Όλο και περισσότεροι άνθρωποι που αναζητούν εργασία, βρίσκονται αντιμέτωποι με τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες της αγοράς και με τις περιορισμένες ευκαιρίες απασχόλησης. Έτσι, αρκετά είναι τα άτομα που καταφεύγουν στην αναζήτηση προσωρινής εργασίας, η οποία ευελπιστούν ότι θα λειτουργήσει ως προθάλαμος για μία μόνιμη απασχόληση.

Η νέα πραγματικότητα στην αγορά εργασίας είναι άμεσα συνυφασμένη με τις ευέλικτες μορφές εργασίας. Η εισαγωγή νέων τεχνολογιών, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και φυσικά οι κρίσεις που κατά καιρούς περνούν οι οικονομίες των χωρών, είναι ορισμένοι από τους παράγοντες που συνετέλεσαν στην αποσταθεροποίηση της μόνιμης και πλήρους απασχόλησης και τη δημιουργία ενός μοντέλου πολλαπλών εργασιακών σχέσεων με την αύξηση της παρουσίας ευέλικτων μορφών εργασίας.

Οι μορφές απασχόλησης, που αναπτύχθηκαν και συνιστούν αυτό που σήμερα καλείται «ευελιξία», περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη μερική απασχόληση (part-time), την απασχόληση ορισμένου χρόνου, την τηλεργασία, την απασχόληση μέσω εταιρειών προσωρινής απασχόλησης και την αυταπασχόληση (self-employment).
Η ευελιξία στην αγορά εργασίας έχει αποτελέσει αντικείμενο διαλόγου μεταξύ φορέων της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.

Αν και συχνά έχουν βρεθεί στο στόχαστρο της επίθεσης συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων, οι νέες μορφές απασχόλησης έχουν πλέον καθιερωθεί σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ειδικά την τελευταία δεκαετία, οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης αφορούν πλέον μεγάλη μερίδα εργαζομένων που απασχολείται με αυτούς τους όρους.

Οι πιο συχνά εμφανιζόμενες μορφές απασχόλησης στο πλαίσιο των αγορών εργασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η μερική και η προσωρινή απασχόληση. «Η ανάγκη των εταιρειών για μείωση του λειτουργικού κόστους σε συνδυασμό με τον απρόβλεπτο όγκο εργασίας, τη μη διαθεσιμότητα εργαζομένων και την ανάγκη για εξειδίκευση και τεχνογνωσία αποτελεί μοχλό ανάπτυξης των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.

Τη λύση σε όλα τα παραπάνω έρχονται να δώσουν οι Εταιρείες Προσωρινής Απασχόλησης (Ε.Π.Α.), οι οποίες έχουν ως αντικείμενό τους την παροχή εργασίας από μισθωτούς τους σε άλλο εργοδότη» αναφέρει ο Νίκος Παπαλάμπρου, Δ/νων Σύμβουλος της In Group Α.Ε. και συνεχίζει: «Στόχος της προσωρινής απασχόλησης είναι η κάλυψη συγκεκριμένων αναγκών που τοποθετούνται μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια, αφορά δηλαδή είτε αναπλήρωση κενών θέσεων λόγω αδειών είτε καλείται να καλύψει αυξημένες εποχικές ανάγκες.

Ωστόσο η ευέλικτη αυτή μορφή απασχόλησης, αξιοποιείται και σε περιπτώσεις όπου απαιτείται εξειδικευμένο προσωπικό για συγκεκριμένα έργα προκαθορισμένης διάρκειας ή ακόμα και ως δοκιμαστική περίοδο για έναν νέο συνεργάτη».

Αντιμέτωποι με την ανεργία
Η σταθερή και μόνιμη απασχόληση αποτελεί τη βασική προτεραιότητα για την πλειοψηφία των ανθρώπων που βρίσκονται σε παραγωγική ηλικία. Αυτό ωστόσο στην εποχή μας, περισσότερο με παράλογη απαίτηση μοιάζει παρά με αυτονόητο δικαίωμα!

Ειδικά για τους νέους, η περίοδος μετάβασης από την εκπαίδευση στη σταθερή αμειβόμενη απασχόληση, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ανεργία. Αυτό που συνήθως επικρατεί κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας είναι μεγάλα διαστήματα ανεργίας κατά την πρώτη είσοδο στην αγορά εργασίας και στη συνέχεια η αλλαγή εργασιών προσωρινής διάρκειας με ή χωρίς διαστήματα ανεργίας στο ενδιάμεσο, τα οποία κατά κανόνα είναι μικρότερα του αρχικού διαστήματος πρώτης ένταξης.

