To Coaching και το Mentoring αποτελούν μια λύση για τις επιχειρήσεις, προκειμένου να βοηθήσουν αφενός στην εξέλιξη των εργαζόμενων τους και αφετέρου στην αύξηση της αποδοτικότητάς τους. Ποιες είναι οι τάσεις που επικρατούν σήμερα; Πώς επιλέγεται ο κατάλληλος συνεργάτης και ποιο είναι το σημείο κλειδί;

Στην γνωστή, πολυαγαπημένη και, πλέον, κλασσική ταινία του 1984 «The Karate Kid» (και στις συνέχειες της) σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η σχέση μεταξύ των δύο βασικών πρωταγωνιστών: του 17χρονου Ντάνιελ και του, αρκετά γηραιότερου, κυρίου Μιγιάγκι. Ο Ντάνιελ, έχοντας πρόσφατα μετακομίσει, προσπαθεί να βρει τις καινούργιες ισορροπίες στο σχολείο, στον έρωτα και στη ζωή, μέχρι που σε αυτήν εμφανίζεται ο ευγενικός Αμερικανοιάπωνας, ο οποίος, πέραν από την εκμάθηση του καράτε για λόγους άμυνας, καταφέρνει να οδηγήσει το νεαρό πρωταγωνιστή στο να εξελίξει τον εαυτό του προς το καλύτερο. Στην σχέση αυτή των δύο κινηματογραφικών ηρώων, μπορούν να παρατηρηθούν αρκετά, ρομαντικά αν μη τι άλλο, στοιχεία αυτού που ονομάζεται Coaching και Mentoring. Ωστόσο, τι ακριβώς εννοούμε με αυτούς τους δύο όρους;

ΕΞ ΟΡΙΣΜΟΥ
Το Coaching είναι μια διαδικασία που στοχεύει στη βελτίωση της απόδοσης, εστιάζοντας περισσότερο στο «εδώ και τώρα» και όχι στο μακρινό παρελθόν ή το μέλλον. Ουσιαστικά, ο Coach δεν αποτελεί, αναγκαστικά, κάποιον ειδήμονα, αλλά ένα άτομο που διευκολύνει τη διαδικασία της μάθησης. Με απλά λόγια, ο Coach είναι αυτός που θα βοηθήσει το άτομο να βελτιώσει την απόδοσή του, υποστηρίζοντάς το στο να μάθει. Η λογική των αποτελεσματικών Coaches είναι ότι το άτομο διαθέτει την απάντηση στα δικά του προβλήματα, αλλά χρειάζεται βοήθεια για να την βρει. Το Mentoring, ιδιαίτερα με την παραδοσιακή έννοια, επιτρέπει σε ένα άτομο να «βαδίσει στα χνάρια» ενός μεγαλύτερου και, σίγουρα, εμπειρότερου συναδέλφου του, ο οποίος μπορεί να μεταδώσει την γνώση και την εμπειρία του, αλλά και να ανοίξει τον δρόμο προς νέες ευκαιρίες.

Όπως επισημαίνει η Βαρβάρα Ασημακοπούλου, Leadership Coach, ICF PCC και Founder της HRE: «To coaching είναι κάτι παραπάνω από μεθοδολογία ή διαδικασία προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης. Είναι ένας τρόπος ζωής με οφέλη για όλους. Όσοι επιδιώκουν πρόοδο, με ταυτόχρονη θετική επιρροή στο περιβάλλον τους, εκτιμούν στην καθημερινότητά τους την σπουδαιότητα της επικοινωνίας μέσω ερωτήσεων και όχι κατευθύνσεων. Η αποτελεσματικότητα του coach εξαρτάται από την επιδεξιότητα του επαγγελματία coach και την ανοιχτότητα στο καινούργιο και στην προσωπική αλλαγή του coachee. To mentoring λειτουργεί αποτελεσματικά μέσω της σωστής επιλογής του mentor και τη διάθεση του mentee να αξιοποιήσει τον πλούτο των γνώσεων και των εμπειριών του mentor. Η διαφορά του coaching έναντι του mentoring είναι ότι ο coach δεν συμβουλεύει, αλλά παρακινεί να βρει ο ίδιος ο coachee τις λύσεις, ενώ ο mentor μπορεί να κατευθύνει ή να συμβουλεύσει. Καλύτερα αποτελέσματα στο mentoring επιτυγχάνονται όταν ο mentor είναι εκπαιδευμένος στις coaching δεξιότητες».

