Κατά κανόνα κάθε φορά που ο εργοδότης καταγγέλλει τη σύμβαση εργασίας ενός εργαζομένου οφείλει να του καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης. Σε περίπτωση δε που δεν το πράξει η απόλυση θεωρείται άκυρη και ο εργαζόμενος μπορεί να αιτηθεί μισθούς υπερημερίας.

Ωστόσο, υπάρχουν εξαιρέσεις από τον παραπάνω κανόνα, κατά τις οποίες η απόλυση ενός εργαζομένου δεν συνεπάγεται και υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. Οι περιπτώσεις αυτές είναι συγκεκριμένες και συχνά είτε προβλέπονται στο νόμο είτε έχουν διαμορφωθεί νομολογιακά, προκειμένου να καλύψουν κενά του νόμου.

1. Ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας και να μην καταβάλλει αποζημίωση σε περίπτωση που ο εργαζόμενος διαπράξει κατά την άσκηση της υπηρεσίας του αξιόποινη πράξη και ο εργοδότης υποβάλλει μήνυση κατά αυτού. Πρόκειται για μορφή έκτακτης καταγγελίας, η οποία ωστόσο τελεί υπό την αίρεση ότι ο μισθωτός θα καταδικαστεί. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι εάν ο μισθωτός απαλλαγεί λόγω παραγραφής ή λόγω έμπρακτης μετάνοιας, τότε η απόλυση θεωρείται έγκυρη και δεν οφείλεται αποζημίωση.

Σε περίπτωση απαλλαγής του μισθωτού είτε λόγω αμφιβολίας είτε λόγω έλλειψης των αντικειμενικών και υποκειμενικών προϋποθέσεων της αξιόποινης πράξης, τότε η καταγγελία εξακολουθεί μεν να ισχύει (αν ο εργοδότης είχε τηρήσει τον έγγραφο τύπο) χωρίς να απαιτείται εκ νέου καταγγελία, αλλά ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει την εκ του νόμου αποζημίωση μετά την κοινοποίηση σε αυτόν της απαλλακτικής (αθωωτικής) απόφασης. Εάν δεν την καταβάλλει, η απόλυση θα είναι άκυρη και θα οφείλει μισθούς υπερημερίας. Επίσης, άκυρη θα θεωρηθεί η απόλυση αν κριθεί ότι η υποβολή μήνυσης έγινε προσχηματικά και άρα καταχρηστικά.

2. Σε περίπτωση που ο ίδιος ο μισθωτός με τη συμπεριφορά του εξαναγκάζει τον εργοδότη σε απόλυσή του, επίσης δεν οφείλεται αποζημίωση κατά την καταγγελία. Η συμπεριφορά του μισθωτού πρέπει να είναι προκλητική ή έκδηλη αντισυμβατική. Απαιτείται δηλαδή όχι μόνο ο μισθωτός να παραβιάζει τις από τη σύμβαση και το νόμο υποχρεώσεις του, αλλά και να υφίσταται δόλος εκ μέρους του, δηλαδή η συμπεριφορά του αυτή να έχει ως σκοπό να εξαναγκάσει τον εργοδότη να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης εργασίας του προκειμένου να λάβει τη νόμιμη αποζημίωση που διαφορετικά (π.χ. εάν παραιτούνταν) δεν θα δικαιούνταν.

3. Επίσης, λόγος για καταγγελία χωρίς την καταβολή αποζημίωσης είναι και η ανώτερη βία. Ως ανώτερη βία θεωρείται κάθε τυχηρό γεγονός που δεν θα μπορούσε να είχε προβλεφθεί ακόμη και με άκρα επιμέλεια του εργοδότη. Έτσι για παράδειγμα, η οριστική και ολική διακοπή των εργασιών μιας επιχείρησης αποτελεί λόγο ανώτερης βίας, στο βαθμό βέβαια που η διακοπή αυτή δεν αποτελεί απόρροια οικονομικών λόγων ή κακής διαχείρισης της επιχείρησης ή ακόμη και σε λόγους που ανάγονται στην περιρρέουσα κακή οικονομική κατάσταση.

Αντιθέτως, ως ανώτερη βία μπορεί να θεωρηθεί η αιφνίδια και βαριά ασθένεια του εργοδότη, η διαταγή της αρχής για κλείσιμο της επιχείρησης κ.λπ. Ειδικό ζήτημα αποτελεί η πτώχευση του εργοδότη. Η τελευταία, επίσης, οδηγεί σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας από τον σύνδικο, ωστόσο σε αυτήν την περίπτωση δεν απαιτείται η άμεση καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης προκειμένου αυτές να θεωρηθούν έγκυρες. Δηλαδή, δεν απαλλάσσεται ο εργοδότης από την καταβολή της αποζημίωσης, οι εργαζόμενοι όμως θα ικανοποιηθούν ως προς αυτήν από το εκπλειστηρίασμα.

4. Ο εργοδότης μπορεί, τέλος, να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας χωρίς την ανάγκη καταβολής αποζημίωσης σε περίπτωση που ο μισθωτός εμμένει στη συνέχιση απεργίας που έχει κριθεί παράνομη καθώς επίσης, και στην περίπτωση της αυθαίρετης απουσίας από την εργασία του. Για παράδειγμα, η επίσχεση εργασίας σε περίπτωση που δεν τηρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις θα μπορούσε να θεωρηθεί ως αυθαίρετη απουσία, εντούτοις η πρόσφατη νομολογία δέχεται ότι ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει τη νόμιμη αποζημίωση.

Η δυνατότητα, λοιπόν, καταγγελίας της σύμβασης εργασίας χωρίς αποζημίωση απόλυσης από τον εργοδότη μπορεί να γίνει μόνο όταν πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις και θα πρέπει η κάθε περίπτωση να διερευνάται ad hoc, δεδομένου ότι και η νομολογία μεταβάλλεται και προσαρμόζεται στο περιβάλλον εντός του οποίου καλείται να ερμηνεύσει τους νόμους.