Τα Employee Assistance Programs είναι προγράμματα που υποστηρίζονται από εργοδότες και σχεδιάζονται για την ανακούφιση εργαζομένων που ταλανίζονται από προβλήματα ψυχικής υγείας, κατάχρησης ουσιών, προσωπικά ζητήματα και θέματα που αφορούν τον χώρο εργασίας. Αυτά τα προγράμματα προσπαθούν να βελτιώσουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων και την οργανωτική τους απόδοση. Αρκετές φορές δεν περιορίζονται στην παροχή βοήθειας μόνο προς τους εργαζομένους αλλά και στα μέλη των οικογενειών τους.

Σε έναν «τέλειο» κόσμο, οι εργαζόμενοι θα μπορούσαν να διαχωρίσουν τις προσωπικές τους εμπειρίες από την επαγγελματική τους ζωή. Αλλά, η πραγματικότητα είναι άλλη: πολλοί εργαζόμενοι περνούν τις ημέρες τους ανησυχώντας για προσωπικά θέματα που μπορούν να μειώσουν την αποτελεσματικότητά τους και να ασκήσουν πίεση στα επίπεδα παραγωγικότητάς τους. Ευτυχώς, οι ηγέτες των οργανισμών κατανοούν την ανθρώπινη πλευρά του χώρου εργασίας και αυτό οδήγησε στην ανάπτυξη Προγραμμάτων Υποστήριξης Εργαζομένων (EAP), τα οποία παρέχουν υποστήριξη και πόρους για το ανθρώπινο δυναμικό.

«Σε γενικές γραμμές η απότομη αλλαγή της συμπεριφοράς ενός εργαζόμενου μπορεί να σηματοδοτεί και την ανάγκη για άμεση υποστήριξή του» εξηγεί η Νέλλυ Γιαννακά, Ψυχoλόγος, EAP Project Manager, Ergonomia και συνεχίζει: «Ο διευθυντής θα πρέπει να αναγνωρίζει εγκαίρως τα ανησυχητικά σημάδια ούτως ώστε να αποφασίζεται η βέλτιστη παρέμβαση είτε με μέσα και πόρους που διαθέτει η ίδια η επιχείρηση είτε καλώντας εξειδικευμένους συμβούλους που μπορούν να προλάβουν τις αρνητικές συνέπειες για τον εργαζόμενο και κατά επέκταση για την επιχείρηση. Τα προγράμματα EAP σε κάθε περίπτωση μπορούν να συνδράμουν σε θέματα που αφορούν τη διαχείριση του άγχους, τη συνεργατικότητα, τη διαχείριση των συγκρούσεων, την εξωτερίκευση προβληματισμών που θα μπορούσαν να είναι τροχοπέδη στην αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα της επιχείρησης στο σύνολό της».

Η Εβίνα Ηλιοπούλου, Senior Account Manager, HELLAS EAP αναφέρει σχετικά: «Όταν οι ψυχοκοινωνικοί κίνδυνοι στην εργασία (αίτια και συμπτώματα) δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα, θα οδηγήσουν στην εμφάνιση ανεπιθύμητων φαινομένων και ανησυχητικών συμπεριφορών, επηρεάζοντας σταδιακά την υγεία, ασφάλεια και αποτελεσματικότητα του εργασιακού χώρου. Ενδεικτικά αναφέρονται φαινόμενα όπως υψηλά επίπεδα στρες που αποκτούν χρόνιο χαρακτήρα, χαμηλό ηθικό, περιορισμένα δείγματα ενθουσιασμού και ικανοποίησης, υψηλά επίπεδα ασθενειών (ψυχικές ή/και σωματικές), χαμηλά ποσοστά εργασιακής δέσμευσης και εμπιστοσύνης, αναποτελεσματική ηγεσία, μη θετικές εργασιακές σχέσεις και συμπεριφορές όπως μείωση της παραγωγικότητας, δυσκολία προσαρμογής σε οργανωσιακές αλλαγές, χαμηλής ποιότητας εργασία ή μη ολοκλήρωσή της, αδυναμία λήψης αποφάσεων και τήρησης των προθεσμιών, συχνές άδειες, απουσίες και αργοπορίες, συχνά παράπονα σε σχέση με τη σωματική ή ψυχική του υγεία, συγκρούσεις με συναδέλφους και προϊσταμένους, ενασχόληση με προσωπικά ζητήματα στον εργασιακό χώρο κ.ά.