Σχετικά με την αποτελεσματικότητα του Coaching, ο Άγγελος Δερλώπας, MSc, PCC – Managing partner της Positivity Coaching σημειώνει ότι: «Στο coaching λέμε πως αν στο τέλος μια συνεδρίας δεν έχουμε μιλήσει για ενέργειες και δράση, τότε μάλλον… δεν κάναμε ποτέ coaching! Όπως στο coaching, έτσι και στο mentoring, ο σκοπός -σε διαφορετικό συνεργατικό πλαίσιο φυσικά- είναι η μάθηση μέσω του αναστοχασμού, η ανάπτυξη δεξιοτήτων, ο χειρισμός προκλήσεων με επιδεξιότητα και φυσικά η επιτάχυνση των ρυθμών επιτυχίας στα θέματα που αφορούν τον coachee-mentee. Μια αποτελεσματική σχέση coaching και mentoring μόνο μετρήσιμη μπορεί να είναι, καθώς ένας βασικός σκοπός μεταξύ άλλων είναι και αυτός. Κρίνουμε -μη κρίνοντας- εκ του αποτελέσματος. Ο coachee-mentee μπήκε σε δράση, έμαθε ή μαθαίνει, προχωρά. Υπάρχουν ποικίλα διαγνωστικά και ψυχομετρικά εργαλεία που κάνουν ακριβείς μετρήσεις ως προς την αποτελεσματικότητα που είχε το coaching και το mentoring, όμως είναι εξίσου σημαντικό, αν όχι σημαντικότερο, να έχει προσδιοριστεί και συμφωνηθεί επακριβώς εξαρχής το κριτήριο μέτρησης της επιτυχίας του coaching ή του mentoring».

ΜΕΡΙΚΕΣ ΑΠΟΣΑΦΗΝΙΣΕΙΣ
Παρόλο που η διδασκαλία, το coaching, το mentoring και το counselling μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά και δεξιότητες, αποτελούν κάτι τελείως διαφορετικό. Επομένως, έχει μεγάλη σημασία να λαμβάνονται υπόψιν οι διαφορές τους:

  • Διδασκαλία: Στη διδασκαλία εμπλέκεται, συνήθως, ένας εξειδικευμένος εκπαιδευτής που μεταδίδει γνώσεις στους εκπαιδευόμενους. Μπορεί ένας καλός δάσκαλος να χρησιμοποιεί διαδραστικές και συμμετοχικές τεχνικές, εντούτοις υπάρχει σαφέστατα μια ανισορροπία γνώσης, με τον εκπαιδευτή, ως ειδήμονα, να γνωρίζει την «σωστή απάντηση» και να καλείται να την μεταδώσει.
  • Coaching: Στο Coaching η επικρατούσα οπτική είναι ότι το άτομο διαθέτει ήδη τις απαντήσεις στα δικά του προβλήματα. Έτσι, ο Coach δεν είναι, απαραιτήτως, κάποιος ειδήμων σε ένα αντικείμενο, αλλά, αντιθέτως, εστιάζει στο να βοηθήσει το άτομο να «ξεκλειδώσει» τη δυναμική και την προοπτική του. Με απλά λόγια, η εστίαση βρίσκεται στο ίδιο το άτομο, με τον Coach να μην είναι απαραίτητα ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Θεωρητικά, ο καθένας μπορεί να υιοθετήσει μια coaching προσέγγιση με τους άλλους. Ως εκ τούτου, βασική δεξιότητα για το coaching είναι το να τίθονται οι κατάλληλες ερωτήσεις για να βοηθήσουν το άτομο να ξεπεράσει ό,τι το απασχολεί. Όπως, εξάλλου, επισημαίνει και ο Μιγιάγκι στο «Karate Kid»: «η απάντηση είναι σημαντική, μόνο αν έχει γίνει η κατάλληλη ερώτηση» και «αν (μια επιλογή) προέρχεται από μέσα σου, είναι πάντα η σωστή».
  • Mentoring: Το Mentoring είναι πολύ κοντινό στο Coaching. Σε ένα γενικό πλαίσιο, ένας mentor αποτελεί έναν οδηγό που βοηθά κάποιον να μάθει κάτι ή να αναπτυχθεί γρηγορότερα απ’ ότι θα μπορούσε αφεαυτού του. Στον εργασιακό χώρο, οι mentors συνήθως χαρακτηρίζονται ως τέτοιοι, με γενικότερη αποδοχή και πολλές φορές ανεξαρτήτως θέσης στην ιεραρχία, ενώ κατέχουν υπολογίσιμη εμπειρία και εξειδίκευση. Επίσης, το Mentoring συνήθως εστιάζει στο μέλλον, στην ανάπτυξη της καριέρας και στη διεύρυνση των οριζόντων του ατόμου, σε αντίθεση με το Coaching που τείνει να επικεντρώνεται στο εδώ και τώρα, αντιμετωπίζοντας τα άμεσα προβλήματα και ζητήματα.
  • Counselling: Το Counselling προσομοιάζει με μια θεραπευτική παρέμβαση, αφού εστιάζει στο παρελθόν και βοηθά το άτομο να υπερβεί τα εμπόδια και τα ζητήματα του παρελθόντος, προκειμένου να κάνει το επόμενο βήμα. Επισημαίνεται, βέβαια, ότι εδώ η εστίαση μπορεί να είναι είτε εσωτερική είτε εξωτερική.