Πράγματι, όπως προκύπτει και από πρόσφατη έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας, η προσωρινή εργασία αφορά έναν στους δύο νέους καθώς το 40,5% (297.280 άτομα) εργάζεται σε προσωρινή μισθωτή θέση πλήρους απασχόλησης και το 10,6% (78.048 άτομα) δουλεύει σε μισθωτή προσωρινή εργασία μερικής απασχόλησης.

Μόλις το 19% των νέων βρίσκει μόνιμη μισθωτή εργασία πλήρους απασχόλησης. Η εικόνα του μισθωτού σε προσωρινή εργασία πλήρους απασχόλησης για τους νέους διατηρείται ως η κυρίαρχη για την πρώτη τους απασχόληση τόσο σε επίπεδο φύλου (41,8% για τους άνδρες και 39% για τις γυναίκες) όσο και σε επίπεδο εκπαίδευσης (42,8% για απόφοιτους πρωτοβάθμιας, 41,6% για απόφοιτους δευτεροβάθμιας και 34% για απόφοιτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης).

Σχετικά με το κατά πόσο, ο θεσμός της προσωρινής απασχόλησης, συμβάλλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας, ο Κωνσταντίνος Μυλωνάς, Sales and Operations Director της Adecco Ελλάδας υποστηρίζει: «Η Προσωρινή Απασχόληση, με την ευελιξία που τη χαρακτηρίζει παίζει καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και κατ’ επέκταση στην αντιμετώπιση της ανεργίας. Οι θέσεις εργασίας που καλύπτονται μέσω της Υπηρεσίας αυτής δεν αντικαθιστούν μόνιμες θέσεις εργασίας, αντίθετα στην πλειονότητά τους καλύπτουν επιπλέον ανάγκες. Πρόκειται για θέσεις εργασίας που δεν θα είχαν δημιουργηθεί εάν δεν υπήρχε η λύση της Υπηρεσίας Προσωρινής Απασχόλησης. Επιπλέον, η υπηρεσία συμβάλλει στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των εταιρειών συνεισφέροντας στην αύξηση της παραγωγικότητάς τους, δίνοντας ώθηση στην αγορά εργασίας να αναπτυχθεί».

Η Δρ Βενετία Κουσία, Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος της Manpower αναφέρει ότι η προσωρινή απασχόληση «αποτελεί λύση για τα άτομα που επιθυμούν να εξισορροπήσουν την εργασία και τον ελεύθερο χρόνο και επιλέγουν να εργαστούν λιγότερο χρόνο ή μικρότερο μέρος του έτους. Επίσης, είναι ένας πιο εύκολος τρόπος για την είσοδο ενός νέου εργαζόμενου στην αγορά, την είσοδο ενός εργαζόμενου σε έναν νέο κλάδο ή την επανένταξη στην αγορά εργασίας μετά από μακροχρόνια απουσία».


Τι ισχύει στη χώρα μας;
Η Ελλάδα, προσαρμοζόμενη στην ευρωπαϊκή και τη διεθνή πρακτική, οριοθέτησε, με καθυστέρηση σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, την έννοια της προσωρινής απασχόλησης, με το Νόμο 2956/2001.

Με την ψήφιση του νόμου για την προσωρινή απασχόληση τέθηκαν οι βάσεις για τη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης και διαφάνειας μεταξύ των «πρωταγωνιστών» (επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης, προσωρινά απασχολούμενοι, τρίτες επιχειρήσεις) ώστε υπό την εποπτεία των δημόσιων αρχών, να αποφεύγονται οι καταχρήσεις ιδιαίτερα αυτές που παραβιάζουν τα δικαιώματα των προσωρινά απασχολούμενων.

Με τον εννοιολογικό προσδιορισμό της προσωρινής εργασίας του Ν. 2956/2001, διαπιστώνεται η τριμερής φύση αυτού του είδους εργασίας: ο εργαζόμενος προσλαμβάνεται από μία Εταιρεία Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ), η οποία και τον αμείβει. Η σύμβαση συνάπτεται μεταξύ των δύο όμως ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του σε μία δεύτερη επιχείρηση, τη λεγόμενη «χρήστρια επιχείρηση», η οποία ασκεί το διευθυντικό δικαίωμα. Ο δανεισμός του εργαζόμενου από την ΕΠΑ στη χρήστρια επιχείρηση γίνεται έναντι αμοιβής, με βάση σύμβαση του εμπορικού δικαίου.