Παράλληλα, μπορεί να παρατηρηθούν και αλλαγές στα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόμου σε σχέση με το παρελθόν όπως επιθετικότητα, απομόνωση, απροσεξία και σύγχυση, έντονη ανασφάλεια, εναλλαγές διάθεσης, φοβίες, κ.ά. Είναι λοιπόν απαραίτητο ο κάθε οργανισμός να κινείται προληπτικά και όχι κατασταλτικά, έτσι ώστε έγκαιρα να διαχειρίζεται αρνητικά φαινόμενα και συμπεριφορές στο εργασιακό περιβάλλον, να προλαμβάνει επιδείνωσή τους και ταυτόχρονα να τα περιορίζει, μειώνοντας και τα τεράστια σχετικά κόστη. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί διαθέτοντας τις ανάλογες πολιτικές και διαδικασίες, εκπαιδεύοντας τα στελέχη και το HR στο να μπορούν γρήγορα και αντικειμενικά να αναγνωρίσουν τα ανωτέρω, και κυρίως παρέχοντας εργαλεία πρόληψης και υποστήριξης όπως τα ΕΑΡ, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι να διατηρήσουν και να ενισχύσουν τη σωματική και συναισθηματική τους υγεία και την ανθεκτικότητά τους και να παραμείνουν παραγωγικοί».

ΑΓΧΟΣ
Το αυξημένο στρες, είτε περιστασιακό είτε χρόνιο, παρεμβαίνει στην παραγωγικότητα, τη συμμετοχή και το ηθικό των εργαζομένων. Αν δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, συχνά μπορεί να οδηγήσει σε διαπροσωπικά προβλήματα, χαμηλή ποιότητα της εργασίας, μείωση της επίδοσης και σε εμφάνιση πιο σημαντικών προβλημάτων που απαιτούν φαρμακευτική θεραπεία.

Το άγχος στον χώρο εργασίας είναι επιβλαβές, κοινό για πολλούς ανθρώπους και τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε ανοδική πορεία. Το ποσοστό εργαζομένων που αναφέρουν σημαντικά επίπεδα στρες στον χώρο εργασίας αυξήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες και το στρες είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες και της απουσίας από την εργασία αλλά και του αυξημένου turnover. Πράγματι, οδηγεί τους εργαζόμενους στο να απουσιάζουν περισσότερες εργάσιμες ημέρες (έως και τέσσερις φορές περισσότερο) από όλα τα άλλα ιατρικά προβλήματα. Επιπλέον, το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης για τους εργαζόμενους με υψηλά επίπεδα στρες είναι έως και 50% υψηλότερο από ότι για τους λιγότερο αγχωμένους εργαζόμενους. Το άγχος μπορεί, επίσης, να παίξει ένα σημαντικό ρόλο καθώς έως και 80% των τραυματισμών που σχετίζονται με την εργασία οφείλονται σε αυτό. Πηγές του άγχους περιλαμβάνουν βαρύ φόρτο εργασίας, διαπροσωπικές συγκρούσεις και ανικανότητα διαχείρισης της επιβεβλημένης ισορροπίας μεταξύ εργασιακής και προσωπικής ζωής.

Το άγχος συνδέεται ιδιαίτερα με την υψηλή χρήση ιατρικών υπηρεσιών και επιδεινώνει σημαντικά τις υπάρχουσες ιατρικές παθήσεις, γεγονός που οδηγεί σε αύξηση απουσιών και μειωμένη παραγωγικότητα στον χώρο εργασίας. Οι εργαζόμενοι με κατάθλιψη, άγχος, κατάχρηση ουσιών ή με άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας έχουν κατά μέσο όρο 5 έως 10 φορές αύξηση της ιατρικής περίθαλψης και των συναφών δαπανών. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι τόσο το άγχος όσο και η κατάθλιψη αρκετές φορές εκδηλώνονται σωματικά και οι εργαζόμενοι τείνουν να αναζητούν ιατρική βοήθεια


ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ
Η κατάθλιψη, όπως και το άγχος, αποτελούν κοινά θέματα ψυχικής υγείας στο ανθρώπινο δυναμικό. Αυτά τα προβλήματα έχουν συνδεθεί εμπειρικά με σημαντικές διαταραχές στον χώρο εργασίας και εμφανείς οικονομικές επιπτώσεις στις ίδιες τις επιχειρήσεις.

Εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις που μπορεί να έχει η κατάθλιψη στα ίδια τα άτομα, οι συνάδελφοι, οι διευθυντές και οι άλλοι εργαζόμενοι στο περιβάλλον εργασίας μπορεί να βιώνουν μειωμένο ηθικό ως αποτέλεσμα της αναγνώρισης αυτού του προβλήματος υγείας. Επιπλέον, η συναισθηματική κατάσταση των συναδέλφων μπορεί να επηρεάζεται αρνητικά από αυτό που είναι γνωστό ως «μόλυνση της επιρροής», κατά την οποία τα αρνητικά συναισθήματα που εκδηλώνονται από έναν καταθλιπτικό ασθενή μπορεί να εξαπλωθούν σε άλλους και συνεπώς προκαλούν ευρύτερες μειώσεις στην παραγωγικότητα.

ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΑ ΣΥΜΒΑΝΤΑ
Τα τραυματικά συμβάντα συμβαίνουν συχνά απροσδόκητα και μπορεί να προκαλέσουν ουσιαστική και επίμονη συναισθηματική δυσφορία στα θύματα. Αυτοκινητιστικά ατυχήματα, πυρκαγιά, επίθεση, φυσική καταστροφή ή ο απροσδόκητος θάνατος ή τραυματισμός των αγαπημένων είναι τρομακτικά και μπορεί να καταλάβουν τις σκέψεις των ατόμων για εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια μετά το συμβάν. Όσοι έχουν βιώσει τραυματικά γεγονότα κατακλύζονται συχνά από επαναλαμβανόμενες αναμνήσεις του τραύματος και ανησυχούν για την πιθανότητα παρόμοιων μελλοντικών γεγονότων. Διαταραχές ύπνου, δυσκολίες συγκέντρωσης, διαπροσωπικές δυσκολίες, απόσυρση από τις δραστηριότητες και η συχνότερη χρήση αλκοόλ προκύπτουν συχνά μετά το τέλος του τραύματος και μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντική μείωση της απόδοσης στην εργασία.

Η θλίψη είναι ένα επώδυνο αλλά σχεδόν αναπόφευκτο συμβάν ζωής. Κατά τη διάρκεια της ζωής οι περισσότεροι άνθρωποι θα βιώσουν τυπικά την απώλεια ενός ή περισσότερων αγαπημένων, και με αυτόν τον τρόπο βιώνουν τη θλίψη κάθε φορά. Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι επιστρέφουν στην κανονική τους κατάσταση μετά από μια μεταβατική περίοδο, μερικοί θα βιώσουν επίμονη συναισθηματική δυστυχία, συμπεριλαμβανομένης της ακαταμάχητης και βασανιστικής επιθυμίας για να ξαναδούν το αγαπημένο άτομο, μνήμες της απώλειας και αισθήματα απελπισίας. Αυτή η παρατεταμένη θλίψη μπορεί να συνοδεύεται από κατάχρηση ουσιών, κατάθλιψη και σημαντικά αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων και άλλες ιατρικές ασθένειες.

ΔΙΑΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ
Τα διαπροσωπικά προβλήματα είναι και αυτά αναπόφευκτο μέρος της ζωής για τους περισσότερους ανθρώπους και συνήθως αντιμετωπίζονται επαρκώς χωρίς επαγγελματική βοήθεια. Ωστόσο, όταν διαπροσωπικές διαφωνίες ή συγκρούσεις επιμένουν στον χώρο εργασίας, η παραπομπή σε έναν θεραπευτή του EAP οδηγεί συχνά σε γρήγορη και ικανοποιητική ανάλυση. Αν δεν αντιμετωπιστούν, τέτοιες συγκρούσεις μπορούν να βλάψουν τη συνοχή της ομάδας και την παραγωγικότητα ενώ ταυτόχρονα να αποδυναμώσουν τη δέσμευση στον οργανισμό. Η παραγωγικότητα στην εργασία μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά όταν οι συνεργάτες βιώνουν ισχυρά αρνητικά συναισθήματα ο ένας προς τον άλλο ή δεν είναι σε θέση να επιλύσουν τις προσωπικές διαφορές. Τα στοιχεία της έρευνας δείχνουν ότι η ανεπίλυτη σύγκρουση μπορεί να οδηγήσει σε προσωπική επίθεση, αυξημένες απουσίες και αποτυχία έργου.