Σύμφωνα με τον Βασίλη Αντωνά, Managing Director της IMPACT: «Το mentoring προσφέρεται από κάποιον, ο οποίος κάνει καλύτερα αυτό που κάνει ο mentee, όπως για παράδειγμα η κατασκευή ψάθινων καπέλων. Αν κάποιος που το κάνει πολύ καλά σε υποστηρίξει σε αυτό και εσύ συνεχώς βελτιώνεσαι, τότε είναι μέντοράς σου. Αντίστοιχα, κάποιος ο οποίος θα ασχοληθεί με το γιατί το κάνεις, τι σημαίνει αυτό για εσένα, πώς συνδέεται με το ποιος είσαι, που θες να φτάσεις με αυτό κ.ά, είναι πρακτικά ο coach. Και ας μην έχει ιδέα από ψάθινα καπέλα». Με απλά λόγια, το Mentoring σχετίζεται περισσότερο με πρακτικά ζητήματα, σε αντίθεση με το coaching που στοχεύει σε μια γενικότερη βελτίωση, αλλά και μια «βαθύτερη ανάγνωση».

Για τον Α. Δερλώπα: «Το coaching είναι η “άμαξα” μέσα από την οποία κάποιος οδηγείται στο να πετύχει το στόχο του. Η έννοια του mentoring από την άλλη προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη “μέντορας”, η οποία σήμαινε δάσκαλος, καθοδηγητής. Σε αυτή τη σχέση, ο μέντορας είναι ένα έμπειρο στέλεχος (συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας), ο οποίος συμπεριφέρεται ως υπόδειγμα, δάσκαλος και καθοδηγητής ως προς τον λιγότερο πεπειραμένο. Το mentoring αφορά σε μεταλαμπάδευση σοφίας. Σε αντίθεση με τον coach, ο μέντορας μπορεί να παρέχει συμβουλές στον mentee, ενώ ταυτόχρονα του υποβάλει ερωτήσεις σε μία κατεύθυνση περισσότερο συνολική, που αφορά συχνά θέματα καριέρας. Το mentoring αποτελεί επιλογή όταν η ανάγκη εστιάζει σε θέματα διάχυσης κουλτούρας και μεταφοράς της “tacit” γνώσης. Επίσης, όταν η πρόθεση αφορά στην επένδυση σε νέα ταλέντα αλλά και στην κεφαλαιοποίηση της σοφίας των senior στελεχών, της στοίχισής τους, αλλά και της “επικαιροποίησής” τους μέσα από την ώσμωσή τους με το νέο αίμα».

Συνεπώς, η επιλογή του Coaching ή του Mentoring είναι άμεσα συνυφασμένη με τους στόχους που τίθονται, αφού εξυπηρετούν παρόμοιες, αλλά διαφορετικές ανάγκες, ενώ δεν αποκλείεται και η παράλληλη εφαρμογή τους. «Η διαχωριστική γραμμή είναι λεπτή. Ο mentor μπορεί να είναι και coach, που είναι και το καλύτερο. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Την περίπτωση ανάπτυξης ενός στελέχους για απόκτηση μελλοντικής ηγετικής θέσης. Η επιλογή ενός έμπειρου και επιτυχημένου ηγετικού στελέχους της ίδιας της εταιρείας σε άλλο τμήμα, υψηλά στην ιεραρχία, μπορεί να είναι μια καλή επιλογή εφόσον το στέλεχος αυτό δεν επιθυμεί να δημιουργήσει μια ρεπλίκα, αλλά έναν ηγέτη με δική του ανεξάρτητη προσωπικότητα» αναφέρει η Β. Ασημακοπούλου και συνεχίζει: «Γι’ αυτό τονίζω ότι οι mentors είναι ιδανικό να διαθέτουν coaching δεξιότητες. Η συνεργασία με έναν coach μπορεί να επιταχύνει τη διαδικασία και να λειτουργήσει παράλληλα, αφού μπορεί να λειτουργήσει σε βαθύτερο επίπεδο και να βοηθήσει το στέλεχος να άρει εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια στο μονοπάτι προς την ηγεσία. Η σύγχρονη υποστήριξη και από τους δυο για μένα είναι η ιδανική».

Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι: το Coaching αναφέρεται στο πώς και στο παρόν, στοχεύοντας στην βελτίωση των δεξιοτήτων, με σκοπό την αύξηση της ικανότητας, το Mentoring στο τι και στο μέλλον, με στόχο την ανάπτυξη και αφοσίωση μαθησιακών στόχων, έχοντας ως απώτερο σκοπό την διεύρυνση των οριζόντων και το Counselling στο γιατί και στο μέλλον, στοχεύοντας στην καταπολέμηση των ψυχολογικών εμποδίων, με σκοπό την κατανόηση του εαυτού.

ΤΑ ΟΦΕΛΗ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ
Η υλοποίηση προγραμμάτων Coaching και Mentoring μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μια σειρά από οφέλη, τόσο για την επιχείρηση όσο και για τους εργαζομένους. Αρχικά, η παροχή τέτοιων προγραμμάτων βοηθά τις επιχειρήσεις αφενός στη διακράτηση των εργαζομένων τους και αφετέρου στην αύξηση της αποδοτικότητάς τους, μιας και η ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού τους συνεπάγεται, συνήθως, και την επίτευξη μεγαλύτερων στόχων. Επιπροσθέτως, η παροχή coaching και mentoring μπορεί να συμβάλει στην προσέλκυση ταλέντων, αλλά και σε αποτελεσματικότερο employer branding. Αναφορικά με τους εργαζομένους, η εφαρμογή ενός προγράμματος coaching συνεπικουρεί στο να επιτευχθεί μια προσωπική ανάπτυξη και εξέλιξη, να βελτιωθεί η επικοινωνία, η αποτελεσματικότητα, άρα και η αυτοπεποίθησή τους, αλλά και να διατηρηθεί αποτελεσματικότερα το Worklife Balance.

Σύμφωνα με τη Νικόλ Μαντζικοπούλου, Business & Executives Master Coach της True-me Breakthrough Coaching: «Με την εφαρμογή κατάλληλων προγραμμάτων Coaching, οι εταιρείες υποστηρίζονται να κινητοποιήσουν δυναμικά τα στελέχη τους να συμμετέχουν στην επίτευξη αποτελεσμάτων, μέσα από την υπέρβαση των εμποδίων στην επιτυχία και την απελευθέρωση των υψηλότερων δυνατοτήτων τους. Τα στελέχη νιώθουν ενδυναμωμένα, με αποτέλεσμα να επιθυμούν να αγγίξουν το μέγιστο δυναμικό τους και να προσφέρουν ουσιαστικά. Κατά συνέπεια, βελτιώνονται τα επίπεδα ικανοποίησης, εμπλοκής και αφοσίωσης απέναντι στον εργοδότη τους».

Από την πλευρά της, η Β. Ασημακοπούλου εξηγεί ότι: «Η φυσική αντίσταση του κάθε ανθρώπου στην αλλαγή έρχεται σε αντιπαράθεση με τη φυσική ανάγκη κάθε οργανισμού όπως είναι οι εταιρείες, να αλλάζει για να ανταποκρίνεται στις αλλαγές των εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών. Το μεγαλύτερο όφελος από την εισαγωγή προγραμμάτων coaching σε ατομικό αλλά και σε ομαδικό επίπεδο, είναι η διευκόλυνση των ανθρώπων και κατά συνέπεια και των οργανισμών, να αλλάξουν και να προοδεύσουν. Οι έρευνες του International Coaching Federation -του μεγαλύτερου και παλαιότερου διεθνούς επαγγελματικού οργανισμού των coaches- αποδεικνύουν ότι η καλλιέργεια της κουλτούρας coaching σε έναν οργανισμό, επιταχύνει τις σχετικές διαδικασίες. Συγκεκριμένα, τα προγράμματα coaching βοηθούν στην αναγνώριση των τωρινών συνθηκών, στη συν-δημιουργία του επιθυμητού μέλλοντος, σκοπού και στόχων και, στη συνέχεια, στη λήψη τολμηρών αποφάσεων για την άρση των εμποδίων για την επίτευξη τους. Κάθε τολμηρή απόφαση και πράξη χρειάζεται την εσωτερική δέσμευση και την αυθεντική συμβολή των ανθρώπων της, που μόνο το coaching εγγυάται. Εννοείται ότι επιτυγχάνονται καλύτερα αποτελέσματα, καλύτερο εργασιακό κλίμα και πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι, όπως οι έρευνες, αλλά και οι μαρτυρίες των ίδιων των επιχειρήσεων και των στελεχών που είχαν την εμπειρία τέτοιων προγραμμάτων περίτρανα αποδεικνύουν».


ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΝ
Το Coaching Industry αναπτύσσεται συνεχώς, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, με τις επιχειρήσεις να αναζητούν όλο και περισσότερο από τη μία καταρτισμένους coaches και από την άλλη εμφανή αποτελέσματα. Όπως υπογραμμίζει ο Β. Αντωνάς: «Στην παρούσα φάση κυριαρχούν ακόμη, περισσότερο τα μοντέλα και οι θεωρίες τα οποία και απλουστεύουν τη διαδικασία του coaching, κάνοντάς το προσβάσιμο σε άτομα χαμηλότερης ιεραρχικής βαθμίδας και εφαρμόσιμο από coach με λιγότερη κατάρτιση και ψυχολογική σκέψη. Αυτό είναι ευχάριστο και βολικό διότι ξεχωρίζει, επιτέλους, το coaching από το executive coaching, το οποίο βασίζεται σε πιο πολύπλοκους παράγοντες όπως η συσχέτιση, η δυνατότητα να αντιληφθεί ο coach περισσότερα για την ταυτότητα του πελάτη του, ο διαχωρισμός περιεχομένου και διαδικασίας και πολλά άλλα που δεν είναι προσβάσιμα σε όλους».

Ορισμένες από τις τάσεις που παρατηρούνται διεθνώς και έρχονται να επαναπροσδιορίσουν την οπτική γύρω από το Coaching και το Mentoring είναι:

  • Virtual Coaching: Η ανάπτυξη της τεχνολογίας έχει συνδράμει στο να υπάρχει η δυνατότητα οι coaches να πραγματοποιούν sessions, χωρίς χρονικούς ή γεωγραφικούς περιορισμούς, μέσω micro-learning ή gamification. Αδιαμφισβήτητα, η ανθρώπινη επαφή θα ήταν χρήσιμο να μην χαθεί, εντούτοις θα μπορούσε να συνδυαστεί με το Virtual Coaching, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες περιπτώσεις.
  • Περισσότερη Πιστοποίηση: Όσο η αγορά του Coaching αναπτύσσεται, τόσο μεγαλύτερη είναι και η ζήτηση για περισσότερες πιστοποιήσεις από τις επιχειρήσεις. Πλέον, δηλαδή, οι εταιρείες δεν αρκούνται μόνο στην καλή φήμη ή τα καλά σχόλια για έναν Coach και την αποτελεσματικότητά του, αλλά απαιτούν την ύπαρξη ανάλογης πιστοποίησης και κατάρτισης.
  • Εστίαση στην θετική ψυχολογία: Ιδιαίτερα όσον αφορά το life coaching, η εστίαση στην θετική ψυχολογία μπορεί να βοηθήσει στο να ξεπεραστούν οι όποιες αναστολές, με τις αρνητικές παραδοχές και την ηττοπάθεια να αντιμετωπίζεται μέσα από θετικούς διαλόγους. Ο στόχος, δηλαδή, είναι η αλλαγή στον τρόπο σκέψης, με το πέρασμα από την οπτική του μισοάδειου ποτηριού σε αυτή του μισογεμάτου.
  • Αντικατάσταση της επεξήγησης με την εμπειρία: Σαφέστατα μια επεξήγηση ή ανάλυση μπορεί να είναι παραγωγική, ωστόσο υπάρχει αυξημένη πιθανότητα να ξεχαστεί. Αντιθέτως, η εμπειρία λησμονιέται πολύ πιο δύσκολα. Επομένως, η δημιουργία εμπειριών αποτελεί μια χρήσιμη και αποτελεσματική πρακτική.
  • Μετρήσιμα Αποτελέσματα: Οι εταιρείες, ζητούν όλο και περισσότερο από ένα πρόγραμμα coaching άμεσα, αλλά κυρίως, μετρήσιμα αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα αύξηση της παραγωγικότητας ή ανάπτυξη νέων ικανοτήτων στους εργαζομένους που συμμετέχουν σε αυτό.

Όπως εξηγεί η Ν. Μαντζικοπούλου: «Παλαιότερα το επαγγελματικό Coaching αφορούσε στην παρακολούθηση ενός στελέχους στην επίτευξη ενός στόχου, μέσω ενός πλάνου δράσης. Σήμερα, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος η πιο βαθιά διερεύνηση των αναγκών, των πεποιθήσεων, των περιορισμών και των ουσιαστικών επιθυμιών του ατόμου, που θα συνδράμουν στην επίτευξη των στόχων του, μέσα από τον χώρο εργασίας του. Αυτό δίνει μια διαφορετική διάσταση, στην οποία είναι ξεκάθαρο και στα δύο μέλη -επιχείρηση και στελέχη- ότι όλοι έχουν να ωφεληθούν από μια τέτοια διαδικασία. Όταν το στέλεχος νιώθει ενδυναμωμένο, χαρούμενο και πλήρες, μπορεί να αποδώσει καλύτερα και να προσφέρει τα μέγιστα στην επιχείρηση που εργάζεται».