Η ανάγκη για αποτελεσματικότερη ρύθμιση των άτυπων μορφών απασχόλησης, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες των εργαζομένων και των εργοδοτών και οι αντίστοιχες νομοθετικές προσπάθειες βρίσκονται εδώ και χρόνια σε εξέλιξη, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Στο πλαίσιο αυτό, μέσα στο 2010, ψηφίσθηκε το σχέδιο νόμου που είχε κατατεθεί από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης με τίτλο «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις». Με την ψήφιση του Ν.3846/2010 επαναπροσδιορίστηκαν κάποια από τα οριζόμενα από τον νόμο 2956/2001. Επιπλέον, με βάση τον ν. 3899/2010 επανακαθορίστηκε η ανώτατη επιτρεπόμενη διάρκεια της προσωρινής απασχόλησης.

Έτσι, από τους 8 μήνες που όριζε ο Ν. 2956/2001 ως τη μέγιστη διάρκεια (με δυνατότητα ανανέωσης 8+8+2), πλέον «η διάρκεια της απασχόλησης του μισθωτού από τον έμμεσο εργοδότη, στην οποία περιλαμβάνονται οι ενδεχόμενες ανανεώσεις που γίνονται εγγράφως, δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερη από τους 36 μήνες». Σε περίπτωση υπέρβασης των χρονικών αυτών ορίων, η σύμβαση μετατρέπεται σε αορίστου χρόνου.

Προφίλ του προσωρινά εργαζόμενου
Το 45% των προσωρινά απασχολούμενων είναι ηλικίας κάτω των 45 ετών, των οποίων η προηγούμενη εργασιακή εμπειρία ήταν η ανεργία. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τα διαθέσιμα στοιχεία της Ένωσης Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης και Στελέχωσης Επιχειρήσεων (ΕΝΕΠΑΣΕ), η οποία είναι μέλος της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Εταιρειών Προσωρινής Απασχόλησης (CIETT-International Confederation of Private Employment Agencies) και του EUROCIETT (Ευρωπαϊκό σκέλος του CIETT).

Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, το 63% όσων επιλέγουν την προσωρινή απασχόληση είναι απόφοιτοι μέσης εκπαίδευσης (Λύκειο-ΙΕΚ), ενώ το 31% είναι πτυχιούχοι ΑΕΙ-ΤΕΙ που διαθέτουν εξειδίκευση και συγκεκριμένες δεξιότητες. Η διάρκεια απασχόλησης κυμαίνεται μεταξύ ενός και τριών μηνών για το 42% των εργαζομένων. Το 22% εργάζεται μέχρι έναν μήνα ενώ το 36% υπογράφει σύμβαση διάρκειας άνω των τριών μηνών.

Οι γυναίκες έχουν ένα ελαφρύ προβάδισμα στην επιλογή της προσωρινής απασχόλησης. Αποτελούν το 54% του συνόλου των απασχολουμένων, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Φιλανδία είναι 66% και στην Αυστρία μόλις 20%. Η προσωρινή απασχόληση αποτελεί την πρώτη εργασιακή εμπειρία για χιλιάδες άνεργους νέους. Το 90% των απασχολουμένων ήταν άνεργοι και το 70% δεν είχε προηγούμενη προϋπηρεσία (γράφημα). Όσον αφορά την ηλικιακή κατανομή, το 45% είναι νέοι ως 25 ετών, εκ των οποίων το 8% δεν υπερβαίνει το 21ο έτος. Το 30% των υπαλλήλων προσωρινής απασχόλησης έχει ηλικία 26 ως 30 ετών, το 21% κυμαίνεται μεταξύ 31 ως 45 και μόνον το 4% έχει ηλικία άνω των 45 ετών. Το ποσοστό αυτό είναι το μικρότερο στην Ευρώπη. Η τάση αυτή φαίνεται να εξηγείται από το πολύ υψηλό επίπεδο ανεργίας στους νέους 20-30 ετών.

Δεν είναι όμως μόνο οι νέοι και οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι που επιθυμούν να ενταχθούν στην αγορά εργασίας και για αυτό καταφεύγουν στην προσωρινή απασχόληση. Η οικονομική κρίση, οι δεκάδες καθημερινές απολύσεις και η ασφυξία στην αγορά, δημιουργούν ουρές ανθρώπων έξω από τις ΕΠΑ. Πρόκειται για ανθρώπους όλων των ηλικιών, εξειδικευμένοι με τουλάχιστον ένα πτυχίο και εργασιακή εμπειρία.

