Είναι γεγονός πως δεν υπάρχει ούτε ένας Έλληνας πολίτης στη χώρα μας, που να μην έχει να διηγηθεί κάποια δυσάρεστη εμπειρία, μέσα από την επαφή του με τις δημόσιες υπηρεσίες. Η κακή οργάνωση, η ελλιπής στελέχωση, η έλλειψη της κατάλληλης εκπαίδευσης αλλά και ενημέρωσης των δημοσίων υπαλλήλων λόγω των πολυάρθιμων τροπολογιών και διατάξεων που εισάγονται καθημερινά για τη «βελτίωση της δημόσιας διοίκησης», ακόμη και η έλλειψη μηχανογράφησης, συνθέτουν ένα εκρηκτικό μίγμα, με πολυάριθμες συνέπειες τόσο για την ελληνική οικονομία, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, όσο και για την ψυχική υγεία των πολιτών!

Η δαπανηρή γραφειοκρατία, η χαμηλής ποιότητας παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πολίτες, η καθυστέρηση των υποθέσεων του ιδιωτικού τομέα και των ελεύθερων επαγγελματιών, καθώς και τα νεύρα και η ταλαιπωρία πολιτών και εργαζομένων, είναι μερικές μόνο από τις πολλές συνέπειες της έλλειψης ενδιαφέροντος του κράτους διαχρονικά από όλες τις κυβερνήσεις προς τις δημόσιες υπηρεσίες και τους πολίτες. Το ενδιαφέρον τους αφορούσε αποκλειστικά την κομματικοποίηση των θεσμών και όχι τον εξορθολογισμό και την εξυγίανση των δημόσιων υπηρεσιών.

Τι μπορεί να αλλάξει, όμως, για τη βελτίωση των δημόσιων υπηρεσιών; Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω ορισμένα μέτρα για τον «εξανθρωπισμό» τους, μέσα από τη σκοπιά της Διοίκησης του Ανθρώπινου Δυναμικού (ΔΑΔ). Στο αρχικό ερώτημα, στο οποίο θα κληθεί να δώσει απαντήσεις ο «Ήρωας» που θα αναλάβει το βάρος της «ανάστασης» των δημόσιων υπηρεσιών, είναι εάν αυτές επιδέχονται ίαση. Μπορούν να γιατρευτούν; Ή έχουν υποστεί τόση φθορά μέσα από τον «καρκίνο» της κουλτούρας του ελληνικού πολιτικού και κοινωνικού συστήματος, αυτό του «βολέματος», ώστε είναι προτιμότερος ένας «ξαφνικός θάνατος» για όλες αυτές τις υπηρεσίες που κοστίζουν ακριβά στους φορολογουμένους, προσφέροντας ελάχιστα;

Με άλλα λόγια, μήπως η λύση βρίσκεται στο «θάνατο» απαρχαιωμένων και μη ιάσιμων υπηρεσιών, με παράλληλη αντικατάστασή τους από νέους θεσμούς, οι οποίοι θα δημιουργηθούν και θα λειτουργούν παράλληλα με τους παλιούς για ένα μεταβατικό στάδιο, το πολύ δύο ετών. Αφαλώς, όλα αυτά είναι θέμα πολιτικής βούλησης και φυσικά, ύπαρξης χρημάτων. Ωστόσο, οποιοδήποτε εγχείρημα για την εξυγίανση του χαρακτήρα και των υπηρεσιών του δημοσίου θα είναι μάταιο, χωρίς την αλλαγή της κουλτούρας της ελληνικής κοινωνίας και του πελατειακού κράτους που έχει οικοδομηθεί όλες αυτές τις δεκαετίες, οι οποίες οδήγησαν τη χώρα στο σημερινό αδιέξοδο. Και εδώ βρίσκεται ο κρίσιμος ρόλος της ΔΑΔ.

Η ΔΑΔ, σε μια εκστρατεία αναδιοργάνωσης των δημόσιων υπηρεσιών, θα κληθεί να δώσει λύσεις σε μια σειρά ζητημάτων, όπως η κακή οργάνωση, η ελλιπής στελέχωση αλλά και η αναξιοκρατία στις προσλήψεις ή τις προαγωγές, η ανεπαρκής εκπαίδευση των εργαζομένων, καθώς και η έλλειψη ενός αντικειμενικού συστήματος αξιολόγησής τους.

Η κακή οργάνωση είναι το πρώτο βασικό πρόβλημα των δημόσιων υπηρεσιών. Είναι σύνηθες φαινόμενο, εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, αλλά ασφαλώς και στον ιδιωτικό, οι οποίοι ενώ διαθέτουν την απαραίτητη κατάρτιση και διάθεση, να μην προσφέρουν σύμφωνα με τις δυνατότητές τους, λόγω της έλλεψης οργάνωσης, υποδομών και του απαραίτητου επαγγελματικού περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα να «χάνονται» μέσα στη γενική μετριότητα που επικρατεί.