ΤΙ ΙΣΧΥΕΙ ΜΕ ΤΟ ROI
Όπως φαίνεται και από τις τάσεις, οι επιχειρήσεις που επενδύουν σε προγράμματα Coaching και Mentoring ζητούν άμεσα και εμφανή αποτελέσματα. Με ποιον, όμως, τρόπο μπορεί να ικανοποιηθεί αυτό το αίτημα; Σύμφωνα με τον Α. Δερλώπα: «Με την πρώτη ματιά, η σκέψη της μέτρησης της απόδοσης της επένδυσης στο coaching φαίνεται να είναι μια πρωτότυπη ιδέα ή μια αδύνατη εργασία. Και οι δύο απόψεις είναι ανακριβείς. Με την όλο και μεγαλύτερη χρήση του executive coaching, πολλά στελέχη αμφισβητούν την αξία του, ιδιαίτερα καθώς οι δαπάνες για το coaching αυξάνονται. Παρόλο που οι συμφωνίες coaching σχεδιάζονται και εκτελούνται με καλές προθέσεις, δεν παράγουν όλες οι coaching συνεργασίες το επιθυμητό αποτέλεσμα, είτε αυτό κρίνεται από το άτομο που δέχεται coaching είτε από το χορηγό που συχνά πληρώνει γι’ αυτό. Η μέτρηση της απόδοσης επένδυσης (ROI) στο coaching χρησιμοποιείται από ορισμένους οργανισμούς – και τους coaches – για να αποδείξει την αξία με όρους που οι διευθυντές και τα στελέχη επιθυμούν και κατανοούν. H αξιοπιστία και η εγκυρότητα των στοιχείων που μετρούνται είναι πρώτιστης σημασίας, εξίσου, όμως, σημαντικός είναι και ο τρόπος με τον οποίο η μέτρηση μεθοδεύεται. Υπάρχουν σήμερα διαφορετικές μεθοδολογίες για τον υπολογισμό του ROI, με την διαδικασία αυτή καθαυτή να έχει γίνει τόσο σημαντική, που να είναι πλέον εμπορεύσιμη».

Όπως εξηγεί και ο Β. Αντωνάς: «Τελευταία υπάρχει μία τάση να ποσοτικοποιείται το RΟΙ του coaching. Έχω δει και έχω διαβάσει πολλές απόψεις και εξακολουθώ να θεωρώ πως η μείωση χρόνου εκτέλεσης, είναι η μόνη λογική μονάδα μέτρησης. Ταυτόχρονα, αν ψάχνουμε για οφέλη που δεν μπορούν να καταγραφθούν, τουλάχιστον όχι με ακρίβεια αριθμητικά, τότε θα μιλούσαμε για αυξημένη αντίληψη του εαυτού, των άλλων και του περιβάλλοντος μας, αυξημένη επιρροή, στρατηγικότερη σκέψη, δυνατότητα ανάληψης ευθυνών, βέλτιστο εσωτερικό ρυθμό και ανθεκτικότητα, εν κατακλείδι ένα PRAID* σε καθημερινότητα, με ότι αυτό συνεπάγεται».

ΤΟ ΣΗΜΕΙΟ ΚΛΕΙΔΙ
Επιστρέφοντας στα της ταινίας, το σημείο κλειδί για την εκ βάθρων αλλαγή και εξέλιξη του 17χρονου Ντάνιελ ήταν ακριβώς η σχέση που δημιουργήθηκε μεταξύ εκείνου και του ευγενικού, σοφού κυρίου Μιγιάγκι. Κατ’ αντιστοιχία, για την επιτυχία ενός προγράμματος coaching και mentoring, μεγάλη σημασία έχει η σχέση που θα δημιουργηθεί μεταξύ Coach και Coachee ή Mentor και Mentee. Πώς μπορεί αυτή να καταστεί αποτελεσματική; Σύμφωνα με τον Α. Δερλώπα: «Το coaching δημιουργεί τις συνθήκες για δράσεις. Συνδέει τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε και επικοινωνούμε και τον μετασχηματίζει στην ικανότητα να δημιουργούμε. Μια αποτελεσματική σχέση coach – coachee εξαρτάται από παράγοντες που έχουν να κάνουν τόσο με τον coach όσο και με τον coachee, άρα με τη σχέση coaching που τελικά δημιουργείται και μέσα στην οποία θα συνεργαστούν οι δύο τους σε ένα συνδημιουργικό και “προκλητικό” πλαίσιο, προκειμένου ο coachee να πετύχει τους στόχους του και, κυρίως, να μάθει πως μαθαίνει (learning style) και το πώς οδηγήθηκε στο να τους πετύχει. Σε μια αποτελεσματική σχέση coaching, τα μέρη οφείλουν να είναι ανοιχτά στην αλλαγή, να υπάρχει απόλυτη εχεμύθεια και εμπιστοσύνη, ασφάλεια, αποφασιστικότητα ως προς τον στόχο και τη μάθηση, μέσω αυτής της διαδικασίας. Να μην ξεχνάμε, όμως, τους τρεις απαραίτητους πυλώνες που οφείλει να τηρεί αλλά και να πληροί ο/η coach: την επάρκεια, το πλαίσιο και την πρόθεση. Χωρίς αυτά το αποτέλεσμα δεν θα έρθει στο ραντεβού».