Η Κική Αυγουστάτου, Operations Manager της Randstad Hellas αναφέρει: «Το προφίλ ενός εργαζόμενου σε θέση προσωρινής απασχόλησης είναι κάθε εργαζόμενος που είναι διαθέσιμος να εργαστεί τώρα. Εργαζόμενοι σε προσωρινή απασχόληση μπορεί να είναι επαγγελματίες υψηλού επιπέδου ή εξειδικευμένοι εργαζόμενοι σε τομείς όπως η λογιστική, η νομική, το marketing, η διοίκηση, η τεχνική υποστήριξη, ειδικότητες στον φαρμακευτικό κλάδο, στην τεχνολογία και την πληροφορική, καθώς και εργαζόμενοι entry level και υπάλληλοι γραφείου».

Αν και η πλειοψηφία των ανθρώπων που απασχολούνται με αυτό το καθεστώς, το κάνουν γιατί δεν βρίσκουν μία μόνιμη θέση εργασίας, υπάρχουν και άτομα για τα οποία η προσωρινή απασχόληση αποτελεί μία συνειδητή επιλογή. «Οι περισσότεροι εργαζόμενοι σε θέσεις προσωρινής απασχόλησης θεωρούν την απασχόληση αυτή, ως έναν τρόπο για να βρεθεί μια μόνιμη θέση εργασίας, να έχουν επιπλέον εισόδημα και να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους.

Ωστόσο, υπάρχει ένα ποσοστό εργαζομένων οι οποίοι επιλέγουν να εργάζονται σε θέσεις προσωρινής απασχόλησης επειδή ταιριάζουν στον τρόπο ζωής τους, λόγω της ελαστικότητας του ωραρίου εργασίας, την επιλογή που μπορεί να κάνουν στο αντικείμενο της εργασίας, καθώς και για να έχουν χρόνο για την οικογένειά τους. Το σύνολο των παραπάνω αποτελούν εξαιρετικά σημαντικούς παράγοντες για την απόφασή τους να επιλέξουν εργασία μέσω της προσωρινής απασχόλησης», συμπληρώνει η Κ. Αυγουστάτου.


Ποιες εταιρείες επιλέγουν τη λύση της προσωρινής απασχόλησης;
Ο θεσμός της προσωρινής απασχόλησης, αν και στην Ελλάδα, αρκετές φορές, έχει υποτιμηθεί και συκοφαντηθεί, έχει συχνά αναγνωριστεί και αναδειχθεί ως «σωτήρια λύση» τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Την προσωρινή απασχόληση επιλέγουν εταιρείες από όλους τους κλάδους, ανεξαρτήτως αντικειμένου δραστηριοποίησης.

«Καθώς ο θεσμός της προσωρινής απασχόλησης είχε εδραιωθεί στη διεθνή αγορά εργασίας, ήταν αναμενόμενο να εισέλθει στην ελληνική πραγματικότητα κυρίως μέσα από τις πολυεθνικές εταιρείες» αναφέρει ο Ν. Παπαλάμπρου.

«Το τοπίο όμως σταδιακά διαφοροποιήθηκε στην ελληνική αγορά εργασίας και πλέον εταιρείες από όλους τους κλάδους, ανεξαρτήτως αντικειμένου και δραστηριότητας αξιοποιούν την προσωρινή απασχόληση, δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Σε μεγαλύτερο βαθμό η προσωρινή απασχόληση βρίσκει εφαρμογή στις εμπορικές εταιρείες και τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών αλλά και από τη βιομηχανία. Θα μπορούσαμε πάντως να πούμε ότι η προσωρινή απασχόληση αξιοποιείται σχεδόν από όλους τους κλάδους και η διαφοροποίηση έγκειται περισσότερο στη συχνότητα με την οποία χρησιμοποιείται», συμπληρώνει.

Σχετικά με το αν η προσωρινή απασχόληση αφορά όχι μόνο τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αλλά και του δημόσιου, ο Κ. Μυλωνάς αναφέρει: «Στην Ελλάδα, σύμφωνα με το νόμο περί Προσωρινής Απασχόλησης η υπηρεσία παρέχεται μόνο σε επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Σε χώρες του εξωτερικού βεβαίως δεν ισχύει το ίδιο. Σε ανεπτυγμένες οικονομίες όπως σε αυτή της Γερμανίας για παράδειγμα, οι εταιρείες παροχής Υπηρεσιών Προσωρινής Απασχόλησης συνεργάζονται στενά με το δημόσιο τομέα τόσο στο κομμάτι της Εύρεσης, Πρόσληψης & Διαχείρισης εργαζομένων όσο και στο στρατηγικό σχεδιασμό λύσεων για μείωση της ανεργίας».

Σε ποιες περιπτώσεις επιλέγεται η προσωρινή απασχόληση;
Όπως υποδηλώνει και ο όρος «προσωρινή απασχόληση», ο εργοδότης πρέπει να προσλαμβάνει τον εργαζόμενο μόνο για προσωρινές και όχι για μόνιμες ανάγκες.

