Ως κορυφαία επιλογή για το 2012 προβάλλει η δια βίου μάθηση εν γένει και η απόκτηση πτυχίου MBA συγκεκριμένα, καθώς στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε, όχι μόνο προσφέρει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε όσους αναζητούν εργασία αλλά αποτελούν και σημαντικό παράγοντα επίτευξης προσωπικής ισορροπίας.

Τα σημαντικά πλεονεκτήματα της δια βίου μάθησης και των εκπαιδευτικών σεμιναρίων είναι δεδομένα και αναγνωρισμένα. Το ίδιο ισχύει και για την απόκτηση ενός μεταπτυχιακού, το οποίο δίνει στους κατόχους του σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους στον εργασιακό στίβο, από την αναζήτηση και εύρεση εργασίας μέχρι και την αμοιβή.

Φέτος, εν μέσω οικονομικής κρίσης και ανεργίας, τα εκπαιδευτικά σεμινάρια και η απόκτηση ενός μεταπτυχιακού τίτλου αποκτούν νέο νόημα και προβάλλουν ως κορυφαίες επιλογές, όχι μόνο επαγγελματική αλλά και προσωπική εξέλιξη. Και αυτό γιατί ναι μεν ισχυροποιούν τη θέση του κατόχου τους έναντι του ανταγωνισμού και του δίνουν τη δυνατότητα για υψηλότερες αμοιβές, αλλά του προσφέρουν και σημαντική τόνωση της αυτοπεποίθησής του και άλλα κοινωνικού τύπου αγαθά, τα οποία είχαν αρχίσει να διαταράσσονται ως απόρροια της κοινωνικοοικονομικής κρίσης που βιώνουμε.

«Τα εργαζόμενα στελέχη ενδιαφέρονται περισσότερο για προγράμματα MBA τα οποία προσφέρουν ευρύτητα γνώσεων και δεξιοτήτων και ανοίγουν ορίζοντες καριέρας σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και τις ειδικότητες του μάνατζμεντ. Στις νεαρότερες ηλικίες επιλέγονται προγράμματα MSc μέσω των οποίων οι υποψήφιοι επιδιώκουν αφενός την εξειδικευμένη γνώση και αφετέρου μια δυναμική είσοδο στην αγορά εργασίας» εξηγεί ο Δρ Νικόλαος Α. Μυλωνόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πληροφοριακών Συστημάτων, Αντιπρύτανης του ALBA Graduate Business School at The American College of Greece.

«Μεγαλύτερη απήχηση έχουν τα προγράμματα που συνδέονται άμεσα με την επιχειρησιακή πραγματικότητα, τόσο της Ελλάδας όσο και του εξωτερικού και καταφέρνουν να συνδυάζουν την αριστεία στο πρόγραμμα σπουδών με την αμεσότητα στην επαγγελματική αποκατάσταση» υποστηρίζει ο Γιώργος Ιωάννου, Διευθυντής του ΜΒΑ International στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.

«Οι σχολές που ελκύουν περισσότερους φοιτητές τα τελευταία χρόνια είναι τα τμήματα Πληροφορικής, Τηλεπικοινωνιών, Διοίκησης, και Ψυχολογίας» διευκρινίζει η Αλεξάνδρα Καώνη,MPhil, MBA, Υπεύθυνη Εταιρικών Υποθέσεων του New York College και συνεχίζει: «επίσης, τα τμήματα Επικοινωνίας λόγω της ανάπτυξης των πολλών και διαφορετικών μέσων και Αγγλικής Φιλολογίας, λόγω των πολλών επαγγελματικών επιλογών, έχουν γίνει περιζήτητα».

Αναφορικά με τα εκπαιδευτικά σεμινάρια, η Ράνια Χατζηθεοδώρου, Director Professional Studies Dpt στην Pro Seminars Executive Professional Studies, δηλώνει: «Μεγάλη απήχηση έχουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα που οδηγούν, κατόπιν εξετάσεων, σε πιστοποιήσεις με Διεθνή αναγνώριση και αυτά που δίνουν τη δυνατότητα διαφοροποίησης στην αγορά εργασίας κυρίως μέσα από πρακτική εφαρμογή και φυσικά όλα τα σεμινάρια που είναι εναρμονισμένα με τις παγκόσμιες αγορές. Οι συνεχείς αλλαγές και εξελίξεις κάνουν απαραίτητη την παρακολούθηση σεμιναρίων από τους εργαζόμενους. Πέρα από την ουσία της γνώσης, τους βοηθά και τους διευκολύνει στην καθημερινή αντιμετώπιση και επίλυση θεμάτων».

