Τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων καθώς και η λειτουργία και δράση των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων εξειδικεύονται κυρίως στον νόμο 1264/1982. Καταλαμβάνει όσους απασχολούνται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (μισθωτοί) συμπεριλαμβανομένων των εργαζόμενων στο Δημόσιο, Ν.Π.Δ.Δ ή Ο.Τ.Α.

Στο άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 1264/1982 ορίζεται ευθέως από τον νόμο ότι: «είναι άκυρη η καταγγελία σχέσης εργασίας για νόμιμη συνδικαλιστική δράση», στην οποία «νόμιμη συνδικαλιστική δράση» περιλαμβάνεται και η συμμετοχή σε νόμιμη απεργία, ως και οι ενέργειες που αποσκοπούν στην κήρυξή της και γενικότερα κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί στη διαφύλαξη και προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Η προστασία συνδικαλιστικού στελέχους προϋποθέτει γνώση από τον εργοδότη της συνδικαλιστικής ιδιότητας του εργαζομένου. Για να είναι δε άκυρη κατά το ως άνω άρθρο η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δεν απαιτείται η συνδικαλιστική δράση να αποτελεί την αποκλειστική αιτία της απόλυσης του μισθωτού, αλλά αρκεί ότι συνετέλεσε απλώς στη λήψη της σχετικής απόφασης του εργοδότη για τη καταγγελία, με την έννοια ότι χωρίς αυτήν ο εργοδότης δεν θα κατήγγειλε τη σύμβαση (ΑΠ 2183/2013, ΑΠ 713/2010, ΑΠ 282/2009, ΑΠ 561/2007) και μάλιστα ανεξαρτήτως του εάν από τη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου προκλήθηκε ή όχι προσωπική διένεξη μεταξύ αυτού και του εργοδότη. (ΑΠ 2183/2013). Εξάλλου, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, όταν γίνεται αποκλειστικά από εκδίκηση ή εχθρότητα του εργοδότη προς το πρόσωπο του μισθωτού οφειλόμενη σε προηγούμενη συνδικαλιστική δράση του τελευταίου, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, είναι δε άκυρη ως καταχρηστική σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 281,174 και 180 ΑΚ.

Οι λόγοι για τους οποίους (περιοριστικά) απολύονται οι προστατευόμενοι συνδικαλιστές, κατά το άρθρο 14 του ν. 1264/1982, για τη συνδρομή των οποίων αποφασίζει η Επιτροπή Προστασίας συνδικαλιστικών Στελεχών του άρθρου 15 του ιδίου νόμου είναι:

    α) Όταν κατά τη σύναψη της σύμβασης εργασίας με τον εργοδότη, ο εργαζόμενος τον εξαπάτησε παρουσιάζοντας ψεύτικα πιστοποιητικά ή βιβλιάρια για να προσληφθεί ή να λάβει μεγαλύτερη αμοιβή.
    β) Όταν ο εργαζόμενος απεκάλυψε βιομηχανικά ή εμπορικά μυστικά ή ζήτησε ή δέχτηκε αθέμιτα πλεονεκτήματα, κυρίως προμήθειες από τρίτους.
    γ) Όταν ο εργαζόμενος προκάλεσε σωματικές βλάβες ή εξύβρισε σοβαρά ή απείλησε τον εργοδότη ή τον εκπρόσωπό του.
    δ) Όταν ο εργαζόμενος επίμονα και αδικαιολόγητα αρνήθηκε να εκτελέσει την εργασία για την οποία έχει προσληφθεί.
    ε) Όταν ο εργαζόμενος τέλεσε κλοπή ή υπεξαίρεση σε βάρος του εργοδότη ή του εκπροσώπου του.
    στ) Όταν ο εργαζόμενος δεν προσέρχεται αδικαιολόγητα στην εργασία του για διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) ημερών».

Η μη συνδρομή κάποιου από τους ανωτέρω αναφερόμενους λόγους απόλυσης και η μη διαπίστωσή του από την επιτροπή προστασίας του άρθρου 15 καθιστά την απόλυση άκυρη. Η επίκληση όμως από τον εργαζόμενο της προστασίας των άρθρων 14 και 15 του Ν. 1264/1982 με αίτημα την επιδίκαση μισθών υπερημερίας εξαιτίας της άκυρης απόλυσης υπερβαίνει προφανώς τα όρια του άρθρου 281 του ΑΚ και είναι καταχρηστική, όταν το συνδικαλιστικό στέλεχος µε κακόβουλη συμπεριφορά του που εξέρχεται των ορίων της γνήσιας συνδικαλιστικής δράσης, έχει κλονίσει κατά αντικειµενική κρίση, σε τέτοιο βαθμό το αναγκαίο κλίµα εµπιστοσύνης και συνεργασίας που πρέπει να υπάρχει µεταξύ των µερών µε αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία της σχέσεως εργασίας στο μέλλον. (2482/2017 Εφ. Θεσσαλ, 398/2016 Εφ. Πειραιώς).

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387,
F: 210-6460313