Η κάλυψη εποχικών αναγκών είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους οι Έλληνες εργοδότες προσλαμβάνουν εργαζόμενους προσωρινής απασχόλησης. Επίσης, προσωρινή απασχόληση εφαρμόζεται για την αντικατάσταση μόνιμων εργαζομένων που απουσιάζουν με άδεια (π.χ. εγκυμοσύνης, αναρρωτική, διακοπών κτλ), ως δοκιμαστική περίοδος για νέους εργαζόμενους, για έργα προκαθορισμένης διάρκειας, λόγω μη αναμενόμενης ανόδου της ζήτησης της απασχόλησης, έλλειψης συγκεκριμένων δεξιοτήτων των μόνιμων εργαζόμενων κτλ.

«Οι συνεργασίες αυτές εξυπηρετούν εποχικές ανάγκες, αλλά και κάποιες κινήσεις που σχεδιάζει να κάνει μια επιχείρηση, όπως είναι η δοκιμή του λανσαρίσματος ενός νέου προϊόντος, η είσοδός της σε μια νέα αγορά επίσης έργα με συγκεκριμένη διάρκεια ή εξειδικευμένες ανάγκες σε προσωπικό» υποστηρίζει η Δρ Β. Κουσία ενώ η Κ. Αυγουστάτου αναφέρει σχετικά: «Μερικοί εργοδότες προτιμούν να προσλαμβάνουν εργαζόμενους μέσω προσωρινής απασχόλησης, με σκοπό να ταιριάζουν τα επίπεδα στελέχωσης με τις ροές εργασίας που ποικίλλουν καθημερινά. Οι εργοδότες χρησιμοποιούν, επίσης, υπαλλήλους προσωρινής απασχόλησης, για να αυξήσουν τα επίπεδα στελέχωσης στα projects μικρής διάρκειας και για να στελεχώσουν θέσεις που είναι προσωρινά κενές λόγω ασθένειας, γονικής άδειας ή δυσκολίες κατά την διαδικασία της εύρεσης του κατάλληλου προσωπικού. Κάποιοι εργοδότες, επίσης, προτιμούν να ξεκινήσουν συνεργασία με κάποιους εργαζόμενους στο πλαίσιο προσωρινής απασχόλησης πριν την μετατροπή τους σε μόνιμους υπαλλήλους. Ξεκινώντας με προσωρινή και συνεχίζοντας με μόνιμη απασχόληση δίνεται στον εργαζόμενο η ευκαιρία να βιώσει την εταιρεία, τη δουλειά και τον/την προϊστάμενό του».

Στη σημασία της ανατροπής της αντίληψης ότι η προσωρινή απασχόληση αφορά μόνο θέσεις χαμηλού επιπέδου και αμφίβολης αμοιβής αναφέρεται η Δρ Β. Κουσία καθώς «στις ευέλικτες μορφές συνεργασίας περιλαμβάνονται και οι σύμβουλοι, οι interim managers, οι outsourced εργαζόμενοι» ενώ τονίζει ότι «οι άνθρωποι που απασχολούνται με αυτές τις μορφές εργασίας στις επιχειρήσεις δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν εργαζόμενοι δεύτερης κατηγορίας. Γιατί τότε και οι υπηρεσίες που θα παίρνουμε θα είναι αντίστοιχου επιπέδου. Είναι σημαντικό να είναι σωστά επιλεγμένοι, να αισθάνονται δεσμευμένοι και κινητοποιημένοι, να αναπτύσσονται, να εκπαιδεύονται, όπου αυτό χρειάζεται και να εξελίσσονται».

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, η απασχόληση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη με σύμβαση προσωρινής απασχόλησης δεν επιτρέπεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως όταν με αυτήν αντικαθίστανται εργαζόμενοι που ασκούν το δικαίωμα της απεργίας, όταν ο έμμεσος εργοδότης είχε πραγματοποιήσει απολύσεις εργαζομένων της ίδιας ειδικότητας για οικονομοτεχνικούς λόγους το προηγούμενο εξάμηνο ή το προηγούμενο δωδεκάμηνο έκανε ομαδικές απολύσεις και όταν η εργασία λόγω της φύσης της εγκυμονεί κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.