Αναφορικά με την σχέση των δύο πλευρών, η Ν. Μαντζικοπούλου αναφέρει πως: «Η αποτελεσματικότητα στο Coaching εξαρτάται εξολοκλήρου από την επιθυμία του Coachee να αλλάξει όσα τον εμποδίζουν και να προχωρήσει μπροστά. Είναι αυτή η έντονη θέληση να φτάσει στον στόχο του που τον κινητοποιεί να δουλέψει με πάθος για αυτόν. Ο Coach, από την άλλη, πρέπει να νιώθει μια αυθεντική, ανιδιοτελή επιθυμία να βοηθήσει, να στηρίξει, να καθοδηγήσει. Αυτό είναι κάτι που ο Coachee το αντιλαμβάνεται αμέσως και αποτελεί προϋπόθεση για να μπορέσει να παραδοθεί στην διαδικασία που θα τον οδηγήσει εκεί που επιθυμεί».

Ωστόσο, ο Β. Αντωνάς τονίζει ότι: «Υπάρχουν αρκετοί κίνδυνοι, οι οποίοι εν μέρει εξαρτώνται και από το πλαίσιο, το οποίο φυσικά καθορίζει και την κατεύθυνση. Είναι διαφορετικό να πληρώνει κάποιος ιδιωτικά και διαφορετικό να καλύπτει το κόστος η εταιρεία του. Η δυνατότητα του coach να ξεχωρίσει τα δύο, κρατώντας ζωντανό το ερώτημα “Ποιος είναι ο πελάτης μου;” είναι μια καλή αρχή για την διαχείριση κινδύνων. Από εκεί και πέρα υπάρχουν και θέματα όπως τα όρια, η ταύτιση του coach με τον coachee, η πιθανότητα εκμετάλλευσης ή και δημιουργίας συνωμοτικού μετώπου, που είναι πιο πολύπλοκα ρίσκα».

ΕΠΙΛΟΓΗ ΚΑΤΑΛΛΗΛΟΥ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗ
Προκειμένου η εκάστοτε επιχείρηση ή το στέλεχος να επωφεληθεί πραγματικά από κάποιο πρόγραμμα Coaching ή Mentoring, είναι σημαντικό να επιλέξει τον κατάλληλο συνεργάτη που θα ανταποκρίνεται στις υπάρχουσες ανάγκες και απαιτήσεις. Εύλογα, λοιπόν, ανακύπτει το ζήτημα του πώς γίνεται η επιλογή του κατάλληλου Coach. H Β. Ασημακοπούλου αναφέρει πως: «Ο κατάλληλος coach είναι ο διαπιστευμένος coach. Ο coach που η επιδεξιότητα, η αποτελεσματικότητα και οι γνώσεις του έχουν ελεγχθεί, εκσυγχρονίζονται και ελέγχονται συνεχώς από έναν αξιόπιστο επαγγελματικό οργανισμό που θέτει υψηλά κριτήρια και αδιάβλητες διαδικασίες αξιολόγησης όπως είναι ο International Coaching Federation. Αυτές οι διαπιστεύσεις είναι ACC, PCC, MCC. Υπάρχει, όμως, μια σύγχυση σχετικά με το τι σημαίνει πιστοποίηση και τι διαπίστευση. Πιστοποιημένος coach είναι οποιοσδήποτε λάβει μια μικρή ή μεγάλη εκπαίδευση στο coaching. Η πιστοποίηση, δηλαδή, είναι το πρώτο βήμα για τη διαπίστευση, εφόσον, βέβαια, προέρχεται από ένα διαπιστευμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα, για παράδειγμα ACSTH ACSTP, από έναν αξιόπιστο επαγγελματικό οργανισμό, όπως ο ICF. Στη συνέχεια ο πιστοποιημένος coach χρειάζεται να ασκήσει την απαραίτητη πρακτική, να παρακολουθηθεί από mentor coach, να αναπτύξει τις δεξιότητες coaching, να αξιολογηθεί για αυτές και για τις γνώσεις coaching από τον επαγγελματικό οργανισμό, σε μια συνεχή διαδικασία που απαιτεί δέσμευση και επένδυση χρόνου και χρημάτων ανά 2-3 χρόνια. Η διαδικασία της διαπίστευσης, η οποία επαναλαμβάνεται, εξασφαλίζει ότι ο coach είναι πάντα επιδέξιος, δηλαδή κατέχει τις δεξιότητες coaching αποδεδειγμένα και προσφέρει αξιόπιστες υπηρεσίες στους πελάτες του».

