Οι ελλείψεις δεξιοτήτων στην Ευρώπη επιδρούν αρνητικά στις προοπτικές ανάπτυξης των επιχειρήσεων και της οικονομίας της ηπείρου, σύμφωνα με τη νέα έρευνα της ΕΥ, Building a Better Working Europe, η οποία εντάσσεται στη σειρά ερευνών EY Attractiveness.

Οι πιο ανησυχητικές ελλείψεις σε ταλέντα αφορούν στις ψηφιακές δεξιότητες, με την κυβερνοασφάλεια (48%), την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) και τη ρομποτική (48% και οι δύο) να αναγνωρίζονται από τους ερωτηθέντες ως οι πιο δυσεύρετες δεξιότητες. Μεταξύ των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα, το 60% έχει συμπεριλάβει στο πλαίσιο της στρατηγικής του τον ψηφιακό μετασχηματισμό, το 57% έχει συμπεριλάβει τη στρατηγική για το ανθρώπινο δυναμικό στο πρόγραμμα ψηφιακού μετασχηματισμού, ενώ το 54% έχει στο οργανόγραμμά του έναν chief digital officer (CDO) ή chief information technology officer (CITO).

Αυτά τα τρία στοιχεία, ωστόσο, συνυπάρχουν μόνο στο 17% των επιχειρήσεων που έχουν ταξινομηθεί στην έρευνα ως «ψηφιακά ώριμες» και έχουν έναν ειδικό σε θέματα τεχνολογίας στο διοικητικό τους συμβούλιο, αλλά και μια στρατηγική για το ανθρώπινο δυναμικό ενσωματωμένη στο πρόγραμμα μετασχηματισμού τους. Οι ψηφιακά ώριμες επιχειρήσεις, οι οποίες διαχειρίζονται τη στρατηγική του ανθρώπινου δυναμικού σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου, τείνουν να έχουν υψηλότερη παραγωγικότητα (76%), σε σχέση με αυτές που τους ακολουθούν (73%) και με αυτές που μένουν πίσω (65%).

Επιπρόσθετα, ο ρυθμός εναλλαγής του προσωπικού είναι πολύ χαμηλότερος στις τεχνολογικά ώριμες επιχειρήσεις, σε σχέση με τις άλλες δύο προαναφερθείσες κατηγορίες (71% και 74%, αντίστοιχα). Σύμφωνα με την έρευνα, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αναγνωρίζουν ότι αντιμετωπίζουν έλλειψη δεξιοτήτων, ενώ το 89% αναφέρει ότι επενδύουν στη βελτίωση των ψηφιακών δεξιοτήτων καινούριων και παλαιών εργαζομένων. Ωστόσο, μόνο το 43% των επιχειρήσεων έχει μια στρατηγική ανθρώπινου δυναμικού, η οποία εκτείνεται σε βάθος μεγαλύτερο της τριετίας.