Συχνά οι παροχές που δίνονται στο πλαίσιο ενός προγράμματος εταιρικής κοινωνικής ευθύνης συγχέονται με τις οικειοθελείς παροχές που ενδέχεται να παρέχει η ίδια επιχείρηση προς τους εργαζομένους της. Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εργοδότη ανάλογα με το πώς θα χαρακτηρίσει μια παροχή.

Μέσω των προγραμμάτων ΕΚΕ μια επιχείρηση προβαίνει σε παροχές προς την κοινωνία, το εργατικό δυναμικό και το περιβάλλον πέραν από εκείνες που τη δεσμεύουν από το ήδη υπάρχον νομικό πλαίσιο (π.χ. νόμος, ΣΣΕ, τοπικά σύμφωνα κλπ.), οικοδομώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο σχέση εμπιστοσύνης με την κοινωνία εντός της οποίας δραστηριοποιείται και με τους ανθρώπους της, μειώνοντας το λειτουργικό κόστος της και προβάλλοντας ένα καλό εταιρικό κοινωνικό προφίλ.

Πρόκειται για εθελοντικές πρωτοβουλίες και δραστηριότητες που οι ίδιες οι επιχειρήσεις μονομερώς αναλαμβάνουν προκειμένου να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητά τους, να διατηρήσουν και προσελκύσουν ικανό και εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό και να δημιουργήσουν και προβάλλουν μια καλή δημόσια εικόνα, ικανή να τις βοηθήσει να ανταπεξέλθουν και να ξεπεράσουν με χαμηλό γι’ αυτές κόστος σκάνδαλα ή άλλα οικονομικά ρίσκα, που σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να τις οδηγήσουν στη μείωση της οικονομικής και αγοραστικής τους δύναμης. Η διαμόρφωση και κατάρτιση προγραμμάτων ΕΚΕ αποτελεί στην ουσία μια καθαρά επιχειρηματική απόφαση.

Η κοινωνική ευθύνη απέναντι στο ανθρώπινο δυναμικό μιας επιχείρησης συνήθως εστιάζεται σε συγκεκριμένους τομείς που αφορούν την υγεία και την ασφάλιση, τη συνεχή εκπαίδευση και επιμόρφωση των εργαζομένων, τη χορήγηση ειδικών και επιπλέον παροχών για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου τους (π.χ. κουπόνια για την αγορά τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης), την προώθηση και προάσπιση του διαλόγου των κοινωνικών εταίρων εντός της επιχείρησης και το σεβασμό της προσωπικής ζωής των εργαζομένων με την καθιέρωση νέων και ευέλικτων μορφών εργασίας.

Οι παροχές που αφορούν το εργατικό δυναμικό (όπως π.χ. η χορήγηση άτοκων δανείων, η δωρεάν ή με μικρό κόστος υγειονομική περίθαλψη, η χορήγηση κουπονιών, η διαμόρφωση παιδικών σταθμών εντός της επιχείρησης κ.ά.) για να χαρακτηριστούν πράξεις ΕΚΕ πρέπει να έχουν εθελοντικό χαρακτήρα, να αποφασίζονται μονομερώς από τη διεύθυνση της επιχείρησης, χωρίς τη σύμπραξη ή τη διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και να παρέχονται σε όλους τους εργαζομένους χωρίς διάκριση.

Οι ως άνω παροχές έχουν τον χαρακτήρα οικειοθελών παροχών, εντούτοις οι τελευταίες έχουν χαρακτήρα περισσότερο ανταποδοτικό, με την έννοια ότι θα πρέπει να σχετίζονται με την παροχή της εργασίας ή τη διευκόλυνση των εργαζομένων κατά την παροχή της, χωρίς να έχουν ευρύτερο κοινωνικό ή ανθρωπιστικό ενδιαφέρον καθώς επίσης και ότι δεν απαιτείται η χορήγησή τους σε όλους τους εργαζομένους παρά μόνο σε εκείνους που έχουν τα ίδια προσόντα και παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες.

Μία σημαντική διαφορά των πράξεων ΕΚΕ από τις οικειοθελείς παροχές είναι ότι προκειμένου να μην καθιερωθεί επιχειρησιακή πρακτική με τις τελευταίες, θα πρέπει ο εργοδότης να έχει επιφυλαχθεί κατά την παροχή τους ότι διατηρεί το δικαίωμα ελεύθερης ανάκλησής τους.

Σε αντίθετη περίπτωση, έχει κριθεί από τη νομολογία ότι η επί μακρόν χρόνο και ομοιόμορφη οικειοθελής παροχή συνιστά επιχειρησιακό έθιμο ή πρακτική και για το λόγο αυτό η ανάκλησή της από τον εργοδότη αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας.

Επιπλέον, πολλές οικειοθελείς παροχές χαρακτηρίζονται από τη νομολογία ότι αποτελούν μισθό λόγω ακριβώς της τακτικής καταβολής τους και της ανταποδοτικής ή προς διευκόλυνση της παροχής της φύσης τους. Αντιθέτως, οι παροχές που ενσωματώνονται σε πρόγραμμα ΕΚΕ δεν χρειάζεται να διευκρινιστούν ότι έχουν παροδικό και εφήμερο χαρακτήρα, αφού είναι δεδομένο ότι αποτελούν εθελούσιες πέραν από τις εκ του νόμου ή αλλού προβλεπόμενες παροχές, στηριζόμενες σε ένα ευρύτερο «ηθικό» καθήκον των επιχειρήσεων.

Βέβαια, σε κάθε περίπτωση η Διεθνής Οργάνωση Εργοδοτών προειδοποιεί τα μέλη της, οι παροχές αυτές να είναι χρονικά περιορισμένες και να τονίζεται ο παροδικός τους χαρακτήρας προκειμένου να αποφευχθούν παρανοήσεις εκ μέρους των εργαζομένων, ωστόσο κατά την άποψή μας κάτι τέτοιο είναι περιττό, δεδομένου της ηθικής χροιάς της ίδιας της έννοιας της ΕΚΕ και της υλοποίησής της μέσω προγραμμάτων ΕΚΕ.

Για το λόγο αυτό άλλωστε τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι διεθνείς οργανισμοί όσο και οι ίδιες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών αποφεύγουν να θέσουν την ΕΚΕ εντός ενός κανονιστικού πλαισίου, φοβούμενοι ότι κάτι τέτοιο θα αποχαρακτηρίσει τη φύση της.