Από την πλευρά του, ο Άγγελος Ψαράς, Manager της Altium Training, υποστηρίζει ότι η μεγαλύτερη απήχηση σε επίπεδο εκπαιδευτικών προγραμμάτων-σεμιναρίων κινείται σε τρεις άξονες.

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον ίδιο, οι τρεις άξονες είναι οι εξής:
α. εξειδικευμένα και σχετικά μικρής διάρκειας σεμινάρια σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις στον ιδιαίτερο τομέα ενδιαφέροντος του επαγγελματία, όπως π.χ. αλλαγές στο κανονιστικό και νομοθετικό πλαίσιο,
β. Επαγγελματικές πιστοποιήσεις και
γ. Workshops που στοχεύουν στην ανάπτυξη και βελτίωση των soft skills.

«Αυτή τη δύσκολη εποχή που διανύουμε, όλοι αλλάζουμε και προσαρμοζόμαστε στα νέα δεδομένα» λέει ο Βασίλης Βασιλειάδης, Διευθυντής Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων της ΟΤΕAcademy» και συνεχίζει: «έτσι και οι περισσότεροι εργαζόμενοι ενδιαφέρονται για προγράμματα τα οποία αυξάνουν την ανταγωνιστικότητά τους στην αγορά εργασίας. Αυτό επιτυγχάνεται με την περαιτέρω εξειδίκευση σε νέες τεχνολογίες (πληροφορικής, τηλεπικοινωνιών, κοινωνικών δικτύων), project management κ.λπ.».


Καλύτερες εργασιακές προοπτικές
Το γεγονός ότι οι φοιτητές που κάνουν πρόγραμμα ΜΒΑ αντιμετωπίζουν καλύτερες εργασιακές προοπτικές και αμείβονται με υψηλότερους μισθούς και τη χρονιά που διανύουμε, «φωτίζει» παγκόσμια έρευνα, που διενεργήθηκε για 3η συνεχή χρονιά από το αμερικάνικο Graduate Management Admissions Council (GMAC). Στην έρευνα 2011 Year-End Poll of Employers του GMAC συμμετείχαν 216 από τους μεγαλύτερους εργοδότες στις ΗΠΑ, εταιρείες που εδρεύουν στην Ευρώπη και εταιρείες με παγκόσμια παρουσία και δραστηριότητα.

Η έρευνα αποκαλύπτει ότι οι περισσότερες εταιρείες είναι αισιόδοξες για την ανάκαμψη της οικονομίας και επιπλέον δείχνουν ενδιαφέρον να επεκτείνουν την πελατειακή τους βάση και ως εκ τούτου επιθυμούν να προσλάβουν περισσότερους εργαζόμενους.

Τα τρία βασικά συμπεράσματα της έρευνας για το 2012 συνοψίζονται ως εξής:

  • Η πρόθεση για νέες προσλήψεις βρίσκεται σε άνοδο. Περισσότερες εταιρείες προγραμματίζουν να προσλάβουν ταλέντα που αποφοίτησαν πρόσφατα και επιπλέον σχεδιάζουν να προσλάβουν περισσότερους αποφοίτους ΜΒΑ.
  • Οι εκτιμήσεις όσον αφορά στους μισθούς παραμένουν δυναμικές. Περίπου το 33% των εταιρειών που σχεδιάζει να προσλάβει κατόχους ΜΒΑ αυτήν τη χρονιά υποστηρίζει ότι αναμένεται να αυξήσει τους μισθούς. Επιπλέον, πάνω από το 25% των εταιρειών που σχεδιάζει να προσλάβει κατόχους μεταπτυχιακών τίτλων στη διοίκηση επιχειρήσεων σχεδιάζει να αυξήσει τους αρχικούς μισθούς.
  • Ανοδικές εμφανίζονται οι τάσεις για τη δυνατότητα πρακτικής άσκησης εντός των επιχειρήσεων. Το 69% των εργοδοτών που συμμετείχε στην παραπάνω έρευνα υποστηρίζει ότι θα παράσχει τη δυνατότητα αμειβόμενης πρακτικής άσκησης σε φοιτητές ΜΒΑ αυτήν τη χρονιά και άνω του 50% των επιχειρήσεων σχεδιάζει να προσφέρει την ευκαιρία αμειβόμενης πρακτικής άσκησης σε φοιτητές με μεταπτυχιακούς τίτλους στη διοίκηση επιχειρήσεων.