Τάσεις και οφέλη
Οι επιχειρήσεις προσωρινής απασχόλησης μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά στην απόκτηση εργασιακής εμπειρίας ιδιαίτερα για τους πρωτοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, υπάρχει το περιθώριο εξέλιξης της σχέσης του προσωρινά απασχολούμενου με τον έμμεσο εργοδότη με τη μετατροπή της προσωρινής απασχόλησης σε μόνιμη και πλήρη στη συγκεκριμένη θέση εργασίας. Φαίνεται λοιπόν ότι ο θεσμός της προσωρινής απασχόλησης ικανοποιεί πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας.

Ο Ν. Παπαλάμπρου αναφέρει ότι σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία «σχεδόν μία στις τρεις θέσεις προσωρινής απασχόλησης μετατρέπεται σε μόνιμη. Είναι φυσικό άλλωστε αφού ο προσωρινά απασχολούμενος γνωρίζοντας την κουλτούρα, τις απαιτήσεις και τις διαδικασίες της εκάστοτε εταιρείας, αποτελεί την πρώτη επιλογή σε περίπτωση που προκύψει ανάγκη για κάλυψη μόνιμη θέσης».

Τα οφέλη ωστόσο για τον εργαζόμενο δεν αφορούν μόνο την προοπτική μόνιμης απασχόλησης στον έμμεσο εργοδότη. «Σε κάθε περίπτωση ο εργαζόμενος αποκτά εμπειρία και αναπτύσσει δικτύωση η οποία μπορεί να δημιουργήσει επαγγελματικές ευκαιρίες, αξιοποιήσιμες είτε άμεσα είτε στο μέλλον», συμπληρώνει ο Ν. Παπαλάμπρου.

Επιπλέον, ανάμεσα στα πλεονεκτήματα της προσωρινής απασχόλησης είναι και ότι μέσω αυτού του θεσμού, είναι δυνατόν να επιλυθεί ως ένα βαθμό το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις της εξεύρεσης στελεχών σε ειδικότητες αιχμής που σχετίζονται με τις δραστηριότητες της νέας οικονομίας, τις νέες τεχνολογίες και τις ανάγκες της αγοράς. Η μείωση των γραφειοκρατικών διαδικασιών και η ευελιξία, αποτελούν επίσης ορισμένα από τα πλεονεκτήματα της προσωρινής απασχόλησης για την επιχείρηση.

Όσον αφορά τις τάσεις της αγοράς προσωρινής απασχόλησης, η Κ. Αυγουστάτου αναφέρει: «Η προσωρινή απασχόληση τόσο στην Ελλάδα, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο συγκεντρώνει πολύ καλές προοπτικές για το μέλλον της αγοράς εργασίας, καθώς οι εταιρείες πλέον στρέφονται σε νέες και καινοτόμες μεθόδους σε αυτή την γεμάτη προκλήσεις οικονομική περίοδο. Πολλές επιχειρήσεις που βρέθηκαν αντιμέτωπες με αυξημένες οικονομικές πιέσεις, αναγνώρισαν ότι θα πρέπει να επανεξετάσουν τις στρατηγικές που χρησιμοποιούν στο τμήμα ανθρώπινου δυναμικού».

Ο Κ. Μυλωνάς, δηλώνει σχετικά: «Η ευελιξία σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι ζητούμενο για πολλές εταιρείες. Η οικονομική κατάσταση της αγοράς, λόγω των έντονων και απρόβλεπτων διακυμάνσεων που τη χαρακτηρίζουν έχει οδηγήσει τις εταιρείες σε συχνότερη χρήση της Υπηρεσίας της Προσωρινής Απασχόλησης ως μέσο για την επιτυχή και ασφαλή διατήρηση της παραγωγικότητάς τους σε περιόδους αιχμής. Η ζήτηση της Υπηρεσίας αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω στο ξεκίνημα της ανάκαμψης της οικονομίας, λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον και της ανάγκης επιτυχούς ανταπόκρισης στις νέες τάσεις της αγοράς. Και οι εργαζόμενοι όμως επιλέγουν την εργασία μέσω της υπηρεσίας αυτής ως μέσο πρόσβασης στην “κορεσμένη” σήμερα αγορά εργασίας. Χάρη στην Προσωρινή Απασχόληση αποκτούν εμπειρία στο εργασιακό τους αντικείμενο και γίνονται ανταγωνιστικότεροι στη διεκδίκηση της μελλοντικής επιθυμητής εργασίας τους».

Κατάσταση στην Ε.Ε.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα το μέγεθος του κλάδου της προσωρινής απασχόλησης έχει πενταπλασιαστεί στη Δανία, την Ιταλία, την Ισπανία και τη Σουηδία και έχει τουλάχιστον διπλασιαστεί στα υπόλοιπα κράτη-μέλη.