Παρομοίως, η στενοχώρια των σχέσεων εκτός του χώρου εργασίας, όπως οι συζυγικές συγκρούσεις ή τα οικογενειακά προβλήματα, μπορεί να βλάψουν σημαντικά το ηθικό των εργαζομένων και μπορεί να μειώσουν σημαντικά τη συγκέντρωση και την παραγωγικότητα. Η παροχή βοήθειας μέσω EAP, με συμβούλους εκπαιδευμένους στη διαχείριση των δύσκολων σχέσεων, μπορεί να οδηγήσει σε μια ταχύτερη και πιο γρήγορη και αποτελεσματική επίλυση των διαπροσωπικών δυσκολιών, επιτρέποντας στους εργαζόμενους να επιστρέψουν πιο γρήγορα στην παραγωγική εργασία.

«Με τα ΕΑΡ μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα παραγωγικό, αποτελεσματικό και λειτουργικό εργασιακό περιβάλλον. Να διασφαλίσουμε την ολιστική υγεία των εργαζομένων (σωματική, ψυχική, νοητική), ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν δυσκολίες και προκλήσεις στην εργασία και στη ζωή τους, με νέες δυνάμεις. Λαμβάνοντας γρήγορα την υποστήριξη που χρειάζονται κάθε φορά, μπορούν να αντιμετωπίσουν ή να αποτρέψουν καταστάσεις κρίσης, έτσι ώστε αυτοί να συμβάλουν στην ανάπτυξη της εταιρείας. Σε αντίθετη περίπτωση, οι συνέπειες μπορεί να είναι επιζήμιες για την εταιρεία τόσο σε οικονομικό αντίκρισμα όσο και σε επίπεδο φήμης» επισημαίνει η Ν. Γιαννακά.

ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΥΕΞΙΑ
Έχει τεκμηριωθεί σε ποικίλες έρευνες ότι τα προγράμματα υποστήριξης εργαζομένων εξοικονομούν χρήματα σε επιχειρήσεις με ποικίλους τρόπους. Τα EAP υψηλής ποιότητας έχουν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της απόδοσης των εργαζομένων, και μεταξύ άλλων τη μειωμένη απουσία και του turnover των ανθρώπων. Επιπλέον, υπάρχει εξοικονόμηση κόστους-ωφέλειας λόγω χαμηλότερων δαπανών για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Αρκετές μελέτες αποδεικνύουν ότι η κατάλληλη φροντίδα της ψυχικής υγείας έχει ως αποτέλεσμα σημαντικά μειωμένο χρόνο απουσίας από την εργασία και βελτιωμένα αποτελέσματα σε αυτήν. Παρόλο που οι εκτιμήσεις ποικίλλουν ανάλογα με τη μεθοδολογία και τις μεταβλητές που εξετάστηκαν, οι μελέτες που εξετάζουν μόνο τη θεραπεία της κατάθλιψης παρέχουν εκτιμήσεις για το ετήσιο ROI για υπηρεσίες EAP που κυμαίνονται μεταξύ 147% και 400%. Όταν ο υπολογισμός περιλαμβάνει επιπλέον ασθένειες ψυχικής υγείας πέρα από την κατάθλιψη, το ROI είναι υψηλότερο. Άλλες μελέτες έχουν δείξει ότι η αποτελεσματική θεραπεία για την κατάθλιψη περισσότερο «αποπληρώνει» τον εαυτό της, με το κόστος της θεραπείας της κατάθλιψης να αντισταθμίζεται εξ ολοκλήρου από εξοικονόμηση από μειωμένες απουσίες. Επιπρόσθετες εξοικονομήσεις θα πραγματοποιηθούν μέσω βελτιωμένης παραγωγικότητας και μειωμένης ιατρικής χρήσης, παράγοντες οι οποίοι είναι γνωστό ότι επηρεάζονται δυσμενώς από την κατάθλιψη. Ακόμη και σε περιπτώσεις που υπάρχουν σοβαρότερα προβλήματα ψυχικής υγείας ή κατάχρησης ουσιών, μια μακροπρόθεσμη ανάλυση δείχνει ότι οι υπηρεσίες EAP, σε συνδυασμό με κατάλληλες παραπομπές για φροντίδα και υποστήριξη παρακολούθησης, έχουν ως αποτέλεσμα σημαντική συνολική εξοικονόμηση στον οργανισμό.