Γιατί σήμερα;
«Με δεδομένο ότι διανύουμε μια περίοδο ασυνέχειας, είναι η πιο κατάλληλη στιγμή για ένα στέλεχος να διευρύνει τις γνώσεις του, ώστε να είναι κατάλληλα τοποθετημένο στη νέα μορφή ανάπτυξης που θα βιώσει η Ευρώπη και η χώρα μας τα επόμενα χρόνια» τονίζει ο Γ. Ιωάννου ενώ η Ρ. Χατζηθεοδώρου υποστηρίζει:

«Ο κυρίαρχος λόγος για να οδηγηθεί ένα στέλεχος στη διεύρυνση των γνώσεών του είναι οι καθημερινά αυξανόμενες γνωστικές απαιτήσεις που καθιστούν αναγκαία την επικαιροποίηση και ενίοτε και την επανεκπαίδευση των στελεχών στα επαγγελματικά τους αντικείμενα» και διευκρινίζει: «ένας άλλος λόγος είναι η επαγγελματική αναγνωρισιμότητα και η αναγκαία “δια βίου” μάθηση όπως και η ανάγκη πρακτικής αντιμετώπισης και επίλυσης θεμάτων και προβλημάτων που προκύπτουν στην εργασιακή καθημερινότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι ζούμε σε μια εποχή που οι εξελίξεις καθορίζονται από την αγορά η οποία δεν έχει ανάγκη από “τυπικούς” τίτλους σπουδών αλλά από ουσιαστική πρακτική γνώση που προσδίδει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα».

«Ένας επαγγελματίας θα πρέπει συνεχώς να αναπτύσσει τις γνώσεις και ικανότητές του και όχι μόνο αν συντρέχει κάποιος λόγος. Πιθανώς, όμως η αλλαγή αντικειμένου ή η ανάληψη νέων καθηκόντων να είναι συνήθη τέτοια ερείσματα. Επίσης, στην τρέχουσα συγκυρία πολλοί επαγγελματίες προσπαθούν να κάνουν πιο “marketable” τον εαυτό τους στην αγορά εργασίας σε περίπτωση που χρειαστεί να αναζητήσουν μια νέα θέση είτε στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό» εξηγεί ο Α. Ψαράς.

«Οι εργοδότες αναγνωρίζουν ότι η ανταγωνιστικότητα της επιχείρησή τους όσο και η διατήρηση ανθρώπινου δυναμικού με υψηλό ηθικό εξαρτώνται σημαντικά από το πόσο η εταιρεία ενθαρρύνει ή και επενδύει στην εκπαίδευση των στελεχών της» δηλώνει η Αλ. Καώνη και διευκρινίζει ότι «αν και τα αποτελέσματα μιας τέτοιας επένδυσης δεν είναι άμεσα μετρήσιμα, οι σύγχρονες επιχειρήσεις έχουν αντιληφθεί ότι ο καλά εκπαιδευμένος και καταρτισμένος εργαζόμενος σε έναν εκπαιδευτικό φορέα, όπου διασφαλίζεται η απόκτηση γνώσης σε συνδυασμό με εργασιακές, προσωπικές και μεταβιβάσιμες δεξιότητες, δεν αποτελεί έξοδο στον ισολογισμό του αλλά περιουσιακό στοιχείο με μεγάλη αξία και δύσκολα αντικαταστάσιμο».

«Η εποχή μας, όπως όλοι γνωρίζουμε, χαρακτηρίζεται από την ταχύτητα των αλλαγών. Η ικανότητα και η δυνατότητα του στελέχους να παραμείνει επίκαιρο ώστε να διαχειριστεί τις αλλαγές του σήμερα αλλά και τις επερχόμενες αλλαγές είναι ο βασικότερος λόγος που το οδηγεί στη διεύρυνση των γνώσεων του. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες 1 στους 2 εργαζόμενους φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του, ενώ  μόνο 1 στους 3 πιστεύει ότι θα μπορέσει να βρει στους επόμενους μήνες ανάλογη εργασία με αυτή που έχει» επισημαίνει ο Β. Βασιλειάδης.

Στους βασικούς λόγους που ένα στέλεχος μπορεί να οδηγηθεί στη διεύρυνση των γνώσεών του αναφέρθηκε και ο Δρ Ν. Α. Μυλωνόπουλος δηλώνοντας χαρακτηριστικά: «πρώτον, υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός για θέσεις εργασίας, και οι επιχειρήσεις προσλαμβάνουν πλέον μόνο τους εξαιρετικούς και τους άριστους υποψήφιους. Δεύτερον, καθένας πρέπει να είναι προετοιμασμένος να αλλάξει πολλούς εργοδότες, πολλές διαφορετικές δουλειές και σε διαφορετικούς κλάδους, σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα. Τρίτον, για μεγάλη μερίδα ανθρώπων, η καλύτερη διέξοδος είναι να αναλάβουν οι ίδιοι επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Τέταρτον, για να μπορέσει κάποιος να διεκδικήσει με αξιώσεις θέσεις εργασίας στο εξωτερικό, όπου ο ανταγωνισμός είναι ακόμα εντονότερος και πέμπτον, διότι οι ραγδαίες εξελίξεις στην οικονομία και την τεχνολογία απαιτούν από όλους ακόμα μεγαλύτερη και συχνότερη προσαρμοστικότητα».