Στην Αυστρία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και την Πορτογαλία το φαινόμενο εντοπίζεται κυρίως στη βιομηχανία. Στην Ισπανία, την Ελλάδα, τη Σουηδία και τη Μεγάλη Βρετανία κυρίως στις υπηρεσίες. Σε μια τρίτη κατηγορία χωρών (Βέλγιο, Δανία, Φινλανδία και Ιταλία) το προφίλ του κλάδου είναι λίγο ως πολύ μικτό. Αφορά κυρίως επαγγέλματα χαμηλής ειδίκευσης, ενώ οι εργαζόμενοι διαμέσου ΕΠΑ στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι κάτω των 25 ετών. Ωστόσο, στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Μεγάλη Βρετανία διαμέσου ΕΠΑ απασχολούνται σε σημαντικό ποσοστό ειδικευμένοι τεχνικοί και μηχανικοί.


Case Study: Προσωρινή απασχόληση στην Merck Hellas
Η διαδικασία εύρεσης των κατάλληλων υποψηφίων μέσω των εταιρειών προσωρινής απασχόλησης παρέχει στην εταιρεία τη δυνατότητα κάλυψης των προσωρινών αναγκών σε ανθρώπινο δυναμικό. Συνήθως αφορά στην κάλυψη θέσεων σε έργα προκαθορισμένης διάρκειας και εποχικών αναγκών που σε αρκετές περιπτώσεις απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό, όπως για παράδειγμα την εγκατάσταση ενός νέου συστήματος στην Οικονομική Διεύθυνση. Παράλληλα, παρέχει τη δυνατότητα κάλυψης θέσεων εργασίας που αφορούν αντικαταστάσεις μόνιμου προσωπικού και αυτές είναι συνήθως περιπτώσεις αδειών για λόγους υγείας ή άδειες εγκυμοσύνης.

Τα βασικά πλεονεκτήματα για την εταιρεία είναι τα ακόλουθα:
1. Εξοικονόμηση χρόνου καθώς το εξειδικευμένο προσωπικό της εταιρείας προσωρινής απασχόλησης έχει άμεση πρόσβαση στην αγορά εργασίας παρέχοντας υποψηφίους οι οποίοι πληρούν τις προδιαγραφές που έχει θέσει η εταιρεία (π.χ. γνώσεις, εμπειρία κ.ά.) και μπορούν να συνεισφέρουν άμεσα στα καθήκοντα που τους αναθέτονται.
2. Η διαδικασία αξιολόγησης των υποψηφίων σε θέματα γνώσεων, πτυχίων, δεξιοτήτων που έχουν τεθεί ως προαπαιτούμενα από την εταιρεία πραγματοποιείται από την εταιρία προσωρινής απασχόλησης.
3. Παροχή ευελιξίας στην κάλυψη μιας μη προγραμματισμένης ανάγκης.
4. Αποτελεί ένα είδος περιόδου δοκιμαστικής συνεργασίας για πιθανή μετατροπή της σε μόνιμη συνεργασία.

Τα κριτήρια που θέτει η Merck για την επιλογή του παρόχου υπηρεσιών προσωρινής απασχόλησης είναι τα ίδια που θέτει και για την κάλυψη οποιασδήποτε θέσης εργασίας και είναι κυρίως ποιοτικά. Βασική προϋπόθεση είναι η εταιρεία προσωρινής απασχόλησης να έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα και να κατανοεί πλήρως τις πραγματικές ανάγκες τις οποίες καλείται να καλύψει η θέση. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι περιπτώσεις όπου η προσωρινή απασχόληση έχει μετατραπεί σε μόνιμη συνεργασία.

Σε κάθε περίπτωση, η αρχή της εταιρείας μας είναι να υπάρχει απολύτως ισότιμη μεταχείριση των υπαλλήλων προσωρινής απασχόλησης με το μόνιμο προσωπικό. Οι υπάλληλοι που απασχολούνται στην εταιρεία μας μέσω της προσωρινής απασχόλησης τυγχάνουν των ιδίων απολαβών και προνομίων με το υπόλοιπο προσωπικό όπως για παράδειγμα είναι η συμμετοχή τους σε εκπαιδεύσεις, εταιρικές συναντήσεις κ.λπ.

Αφροδίτη Σιώκου, Human Resources Manager, Merck Hellas A.E.