Από την μεριά της, η Ν. Μαντζικοπούλου εξηγεί ότι: «Οι άνθρωποι αρέσκονται να κάνουν δουλειές με εκείνους που συμπαθούν και που είναι σε σύμπνοια, σε ροή μαζί τους. Το ίδιο ισχύει και στο Coaching. Η επιλογή ενός Coach γίνεται πολλές φορές με βάση το ένστικτο, για το ποιος είναι εκείνος ο άνθρωπος που μπορεί πραγματικά να τους στηρίξει να κάνουν την αλλαγή ή να πετύχουν κάποιον στόχο. Η δουλειά που χρειάζεται να γίνει μπορεί να είναι απαιτητική, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να είναι και ευχάριστη. Είναι σημαντικό και οι δύο να νιώσουν ότι μπορεί να δημιουργηθεί μία σχέση εμπιστοσύνης, στην οποία θα ειπωθούν αλήθειες χωρίς ενδοιασμούς. Επίσης, ο Coachee πρέπει να νοιώσει ότι ο Coach έχει τις γνώσεις και την εμπειρία για να τον βοηθήσει να ανακαλύψει το κλειδί για να ξεκλειδώσει τον εαυτό του και να βρει τις λύσεις του. Τότε έχουμε κερδίσει μια σημαντική προϋπόθεση για την επιτυχία της διαδρομής που θα ακολουθήσει».

Τα προγράμματα coaching και mentoring μπορούν να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις και το ανθρώπινο δυναμικό τους να εξελιχθούν και να πετύχουν υψηλότερη αποδοτικότητα, αποτελώντας ένα ακόμα χρήσιμο εργαλείο της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού. Και φυσικά, όπως ακριβώς η σχέση του Ντάνιελ και του Μιγιάγκι εξελίχθηκε και απέδωσε καρπούς πέραν από το αρχικό πλαίσιο, έτσι το coaching και το mentoring μπορεί να υπερκεράσει την αρχική του εφαρμογή και να συνοδευτεί από πολλές ακόμα θετικές μεταβολές, προς όφελος τόσο των εργαζομένων, όσο και των εταιρειών.

ΤΟ ΚΥΚΛΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΜΑΘΗΣΗΣ ΤΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ
Ένα χρήσιμο μοντέλο μάθησης είναι το γνωστό ως κυκλικό μοντέλο μάθησης ικανότητας, το οποίο αποτελείται από τα εξής τέσσερα στάδια:

    1 ΜΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ

Στο εν λόγω στάδιο το άτομο δεν γνωρίζει ότι δεν ξέρει κάτι. Το άτομο, δηλαδή, δεν έχει συναίσθηση ενός ελλείματος γνώσης. Στο παράδειγμά μας από την ταινία, αρχικά ο Ντάνιελ δεν γνωρίζει ότι δεν μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση που βιώνει στην καθημερινότητά του.

    2 ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑ

Σε αυτό το στάδιο το άτομο έχει επίγνωση της έλλειψης μιας συγκεκριμένης δεξιότητας. Σε αυτή την κατάσταση βρίσκεται ο πρωταγωνιστής, όταν ζητάει την βοήθεια του εμπειρότερου Μιγιάγκι.

    3 ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ

Στο συγκεκριμένο στάδιο, το άτομο έχει μάθει τον τρόπο να κάνει κάτι, αλλά χρειάζεται ακόμα να το σκεφτεί για να το πράξει. Παράδειγμα αποτελεί ο Ντάνιελ, ύστερα από τις πρώτες σκηνές της εκπαίδευσής του.

    4 ΜΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ

Σε αυτό το τελευταίο στάδιο, το άτομο έχει μάθει να κάνει κάτι τόσο καλά, που του έχει πλέον αποτυπωθεί. Δεν χρειάζεται, δηλαδή, σκέψη για το πως θα το κάνει, αλλά απλώς ενεργεί. Πολλές φορές, μάλιστα, αν το σκεφτεί υπερβολικά, υπάρχει η πιθανότητα να μην το εκτελέσει. Όπως γίνεται κατανοητό, ο πρωταγωνιστής μας βρίσκεται σε αυτό το στάδιο στο τελευταίο, «αγωνιστικό» μέρος της εν λόγω ταινίας.

Βάσει του παραπάνω μοντέλου, οι Coaches θα ήταν σκόπιμο να αναγνωρίζουν σε ποιο στάδιο βρίσκεται το κάθε άτομο, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν την κατάλληλη γλώσσα και τις ορθές πρακτικές για να το βοηθήσουν να προχωρήσει στο επόμενο. Εξάλλου, είναι πολύ δύσκολο να βελτιωθεί μια δεξιότητα, όταν κάποιος δεν γνωρίζει καν την έλλειψή της.