Back to basics
Πάντως, πέρα από τα οικονομικά και εργασιακά οφέλη που προσφέρουν, η δια βίου μάθηση και η απόκτηση ενός μεταπτυχιακού τίτλου, φαίνεται ότι αποκτούν ουσιαστικό ρόλο συνολικά στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Και αυτό γιατί έχουν θετικό αντίκτυπο στην προσωπικότητά του, εξοπλίζοντάς τον με απαραίτητα εφόδια για την προσωπική του ανάπτυξη. Και ιδίως εν μέσω της οικονομικής κρίσης που ανατρέπει τα δεδομένα και επηρεάζει αρνητικά την ψυχολογία του σύγχρονου ανθρώπου, φαίνεται ότι η εκπαίδευση μπορεί να του ξαναδώσει την απαραίτητη ισορροπία.

Μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, περισσότερη αυτοπεποίθηση, μία νέα θετική εικόνα για τον εαυτό τους και μία ισχυρή αίσθηση του «ανήκειν» είναι μερικά μόνο από τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει η δια βίου μάθηση, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του School of Health, Community and Education Studies του Northumbria University.

Ο Dr Mick Hill διαφοροποιεί τα αποτελέσματα της εν λόγω έρευνας και δίνει έμφαση στα προσωπικά οφέλη που αποκομίζει κανείς, μέσω της δια βίου μάθησης: «Όταν οι άνθρωποι μιλούν για δια βίου μάθηση, συνήθως τη συνδέουν με την απόκτηση επαγγελματικών δεξιοτήτων και με τη δυνατότητα ανεύρεσης εργασίας. Η συγκεκριμένη έρευνα όμως προσπάθησε να επικεντρωθεί σε λιγότερο απτά οφέλη, όπως η φιλία, η κοινωνική υποστήριξη, η υγεία, η καλοζωία και το κοινωνικό κεφάλαιο».

H έρευνα διεξήχθη σε πόλη της Νοτιοανατολικής Αγγλίας, με τη συμμετοχή ανθρώπων που είχαν λάβει μέρος σε διάφορα projects δια βίου μάθησης. Αυτό που αποκάλυψε η έρευνα είναι -σύμφωνα με τον καθηγητή- εξαιρετικά θετικό. Οι συμμετέχοντες σε προγράμματα δια βίου μάθησης αποκτούν μία θετική εικόνα για τον εαυτό τους και μία ισχυρή αίσθηση του ανήκειν, ενώ παράλληλα επιτυγχάνουν προσωπική ανάπτυξη, που τους δίνει τη δυνατότητα να λάβουν θετικές αποφάσεις όταν αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις σε διάφορες σημαντικές φάσεις της ζωής τους.

Πολλοί από τους συμμετέχοντες στην έρευνα αναγνώρισαν και τον ζωτικής σημασίας ρόλο που έχει παίξει ο εκάστοτε εκπαιδευτικός οργανισμός στη ζωή τους, δίνοντάς της νόημα και σκοπό. «Σε γενικές γραμμές θα χαρακτήριζα τις ιστορίες που μας έχουν περιγράψει ως «ιστορίες επιτυχίας» που έχουν θετικό αντίκτυπο στην προσωπική ταυτότητα, στην υγεία και στην καλοζωία.

Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι η δια βίου μάθηση εν δυνάμει βελτιώνει την πνευματική και τη σωματική υγεία των ανθρώπων», εξηγεί σχετικά μεταφέροντας στην ουσία τη συζήτηση για τα οφέλη της δια βίου μάθησης πέρα από την επαγγελματική αποκατάσταση και καταξίωση σε κάτι εξίσου σημαντικό στις μέρες μας, στην προσωπική ανάπτυξη, την κοινωνικοποίηση και τη δημιουργία πιο ισορροπημένων προσωπικοτήτων.

