Η σχέση εργασίας συνιστά μια διαρκή ενοχική σχέση εξελισσόμενη μέσα στο χρόνο και υλοποιούμενη κατά τη διάρκειά της.

Το συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον, που διαμορφώνεται από τη συνεχή εξέλιξη της τεχνολογίας, την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, τις πρόσφατες νομοθετικές αλλαγές και τις επακόλουθες νέες ευέλικτες μορφές εργασίας δημιουργεί την επιτακτική ανάγκη προσαρμογής της επιχείρησης στις νέες συνθήκες, χωρίς να μπορούν να μείνουν ανεπηρέαστοι και οι όροι εργασίας.

Η σύναψη νέας σύμβασης εργασίας και ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας από τον εργοδότη, είτε με την άσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος είτε κατόπιν σχετικής ρήτρας της σύμβασης εργασίας, αποτελούν τους νόμιμους τρόπους μεταβολής των όρων εργασίας. Ωστόσο, η μονομερής, εκ μέρους του εργοδότη, μεταβολή των όρων εργασίας είναι δυνατή σε περιορισμένη μόνο έκταση (τόπος, χρόνος, τρόπος παροχής της εργασίας) και δεν μπορεί να αφορά τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης εργασίας, (π.χ. αποδοχές ή είδος εργασίας), για τους οποίους απαιτείται κατά κανόνα συναίνεση του εργαζομένου.

Ο τελευταίος δεν έχει λόγο να αποδεχθεί μία δυσμενή τροποποίηση των όρων εργασίας του, εκτός εάν ο εργοδότης του καταστήσει σαφές ότι από την αποδοχή ή την απόρριψη της συγκεκριμένης δυσμενούς μεταβολής εξαρτάται, τελικά, η διατήρηση της εργασίας του. Η συλλογιστική αυτή οδηγεί στην έννοια της τροποποιητικής καταγγελίας. Τροποποιητική καταγγελία είναι η καταγγελία που γίνεται υπό την αίρεση της απόρριψης από τον εργαζόμενο της πρότασης τροποποίησης των όρων εργασίας. Ειδικότερα, με την τροποποιητική καταγγελία ο εργοδότης καλεί τον εργαζόμενο να αποδεχθεί την προτεινόμενη μεταβολή, θέτοντας του στην πραγματικότητα το δίλημμα, είτε να αποδεχθεί τους νέους όρους, είτε διαφορετικά να απολυθεί. Η τροποποιητική καταγγελία πρέπει να συγκεντρώνει όλες τις προϋποθέσεις νομιμότητας μίας κοινής καταγγελίας, που είναι η τήρηση του έγγραφου τύπου για το σύνολο της πράξης, η καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης και η τήρηση της νόμιμης προθεσμίας προειδοποίησης.

Επιπλέον, πρέπει να τίθεται στη διάθεση του εργαζομένου εύλογος χρόνος, προκειμένου να αποφασίσει περί αποδοχής ή απόρριψης των προτεινόμενων νέων όρων εργασίας. Επιπρόσθετα, η τροποποιητική καταγγελία προκειμένου να είναι έγκυρη δεν πρέπει να αντίκειται σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου (π.χ. απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος), και επίσης, όταν προτείνεται, πρέπει να εναρμονίζεται με την αρχή της αναλογικότητας. Ειδικότερα, η προτεινόμενη τροποποίηση των όρων εργασίας πρέπει να δικαιολογείται από σπουδαίους, αντικειμενικούς λόγους, είτε ατομικούς (αναφερόμενους στο πρόσωπο ή στη συμπεριφορά του μισθωτού) είτε οικονομικοτεχνικούς (αναγόμενους στο επιχειρηματικό πεδίο δράσης και ευθύνης του εργοδότη), που να έχουν τέτοιο περιεχόμενο, ώστε κατά την καλή πίστη να μπορεί να αξιώσει κανείς από το μισθωτό να τους αποδεχτεί.

Η επιλογή, τέλος, των μισθωτών, προς τους οποίους απευθύνεται, πρέπει να γίνεται με βάση κοινωνικά κριτήρια και να λαμβάνονται υπόψη οι προσωπικές ικανότητες και ιδιότητες, ούτως ώστε να επιλέγονται οι μισθωτοί εκείνοι, που πλήττονται λιγότερο από την τροποποίηση των όρων εργασίας.Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας ο εργοδότης, σε κάθε περίπτωση που οι ενέργειές του επηρεάζουν τις έννομες σχέσεις του εργαζομένου, πρέπει μεταξύ περισσότερων και εξίσου αποτελεσματικών μέσων, που έχει στη διάθεσή του για την προστασία των συμφερόντων του, να επιλέγει το ηπιότερο μέτρο, δηλαδή, το λιγότερο επαχθές για τον εργαζόμενο.

Στο πλαίσιο εφαρμογής της αρχής της ultima ratio, η τροποποιητική καταγγελία αποτελεί σαφώς ηπιότερο της κοινής καταγγελίας μέτρο και πρέπει να προηγείται αυτής, εφόσον είναι αντικειμενικά δυνατή η συνέχιση της απασχόλησης με διαφορετικούς όρους εργασίας, προκειμένου να διασωθεί η εργασιακή σχέση. Αντίστοιχα, όταν μια μεταβολή ή κατάργηση του εργασιακού όρου μπορεί να επιβληθεί δυνάμει του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη ή δυνάμει συμφωνημένου δικαιώματος ανάκλησης, η καταφυγή στο (επαχθέστερο, αφού θέτει σε άμεσο κίνδυνο τη θέση εργασίας) μέσο της τροποποιητικής καταγγελίας παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και εμφανίζεται ως καταχρηστική, και ως εκ τούτου δύναται να κριθεί παράνομη και άρα ακυρωτέα.

Συνοψίζοντας η πλήρωση των προαναφερθεισών προϋποθέσεων τυπικής και ουσιαστικής νομιμότητας της τροποποιητικής καταγγελίας συνεπάγεται τη λύση της συμβάσεως εργασίας, η οποία επέρχεται με την ισχυροποίηση της καταγγελίας, στην περίπτωση που ο εργαζόμενος αποκρούσει την προτεινόμενη μεταβολή των όρων εργασίας του.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητηµάτων σχετικών µε εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313