαφυγής συνοπτικά συνίστανται στη φοροδιαφυγή λόγω μη υποβολής ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, στη μη απόδοση, ανακριβή απόδοση φόρου και στην έκδοση και αποδοχή πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων. Αξιοσημείωτο είναι ότι η πρόβλεψη της εικοσαετούς παραγραφής όταν τελούνται αδικήματα φοροδιαφυγής οδηγεί στην πράξη σε ανεπιεική αποτελέσματα για το φορολογούμενο. Αν και σε άλλους κλάδους του Δικαίου η εικοσαετία είναι ο κανόνας, στο Φορολογικό Δίκαιο μετά την παρέλευση τόσου μακρού χρονικού διαστήματος η άμυνα του διοικουμένου έναντι ενδεχόμενου ελέγχου από τη Διοίκηση είναι εξαιρετικά δυσχερής. Επιπλέον, είναι αμφίβολη η δυνατότητα του φορολογουμένου να ανταποκριθεί στη φορολογική υποχρέωση που θα του επιβάλει η Διοίκηση, καθώς προϊόντος του χρόνου η οικονομική του κατάσταση ενδέχεται να έχει επιδεινωθεί.

Εξαιτίας της αδυναμίας της Διοίκησης να περαιώσει επιτυχώς φορολογικούς ελέγχους για δεδομένες περιόδους πριν αυτές παραγραφούν, αποτελεί πάγια τακτική του κοινού νομοθέτη να προχωρά σε συνεχείς παρατάσεις του χρόνου παραγραφής των αξιώσεων του Δημοσίου για βεβαίωση και επιβολή φόρου. Ο νόμος διακρίνει δύο περιπτώσεις παράτασης του χρόνου παραγραφής:

  1. Ενόσω ο αρχικός χρόνος παραγραφής δεν έχει παρέλθει και,
  2. Αναδρομικά, αφότου έχει παραγραφεί το δικαίωμα της Δίοικησης.

Όπως νομολογείται, η Διοίκηση έχει την ευχέρεια να παρατείνει την προθεσμία παραγραφής των αξιώσεών της προς βεβαίωση και επιβολή φόρου ενόσω αυτές δεν έχουν ακόμη παραγραφεί αλλά όχι στο διηνεκές, άλλωστε κατά το Σύνταγμα προστατεύεται η ιδιαίτερη ασφάλεια δικαίου και η εμπιστοσύνη του διοικουμένου που σχετίζονται με τα φορολογικά βάρη. Συνεπώς, η παράταση θα πρέπει να συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας και να δίδεται για εύλογη διάρκεια ενόψει πάντα και του αρχικού χρόνου παραγραφής. Με αυτόν τον τρόπο ο φορολογούμενος πρέπει να είναι σε θέση να τηρεί τις φορολογικές του υποχρεώσεις και να μην δημιουργείται ανασφάλεια δικαίου. Συνομολογείται (ΣτΕ 3174/2014) όμως ότι η Διοίκηση δεν δύναται να παρατείνει την προθεσμία παραγραφής για βεβαίωση και επιβολή φόρου μετά την εκπνοή της αρχικής προθεσμίας γιατί έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το Σύνταγμα σχετικά με την προλεχθείσα ασφάλεια δικαίου και προστασία της εμπιστοσύνης.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313