Επανακάμπτει η ευρωπαϊκή αγορά MBA
Τα σημαντικά πλεονεκτήματα που προσφέρει ένας τίτλος ΜΒΑ στον κάτοχό του, αλλά και η δυνατότητα γρήγορης απόσβεσης της επένδυσης σε αυτόν, φαίνεται ότι αποτελούν σημαντικό κίνητρο για τους νέους σήμερα, με αποτέλεσμα -παρά το υψηλό κόστος και με δεδομένη τη δυσμενή οικονομική συγκυρία- να αυξάνεται σημαντικά τη χρονιά που διανύουμε η ζήτηση για προγράμματα ΜΒΑ.

Αντίστοιχα, αυξάνεται και πάλι η ζήτηση για αποφοίτους ΜΒΑ από τους μεγαλύτερους εργοδότες. Αυτό τουλάχιστον δείχνουν δύο από τις σημαντικότερες παγκόσμιες έρευνες για τα προγράμματα MBA που δόθηκαν στη δημοσιότητα το Φεβρουάριο και σύμφωνα με τις οποίες οι μισθοί και ο ρυθμός προσλήψεων για αποφοίτους ΜΒΑ στην Ευρώπη, ανακάμπτουν, μετά από μία τριετία πτώσης.

Επιπλέον, βάσει και των δύο ερευνών το ΜΒΑ αποτελεί ένα σημαντικό προσόν που έχει διατηρήσει το πολύ υψηλό ROΙ του, παρά την οικονομική κρίση. Για τους αποφοίτους MBA, η εργασιακή εικόνα στην Ευρώπη είναι πολύ πιο ευνοϊκή απ’ ό,τι για τους μη κατόχους ΜΒΑ. Σύμφωνα με την έρευνα GMAC Alumni Perspectives Survey 2012, μόλις το 6% των αποφοίτων MBA που συμμετείχαν στην έρευνα δεν είχαν βρει ακόμα εργασία, ποσοστό πολύ χαμηλότερο έναντι των ανέργων που δεν κατέχουν πτυχίο ΜΒΑ. Σύμφωνα με τη Eurostat, ο ρυθμός ανεργίας διαμορφώθηκε στο 10,3% τον Οκτώβριο του 2011 στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ταύτιση με τα παραπάνω ευρήματα έχει και η έρευνα QS TopMBA.com Jobs and Salaries Trends Report 2011/12. Η εν λόγω έρευνα προσθέτει ότι η πρόσληψη κατόχων ΜΒΑ στην Ευρώπη έχει αυξηθεί κατά 7% τους τελευταίους 12 μήνες, μετά από την πτωτική πορεία που ακολούθησε από το 2009 μέχρι και τις αρχές του 2011. Παρά τη συνεχιζόμενη οικονομική αστάθεια και τους συγκρατημένους ρυθμούς πρόσληψης, η ζήτηση για MBA στη Δυτική Ευρώπη έχει ενταθεί, με ιδιαίτερη δυναμική στη Μεγάλη Βρετανία (ανάπτυξη 34%) και τη Γερμανία (ανάπτυξη 28%), με ώθηση από τον συμβουλευτικό και τον βιομηχανικό κλάδο.

Ο Nunzio Quacquarelli, managing director της QS, της εξειδικευμένης εταιρείας που διενεργεί ετησίως το QS TopMBA.com Jobs and Salary Trends Report, προβλέπει ότι θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο η ζήτηση στο άμεσο μέλλον. Συγκεκριμένα, προβλέπει ότι το μεγάλο άλμα που παρατηρήθηκε στη ζήτηση αποφοίτων ΜΒΑ από τους εργοδότες τη διετία 2010-2011, θα επεκταθεί το 2012 σε όλους τους μεγάλους κλάδους που παραδοσιακά απορροφούν αποφοίτους ΜΒΑ, με μόνη πιθανή εξαίρεση τον κλάδο των οικονομικών υπηρεσιών.

Ο Dominique D’Arcy , manager της υπηρεσίας διαχείρισης σταδιοδρομίας του Manchester Business School, δηλώνει ότι ενώ στην αρχή της ύφεσης οι recruiters ήταν απόλυτα διστακτικοί στο να κάνουν οποιαδήποτε δέσμευση, σήμερα βλέπουμε μία συνεχή αύξηση στην προσέλκυση στελεχών στο χώρο της ενέργειας και της τεχνολογίας, ενώ επίσης ζωηρός είναι ο κλάδος των συμβουλευτικών υπηρεσιών, προσφέροντας ένα δυναμικό πεδίο ευκαιριών για τους κατόχους ΜΒΑ.