Viewpoint: Προσωρινή Απασχόληση με προϋποθέσεις για ευεργετικά αποτελέσματα
Για μεγάλο χρονικό διάστημα στις χώρες της Ευρώπης η προσωρινή απασχόληση αποτελούσε τον βασικό μοχλό ανάπτυξης των εταιρειών και ταυτόχρονα βοηθούσε στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Είναι γεγονός όμως, ότι η μεγάλη οικονομική ύφεση των τελευταίων ετών, εκτός των άλλων, «δημιούργησε» τις συνθήκες εκείνες οι οποίες «πρόσφεραν» το αναγκαίο άλλοθι τόσο στις κυβερνήσεις όσο και στις επιχειρήσεις για την διαστρέβλωση της χρήσης του προσωπικού προσωρινής απασχόλησης.

Εξετάζοντας το σημερινό προφίλ των προσωρινά απασχολούμενων, θα καταλάβουμε ότι το προσωπικό αυτό ουσιαστικά «αξιοποιείται» και «χρησιμοποιείται» όχι ως ένας προθάλαμος που πραγματικά θα βοηθήσει στην ανάπτυξη μιας εταιρείας, αλλά στο να εκτελεί βοηθητικές εργασίες και σε έναν βαθμό να διασφαλίζει τις θέσεις των υπαλλήλων με συμβάσεις αορίστου χρόνου!

Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το 45% και πλέον των υπαλλήλων προσωρινής απασχόλησης είναι έως 25 ετών και ότι το 70% αυτών είναι χωρίς προϋπηρεσία (πηγή: Ένωση Εταιρειών Προσωρ. Απασχ.). Αξίζει να σημειώσουμε ότι από τα πέντε και πλέον εκατομμύρια των θέσεων εργασίας που χάθηκαν στην Ευρώπη στο πρώτο χρονικό διάστημα της οικονομικής ύφεσης (πρώτο εξάμηνο 2008), το μεγαλύτερο ποσοστό αποτελούσε εργαζόμενους προσωρινής απασχόλησης. Δηλαδή και πάλι αυτή η μεγάλη κατηγορία εργαζομένων χρησιμοποιήθηκε ως «ανταλλακτικό» και όχι ως εξάρτημα μιας παραγωγικής διαδικασίας.

Είναι αλήθεια ότι οι εργαζόμενοι με συμβάσεις προσωρινής απασχόλησης συνεπάγονται για τις επιχειρήσεις μικρότερες επενδύσεις σε επαγγελματική επιμόρφωση επειδή προσφέρουν ένα είδος ενδιάμεσης απασχόλησης. Συμπερασματικά λοιπόν, η προσωρινή απασχόληση μπορεί να έχει ευεργετικά αποτελέσματα σε μια επιχείρηση τότε και μόνον τότε όταν εντάσσεται στο πλαίσιο της ανάπτυξής της και χρησιμοποιείται ως δεξαμενή, όχι μόνο για τη μείωση του εργατικού κόστους, αλλά και ως ευκαιρία εξέλιξης και ανάδειξης εξειδικευμένων υπαλλήλων και στελεχών σε μονιμότερη βάση, με τον απαιτούμενο σεβασμό στην ίση μεταχείριση από την πρώτη μέρα απασχόλησής τους.Αυτή θα πρέπει να είναι η προσφορά μας στη νέα γενιά, που προσπαθεί περισσότερο, σπουδάζει περισσότερο και αγωνιά για το μέλλον της.

Κώστας Κρητικός, Προϊστάμενος Ανθρώπινου Δυναμικού & Διοικητικών Υπηρεσιών, ASPROFOS ENGINEERING S.A.

Τι ορίζει η νομοθεσία
Προσωρινή εργασία νοείται η εργασία που παρέχεται σε άλλο εργοδότη (έμμεσος εργοδότης) για περιορισμένο χρονικό διάστημα από μισθωτό ο οποίος συνδέεται με τον εργοδότη του (άμεσος εργοδότης) με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου και επιτρέπεται μόνο υπό τις προϋποθέσεις και τους όρους του εν λόγω νόμου (άρθρο 20 του Ν. 2956/2001).

Οι ΕΠΑ είναι εταιρείες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο δραστηριότητας την παροχή εργασίας από μισθωτούς τους σε άλλον εργοδότη (έμμεσο εργοδότη) με τη μορφή της προσωρινής απασχόλησης. Εταιρεία προσωρινής απασχόλησης μπορεί να συσταθεί μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρείας που διαθέτει ένα ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο (τουλάχιστον 60 εκ. δραχμές – 176.000 ευρώ περίπου) ενώ για την ίδρυση και τη λειτουργία της απαιτείται ειδική άδεια από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (παρ.1 του άρθρου 20 του Ν.2956/2001).

Η ανώτατη επιτρεπόμενη διάρκεια της προσωρινής απασχόλησης στον έμμεσο εργοδότη είναι οι 36 μήνες (Ν. 3899/2010).