Σε αυτές τις πιο σοβαρές περιπτώσεις, η βραχυπρόθεσμη αύξηση των άμεσων δαπανών παρέμβασης έχει αποδειχθεί ότι είναι μικρότερη από το συνολικό κόστος που θα προέκυπτε από την έλλειψη μια τέτοιας δράσης. Με άλλα λόγια, παρότι μπορεί να συνοδεύεται από βραχυπρόθεσμη αύξηση του κόστους θεραπείας, η έγκαιρη συμμετοχή του ΕΑΡ σε σοβαρότερες περιπτώσεις ψυχικής υγείας / κατάχρησης ουσιών, αυτές οι βραχυπρόθεσμες αυξήσεις αντισταθμίζονται περισσότερο από την μακροπρόθεσμα αυξημένη παραγωγικότητα, τις μειωμένες απουσίες, τις μειωμένες ιατρικές δαπάνες και τους λιγότερους ισχυρισμούς αναπηρίας. Ως εκ τούτου, ένα EAP προσθέτει σημαντική επιχειρηματική αξία και αποτελεί μια ισχυρή επένδυση για τον οργανισμό.

«Σειρά ερευνών του European Agency for Safety and Health at Work (EU-OSHA), του Center for Mental Health και του UGT – Observatorio de Riesgos Psicosociales, από το 2000 μέχρι και το 2015, αποκαλύπτουν σημαντικά ευρήματα όπως: Σε 3-4% του AEΠ ετησίως ανέρχονται τα χρηματικά κόστη για τις επιχειρήσεις και την ευρωπαϊκή οικονομία από την ύπαρξη στρες και μειωμένης απόδοσης στον εργασιακό χώρο. Το 50% με 60% των χαμένων ημερών εργασίας στην Ευρώπη, σχετίζονται με κάποιο τρόπο με το εργασιακό στρες», τονίζει η Ρίτσα Οικονόμου, Οperations & HR Head, HELLAS EAP και συνεχίζει: «Διεθνείς μελέτες επίσης αποδεικνύουν ότι οι εργαζόμενοι οι οποίοι αντιμετωπίζουν κάποιο εργασιακό, προσωπικό, ή οικογενειακό πρόβλημα, παρουσιάζουν τουλάχιστον 50% μείωση στην εργασιακή τους απόδοση. Τα ΕΑΡ αποτελούν εξ ορισμού ένα εργαλείο πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης στον εργασιακό χώρο, καταγράφοντας μετρήσιμα αποτελέσματα σε επίπεδο αύξησης του ηθικού, δέσμευσης, ικανοποίησης από την εργασία, εργασιακής αποτελεσματικότητας, ποιότητας εξυπηρέτησης πελατών και κατά επέκταση κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Επιπλέον, δεκάδες έρευνες τα τελευταία 20 χρόνια έχουν αποδείξει τα πολλαπλά οφέλη των ΕΑΡ σε σχέση με το κόστος υλοποίησής τους. Η Απόδοση της Επένδυσης (R.O.I.) υπολογίζεται σε υψηλά επίπεδα και φτάνει και στην επιστροφή 3 έως και 10 ευρώ για κάθε ένα ευρώ που επενδύεται. Τα εξαιρετικά λοιπόν ποιοτικά και ποσοτικά αποτελέσματα που καταγράφουν διεθνώς τα ΕΑΡ, έχουν αποδείξει διαχρονικά ότι η υλοποίησή τους στον εργασιακό χώρο είναι ξεκάθαρα μια επικερδής επένδυση και όχι απλά μια παροχή (benefit)».