Υψηλό return on investment
Ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες, ίσως και ο σημαντικότερος, για να ξεκινήσει κάποιος ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών είναι ο χρόνος που θα χρειαστεί για να αποσβέσει το κόστος παρακολούθησης και ολοκλήρωσης του προγράμματος. Όπως προκύπτει από τις παραπάνω έρευνες, το ΜΒΑ προσφέρει σε γενικές γραμμές απόσβεση της επένδυσης σε 4 χρόνια κατά μέσο όρο, ενώ οι κάτοχοι ΜΒΑ, σε περίοδο 10 ετών μετά την αποφοίτηση, έχουν διπλασιάσει σχεδόν το ROI.

Χαρακτηριστικά αναφέρεται το παράδειγμα του Lisbon MBA στην Πορτογαλία, το οποίο αποτελεί joint venture μεταξύ των business schools Nova SBE και Catσlica-Lisbon. Το full-time πρόγραμμα έχει δίδακτρα 33.000 ευρώ ετησίως, στα οποία περιλαμβάνεται η διδασκαλία στο Sloan School of Management του MIT καθώς επίσης και μία καλοκαιρινή πρακτική εκπαίδευση. Όπως λέει η έρευνα του QS, TopMBA.com Applicant Survey, ο μέσος μισθός πριν ξεκινήσει κάποιος πρόγραμμα ΜΒΑ διαμορφώνεται στα 33.450 ευρώ, ενώ σύμφωνα με το business school, ο μέσος μισθός για αυτούς που ολοκληρώνουν το full-time MBA του ανέρχεται σε 58.600 ευρώ.

Πρόκειται δηλαδή για αύξηση του μισθού κατά 25.150 ευρώ. Αν υπολογίσει κανείς ότι η παρακολούθηση του προγράμματος κοστίζει 33.000 ευρώ (συν τα λοιπά έξοδα), τότε αντιλαμβάνεται ότι είναι πιθανόν ο απόφοιτος να επιτύχει απόλυτη απόσβεση του κεφαλαίου του σε περίοδο δύο ετών. Αυτό ισχύει για τα περισσότερα business schools σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά κυρίως για αυτά που βρίσκονται στη Δυτική Ευρώπη και τη Β. Αμερική.

Αν συνυπολογιστεί μάλιστα η δυνατότητα να λάβει κανείς υποτροφία για ΜΒΑ ή την προοπτική ενός bonus ετήσιας απόδοσης, τότε η επιλογή ενός προγράμματος ΜΒΑ μπορεί να είναι εξαιρετικά ελκυστική. Ειδικά η προοπτική του bonus, όπως λέει η έρευνα του QS, μπορεί να αποτελέσει πολλές φορές σημαντικό κίνητρο για την απόκτηση ενός πτυχίου.

Σύνδεση με τις επιχειρηματικές επιδόσεις
Η σημασία της απόκτησης ενός μεταπτυχιακού τίτλου αλλά και της δια βίου μάθησης εν γένει αποδεικνύεται μείζονος σημασίας για τη σύγχρονη επιχείρηση, καθώς θεωρείται ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να δημιουργηθούν ηγέτες που θα την οδηγήσουν στην επιτυχία. Και αυτό γιατί η δια βίου μάθηση συνδέεται άμεσα με την αποτελεσματικότητα των managers η οποία σε πολλές περιπτώσεις αμφισβητείται -ιδίως εν μέσω της οικονομικής κρίσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αγορά της Μεγάλης Βρετανίας, όπου πρόσφατη έρευνα καταγράφει την πλειοψηφία των managers ως αναποτελεσματικούς.

Η έρευνα διενεργήθηκε το 2010 από το Chartered Management Institute (CMI) και τη συμβουλευτική εταιρεία HR, Penna, με σκοπό να διερευνήσει τα οφέλη που εισπράττει μία επιχείρηση από την ανάπτυξη δεξιοτήτων διοίκησης και ηγεσίας από τους managers. Η έρευνα «δείχνει» σαφή συσχέτιση μεταξύ της απόδοσης ενός οργανισμού και των δεξιοτήτων διοίκησης- μόλις το 39% των managers σε επιχειρήσεις με χαμηλές επιδόσεις θεωρούν ότι οι line managers είναι αποτελεσματικοί, ενώ αντίστοιχα στις επιχειρήσεις που σημειώνουν υψηλές επιδόσεις το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 80%.

Η έρευνα, την οποία διενήργησε το Henley Business School, συγκέντρωσε στοιχεία από πάνω από 4.500 managers, στους οποίους περιλαμβάνονται πάνω από 300 CEOs και 550 HR managers.

Χάσμα… αποτελεσματικότητας
Όπως λένε οι συγγραφείς της, η έρευνα αποδεικνύει ότι οι δράσεις ανάπτυξης δεξιοτήτων ηγεσίας και διοίκησης μπορούν να οδηγήσουν τις επιδόσεις των εργαζομένων σε αύξηση 32% και κατά 23% στη συνολική απόδοση ενός οργανισμού. Και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε οργανισμούς όλων των κλάδων και όλων των μεγεθών.