Είναι επιβεβλημένη, λοιπόν, η εύρεση και εκπαίδευση των κατάλληλων managers- ηγετών, οι οποίοι θα είναι ικανοί να κινητροδοτούν τους εργαζομένους. Οι managers-ηγέτες, οι οποίοι θα πρέπει να επιλέγονται μέσα από αξιοκρατικές διαδικασίες και όχι γιατί είναι παιδιά του «κομματικού σωλήνα», θα μπορούν να αυξήσουν την αποδοτικότητα των εργαζομένων, αποδίδοντας συγκεκριμένους ρόλους σε κάθε εργαζόμενο ή επαγγελματική θέση, αλλά και μέσα από την καλλιέργεια ομαδικού πνεύματος ανάμεσα στο προσωπικό. Προς το σκοπό αυτό, χρήσιμο εργαλείο θα ήταν η σύνδεση του μισθού των εργαζομένων με ομαδικά προνόμια και bonus.

Η ελλιπής, τόσο αριθμητικά όσο και ποιοτικά, στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών είναι ένα δεύτερο σημαντικό ζήτημα. Δεν είναι λίγοι οι πολίτες που σε κάποια δημόσια υπηρεσία έχουν αντιμετωπίσει απρεπή συμπεριφορά, αδιαφορία, ή αδυναμία από κάποιον εργαζόμενο να τους εξυπηρετήσει με τη συνήθη σε όλους φράση «Δε γίνεται».

Απαραίτητη, λοιπόν, είναι η αποσύνδεση προσλήψεων, διορισμών ή προγωγών από την ελληνική κουλτούρα των «συγγενών και φίλων» (κάτι το οποίο δεν έχει πάψει μέχρι και σήμερα, στην εποχή του 3ου Μνημονίου), αλλά η δημιουργία και εφαρμογή στην πράξη αντικειμενικών διαδικασιών προσλήψεων, βάσει συγκεκριμένων και όχι «φωτογραφικών» κριτηρίων, όπως η ύπαρξη υπαρκτών (και όχι πλαστών!) πτυχίων, εργασιακής εμπειρίας, καθώς και με τη χρήση συγκεκριμένων μεθόδων, όπως, επί παραδείγματι, των Κέντρων Αξιολόγησης.

Ένα τρίτο βήμα είναι η εκπαίδευση των εργαζομένων, η οποία είναι επιβεβλημένο να συνδέεται τόσο με τις προσωπικές ανάγκες του κάθε υπαλλήλου, όσο και με τις ανάγκες της υπηρεσίας. Εκπαίδευση, η οποία θα συνδέεται με τα αποτελέσματα ενός αντικειμενικού συστήματος αξιολόγησης που θα πρέπει να υπάρχει, το οποίο είναι ίσως και το σημαντικότερο βήμα για την εξυγίανση των δημοσίων υπηρεσιών.

Είναι απαραίτητη, επομένως, η δημιουργία ενός αντικειμενικού συστήματος αξιολόγησης των εργαζομένων, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων απόδοσης ή ακόμη και συμπεριφοράς στον εργασιακό χώρο, και όχι βάσει κομματικής προέλευσης. Η αξιολόγηση θα πρέπει να είναι καθοριστική για τον τελικό μισθό του κάθε εργαζομένου, ο οποίος θα πρέπει να είναι ένα μίγμα χαμηλού βασικού μισθού και εν δυνάμει υψηλών ατομικών και ομαδικών bonus. Επίσης, θα πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένη με το ζήτημα της προαγωγής, της εκπαίδευσης, ή ακόμη και της απόλυσης (που θα πρέπει να πάψει να αποτελεί θέμα ταμπού στη δημόσια συζήτηση για το δημόσιο τομέα), για όσους επιδεικνύουν χρόνια αδιαφορία και ανικανότητα.

Παρόμοια προβλήματα υπάρχουν ασφαλώς και σε κάθε οργανισμό του ιδιωτικού τομέα. Η σημασία, όμως, του δημόσιου τομέα και οι χρόνιες παθογένειες που αντιμετωπίζει, καθιστά αναγκαία, όχι τη δαιμονοποίησή του, αλλά την πλήρη αλλαγή του. Η αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα, μέσα από την σκοπιά της ΔΑΔ, είναι απαραίτητη, όχι μόνο γιατί ο πολίτης, η σχέση του οποίου με το κράτος είναι εχθρική, θα αρχίσει να αισθάνεται πως οι φόροι που αποδίδει στο κράτος έχουν αποτέλεσμα (και αυτό θα είναι ένα πρώτο βήμα για την καλλιέργεια φοροδοτικής κουλτούρας στην ελληνική κοινωνία), αλλά και γιατί αυτό θα δώσει ώθηση στην ιδιωτική πρωτοβουλία, η οποία πλήττεται από την υπερβολική γραφειοκρατία. Μια αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα είναι βέβαιο πως θα μπορέσει να βοηθήσει τη χώρα μας στην προσέλκυση ξένων και εγχώριων ιδιωτικών επενδύσεων, συνεισφέροντας έτσι στην επίλυση του βασικού προβλήματος της Ελλάδος: της ύφεσης και της ανεργίας.