Η ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗ ΑΞΙΑ
«Ο Διεθνής Σύλλογος ΕΑΡΑ Int., που ορίζει και διασφαλίζει παγκοσμίως την τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας και των Βασικών Αρχών Σχεδιασμού και Υλοποίησης των προγραμμάτων από τους ΕΑΡ Παροχείς, έχει αναπτύξει τον οδηγό EAP Buyers Guide, τον οποίο μπορούν να συμβουλευτούν οι εργοδότες ή και τα υψηλόβαθμα στελέχη προκειμένου να αγοράσουν και να σχεδιάσουν ένα ποιοτικό ΕΑΡ, το οποίο θα αξίζει τα χρήματα που θα επενδύσουν» υπογραμμίζει η Χριστίνα Mαζουροπούλου, Senior Αccount Manager, HELLAS EAP, και εξηγεί: «Έχουν παρατηρηθεί τελευταία φαινόμενα όπου αξιολογείται πρωτίστως η τιμή και όχι η ποιότητα ενός ΕΑΡ προγράμματος ή να επιλέγονται φθηνές απομιμήσεις του ΕΑΡ που καλύπτουν μόνο τον εργαζόμενο και όχι την οικογένεια ή που περιορίζουν την τηλεφωνική υποστήριξη των εργαζομένων μόνο στις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος και σε συγκεκριμένες ώρες κατά τη διάρκεια της ημέρας.

Ο υποψήφιος αγοραστής θα πρέπει να εξετάζει με προσοχή και μεγάλη επιφύλαξη κάθε τέτοια περίπτωση φθηνών απομιμήσεων, διότι δεν αναγνωρίζονται από τον Διεθνή Σύλλογο ως ΕΑΡ, δεν έχουν ποτέ αξιολογηθεί στη διεθνή βιβλιογραφία ως προς την αποτελεσματικότητά τους και συνήθως η χαμηλή τιμή συνεπάγεται και χαμηλής ποιότητας υπηρεσίες. Με βάση τα διεθνή πρότυπα, υπάρχουν συγκεκριμένες ερωτήσεις/κριτήρια για την επιλογή παρόχου ποιοτικού και αυθεντικού ΕΑΡ που θα συμβάλλει τα μέγιστα στο στρατηγικό πλάνο ανάπτυξης του οργανισμού, όπως:

  • Αποτελεί η παροχή των ΕΑΡ την κύρια δραστηριότητα της εταιρείας/παρόχου ή είναι μόνο μια υπηρεσία που παρέχεται από μια εταιρεία με διαφορετικό αντικείμενο;
  • Διαθέτει εμπειρία στον τομέα των ΕΑΡ και προαγωγής της ψυχικής υγείας στον εργασιακό χώρο καθώς και συστάσεις από εταιρείες που ήδη υλοποιούν ΕΑΡ προγράμματα;
  • Διαθέτει επιστημονικά επαρκές, εξειδικευμένο και με πιστοποιήσεις στον τομέα των ΕΑΡ προσωπικό;
  • Παρέχει 24ωρη, 7 ημέρες την εβδομάδα, 365 μέρες τον χρόνο κάλυψη και πρόσβαση στους δικαιούχους;
  • Καλύπτει τους εργαζόμενους αλλά και τα μέλη των οικογενειών τους;
  • Παρέχει εξειδικευμένη Συμβουλευτική Καθοδήγηση στην ηγεσία και υψηλόβαθμα στελέχη σε τομείς που άπτονται του ανθρώπινου παράγοντα;
  • Χρησιμοποιεί επιστημονικά εργαλεία για την αξιολόγηση των αναγκών του εργασιακού χώρου;
  • Αποδίδει μετρήσιμα ποιοτικά και ποσοτικά αποτελέσματα συμπεριλαμβανομένου και του R.O.I.;
  • Διαθέτει επαρκείς πόρους (δίκτυο) και δομές για τη διαχείριση μιας σοβαρής και εκτενούς γεωγραφικά κρίσης;».

Τα βασικά κριτήρια επιλογής του συνεργάτη EAP, σύμφωνα με τη Ν. Γιαννακά είναι: να καλύπτει τις βασικές απαιτήσεις για την παροχή υπηρεσιών ΕΑΡ, όπως τεχνογνωσία και εμπειρία σε ΕΑΡ, πανελλαδικό δίκτυο αδειούχων ψυχολόγων και εξειδικευμένων συμβούλων, άδεια από τις αρχές, πιστοποιητικό ISO, οργανωτική επάρκεια και γνώση του επιχειρείν.

Οι εργαζόμενοι που βιώνουν δυσφορία ή αποτυχία από συμπεριφορικές ή συναισθηματικές δυσκολίες επωφελούνται ουσιαστικά από την εύκολη πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Οι επιχειρήσεις με καθιερωμένο EAP για την ψυχική υγεία βοηθούν να απομακρύνονται τα εμπόδια μεταξύ του εργαζόμενου και τέτοιων υπηρεσιών που μπορούν να προσφέρουν ουσιαστική βελτίωση.