Επίσης, υποστηρίζει ότι πολύ λίγοι εργοδότες κάνουν τις κατάλληλες κινήσεις προκειμένου να διασφαλίσουν το ROI αυτών των δραστηριοτήτων που παρέχουν στους εργαζομένους τους.

Ενώ οι περισσότεροι από αυτούς επενδύουν σε ενέργειες ανάπτυξης διοίκησης και ηγεσίας (26 διαφορετικούς τύπους καταγράφει η έρευνα), με το μέσο manager να έχει «εκτεθεί» σε πάνω από 6 τέτοιου τύπου δραστηριότητες τα τελευταία τρία χρόνια, οι μορφές training δεν είναι πάντα αυτές που κρίνονται από τους ίδιους τους managers ως πιο αποτελεσματικές. Η πιστοποιημένη εκπαίδευση, στην οποία περιλαμβάνεται το ΜΒΑ, και η πιστοποίηση από επαγγελματικούς φορείς κρίνονται ως οι πιο αποτελεσματικές στις ατομικές επιδόσεις των εργαζομένων. Η αποτελεσματικότητα των διαφορετικών τύπων training ποικίλλει επίσης στα διαφορετικά επίπεδα διοίκησης.

Για παράδειγμα, πολλοί CEOs εύχονται να είχαν πρόσβαση στο coaching νωρίτερα στην καριέρα τους, ενώ οι επαγγελματικές πιστοποιήσεις θεωρούνται ως πιο αποτελεσματικές για νέους και junior managers.

Η έρευνα δείχνει επίσης ότι οι οργανισμοί με υψηλές επιδόσεις δαπανούν ετησίως κατά μέσο όρο 36% περισσότερο σε δράσεις ανάπτυξης σχετικών δεξιοτήτων ανά μάνατζερ, σε σχέση με τις εταιρείες που έχουν χαμηλότερες επιδόσεις (1.738 λίρες, έναντι 1.275 λίρες), με τη μέση δαπάνη ανά μάνατζερ να διαμορφώνεται στους βρετανικούς οργανισμούς στις 1.414 λίρες ετησίως. Τέλος, παρατηρείται διαφοροποίηση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Συγκεκριμένα, οι οργανισμοί του δημοσίου τομέα δαπανούν κατά μέσο όρο 1.515 λίρες ανά manager τον χρόνο, ενώ ο ιδιωτικός τομέας 1.416 ευρώ και οι Μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί 1.133 λίρες.

Η έρευνα αναφέρει τέλος ότι για τη μεγιστοποίηση της απόδοσης της επένδυσης σε δράσεις ανάπτυξης διοίκησης και ηγεσίας, το training πρέπει να υποστηρίζει τις προτεραιότητες της επιχείρησης και οι δεξιότητες που διδάσκονται πρέπει να συνδέονται άμεσα με τις ανάγκες της εκάστοτε επιχείρησης. Η αφοσίωση της ανώτατης διοίκησης σε αυτές τις δράσεις είναι επίσης μείζονος σημασίας: Οι CEOs και η ανώτατη διοίκηση θα πρέπει να δείχνουν τη δική τους αφοσίωση στην εκπαίδευση και να λειτουργούν οι ίδιοι ως πρότυπα.


Αξιολόγηση δράσεων και πολιτική απόφαση
Η παραπάνω έρευνα παρέχει, επίσης, μία σειρά από πρακτικές ερωτήσεις που θα πρέπει να εξετάζουν οι εργοδότες όπως: Η σπουδαιότητα της αξιολόγησης: Με ποιον τρόπο αξιολογείτε τις δραστηριότητες ανάπτυξης προκειμένου να διαπιστώσετε αν ευθυγραμμίζονται με τους επιχειρηματικούς στόχους και να επιτύχετε τη μέγιστη απόδοση;

Η δημιουργία ενός πλούσιου εκπαιδευτικού περιβάλλοντος: Παρέχετε στους εργαζόμενους ένα επαρκές εκπαιδευτικό περιβάλλον, προσφέροντάς τους coaching, πρόσβαση σε πηγές e-learning και σε εξωτερικά δίκτυα;

Τέλος, ζητά από την πολιτική ηγεσία να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στη βελτίωση των διοικητικών δεξιοτήτων και της απόδοσης των οργανισμών, κυρίως όσον αφορά στις μεσαίες επιχειρήσεις.

Οι προτεινόμενες δράσεις περιλαμβάνουν:

  • Την ένταξη των δεξιοτήτων ηγεσίας και διοίκησης στην ευρύτερη στρατηγική για την ανάπτυξη, σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
  • Την πρόσβαση σε δραστηριότητες ανάπτυξης διοίκησης και ηγεσίας, μέσα από το σχολείο και το κολέγιο σε νέους ανθρώπους.
  • Την ανάληψη ενεργού ρόλου από την πολιτική ηγεσία στην προώθηση της εκπαίδευσης υψηλού επιπέδου, προωθώντας παράλληλα τη συνεργασία μεταξύ εργοδοτών, business schools και επαγγελματικών φορέων.
  • Τη στρατηγική επένδυση στην ανάπτυξη δεξιοτήτων διοίκησης και ηγεσίας στο δημόσιο τομέα.

Viewpoint: Εργασιακά εφόδια
Η αρνητική τροπή των εξελίξεων στη χώρα μας, έχει καταστήσει σε όλους μας σαφές ότι η εργασιακή, αλλά και η επιχειρηματική πορεία, όχι μόνο δεν είναι προκαθορισμένη και ευθύγραμμη, αλλά πολλές φορές δεν είναι και ομαλή.

Τα δυο σημεία στα οποία πρέπει να επικεντρωθούμε, μιλώντας για εργασιακή επιμόρφωση, είναι αυτά της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Και αυτό γιατί το ζητούμενο είναι πάντοτε η βιωσιμότητα, είτε πρόκειται για την καριέρα ενός ατόμου, είτε για τη λειτουργία μιας επιχείρησης. Από την πλευρά του εργαζόμενου, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι τι είδους εργασιακά εφόδια είναι απαραίτητα ώστε να είναι παραγωγικός και ανταγωνιστικός. Σε αυτή την κατεύθυνση, αναλαμβάνει την πρωτοβουλία η επιχείρηση, συσχετίζοντας τις ανάγκες και τους στόχους της με την προσδοκώμενη απόδοση του εργαζόμενου.

Όσον αφορά στο εξειδικευμένο στάδιο της απόκτησης εργασιακών εφοδίων, είναι σαφές ότι ο εργοδότης πρέπει να κατανοήσει την αξία της επιμόρφωσης σήμερα στην Ελλάδα η οποία είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά αναγκαία, σε ένα κλίμα γενικής αβεβαιότητας. Η αβεβαιότητα ωστόσο δεν είναι μόνο επιχειρηματική, αλλά και εργασιακή. Γι’ αυτό ο σχεδιασμός, πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις επιμορφωτικές ανάγκες ή ακόμα και τις φιλοδοξίες των εργαζόμενων. Πρόκειται με άλλα λόγια για σχέση συνεργασίας που καλούνται να αναπτύξουν εργαζόμενοι και εταιρείες ώστε και οι δύο πλευρές να αποκομίσουν τα μέγιστα οφέλη με μικρά, σταθερά και κατάλληλα σχεδιασμένα βήματα.

Ίσως είναι παράλογο να ζητάμε από έναν εργαζόμενο να εκφράσει τις επιμορφωτικές του ανάγκες και τους στόχους του σε μία εταιρεία που προβαίνει σε περικοπές προσωπικού ή μειώσεις αποδοχών. Επίσης, θα φαινόταν -μακροσκοπικά- παράλογο αν ζητούσαμε από έναν εργοδότη να επενδύσει στην εργασιακή επιμόρφωση, τη στιγμή που δυσκολεύεται να καλύψει τα λειτουργικά του έξοδα. Οι επιχειρήσεις όμως, ακόμα και σε περιόδους οικονομικής κρίσης, θα συνεχίσουν να επανδρώνονται από ανθρώπους και να εξαρτώνται από την επιλογή των τελευταίων για να αποδίδουν τα μέγιστα.

Εν κατακλείδι, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ενώ γνωρίζαμε μέχρι πρόσφατα σε ικανοποιητικό βαθμό τις απαντήσεις για το σχεδιασμό της εργασιακής επιμόρφωσης, δυστυχώς, άλλαξαν οι ερωτήσεις. Ως εκ τούτου θεωρώ χρήσιμο να εγκλιματιστούν εργοδότες και εργαζόμενοι σε ένα νέο περιβάλλον, που βρίθει μεν αντιξοοτήτων αλλά δίνει την ελπίδα για μια καινούργια αρχή, παραγωγική, ανταγωνιστική, βιώσιμη.

Αναστασία Ασημακοπούλου, Υπεύθυνη Ανθρώπινου Δυναμικού, Φαρμανέλ Φαρμακευτική Α.Ε.