Ωστόσο, τα προγράμματα EAP δεν είναι όλα ισοδύναμα ως προς τα οφέλη που έχουν για τους αποδέκτες τους. Έρευνες σε αποτελέσματα της θεραπείας δείχνουν ότι οι πελάτες έχουν σημαντικά καλύτερη πορεία, με ταχύτερη επίλυση των προβλημάτων και μείωση των συμπτωμάτων, όταν συνεργάζονται με υψηλής ποιότητας και έμπειρους θεραπευτές. Υπάρχει, επίσης, υψηλός βαθμός απόρριψης για θεραπευτές που είναι άπειροι και λιγότερο εξειδικευμένοι με αποτέλεσμα τα προβλήματα και τα συμπτώματα να επιμένουν περισσότερο για τους εργαζομένους που λαμβάνουν ανεπαρκή μεταχείριση, ενώ τα πολυάριθμα κόστη στον χώρο εργασίας που συνοδεύουν τα ψυχολογικά προβλήματα συνεχίζουν να συσσωρεύονται. Πράγματι, η διαφορά στο αποτέλεσμα για τους θεραπευτές με διαφορετικά επίπεδα δεξιοτήτων είναι τόσο σημαντική που οι εργαζόμενοι κάνουν συνεδρίες με έμπειρους και εξειδικευμένους συμβούλους/θεραπευτές δείχνουν κατά μέσο όρο σημαντικά περισσότερες βελτιώσεις και πιο γρήγορα από αυτούς που συνεργάζονται με λιγότερο έμπειρους και εξειδικευμένους θεραπευτές. Επίσης, οι θεραπευτές με το φτωχότερο αποτέλεσμα επιδεινώνουν τους πελάτες τους κατά μέσο όρο – όχι μόνο περιστασιακά, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων τους. Αυτοί μπορεί να αναφέρονται ως «Τοξικοί» θεραπευτές.

Αυτές οι έρευνες σχετικά με την αποτελεσματικότητα του θεραπευτή είναι σημαντικές, διότι κάποιες εταιρείες παροχής προγραμμάτων στήριξης εργαζομένων, κυρίως για λόγους κόστους, δεν έχουν στους κόλπους τους πιο αξιόλογους συμβούλους / θεραπευτές. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις. Ενώ οι μέσοι θεραπευτές συνήθως έχουν μέτρια θετική επίδραση στους πελάτες, οι τοξικοί θεραπευτές προκαλούν μετρήσιμη βλάβη σε όσους καταφεύγουν σε αυτούς για βοήθεια και υποστήριξη. Αντίθετα, οι εξαιρετικοί θεραπευτές οδηγούν τους πελάτες τους σε ουσιαστικά καλύτερα αποτελέσματα, και το κάνουν πολύ πιο γρήγορα από τους μέσους θεραπευτές.

Σε αντίθεση με τα στάνταρ EAP, τα «Premium» EAP επενδύουν σημαντικό χρόνο στην αγορά για την ταυτοποίηση και επιλογή των εξαιρετικών συμβούλων/θεραπευτών. Οι εξαιρετικοί θεραπευτές προσδιορίζονται με βάση την εμπειρία, τη φήμη, την αναθεώρηση των προσόντων και την αξιολόγηση από έμπειρους γιατρούς. Μόνο όσοι πληρούν τα υψηλότερα πρότυπα γίνονται αποδεκτοί ως σύμβουλοι Premium EAP. Οι εξαιρετικοί θεραπευτές είναι σε θέση να βοηθήσουν τους εργαζόμενους, να επιλύσουν τις δυσκολίες τους και να επιστρέψουν στην κανονική λειτουργία όσο το δυνατόν ταχύτερα. Δεδομένων των ουσιαστικών διαφορών στην έκβαση της πορείας του ανθρώπινου δυναμικού που συνεργάζεται με εξαιρετικούς θεραπευτές και τοξικούς θεραπευτές, καθώς και τα αρνητικά αποτελέσματα που ακολουθούν και που προκύπτουν όταν ένας εργαζόμενος δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, η προστιθέμενη αξία από προσεκτική επιλογή των εξαιρετικών θεραπευτών στο Premium EAP γίνεται προφανής.