Υπό την επίδραση λοιπόν του ευρωπαϊκού φεμινιστικού κινήματος αλλά και των διεθνών τάσεων σε θέματα ισότητας, ο κοινοτικός νομοθέτης αποτέλεσε τον προπομπό των θεσμικών μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της άρσης των ανισοτήτων. Σταδιακά, το ενδιαφέρον μετατοπίστηκε από την άρση των ανισοτήτων, στις θετικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών και στην ενσωμάτωση της διάστασης του φύλου (gender mainstreaming) για την απασχόληση.
Αλλαγές στην αγορά εργασίας της κρίσης
Μετά την έναρξη της κρίσης, η ανεργία των γυναικών, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, δεν τροφοδοτήθηκε μόνο από απολύσεις, καθώς μεγάλος αριθμός, στις παραγωγικές ηλικίες των 30, 40 και 50, που προηγουμένως δεν αναζητούσαν εργασία, εντάχθηκαν στην αγορά για να ενισχύσουν το συρρικνούμενο οικογενειακό εισόδημα, αν και πολλές εξ αυτών εντάχθηκαν τελικώς στα μητρώα των ανέργων. Στο δημόσιο τομέα, παράλληλα, οι απολύσεις συμβασιούχων έπληξαν πολύ περισσότερο γυναίκες απ’ ό,τι άνδρες, ο δραστικός περιορισμός των προσλήψεων «έθαψε» τις επαγγελματικές προοπτικές χιλιάδων νέων μορφωμένων γυναικών που επικρατούσαν παραδοσιακά έναντι των ανδρών στις προσλήψεις, ενώ οι αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα ώθησαν πρόωρα στη σύνταξη πολλές γυναίκες υπαλλήλους μέσης ηλικίας.
Στο κρισιμότατο πεδίο του εργατικού δικαίου, πράγματι, οι μνημονιακές πολιτικές αναμφίβολα κατάργησαν θεμελιώδη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, ενώ οι πρωτοφανείς αυτές ανατροπές κατέληξαν σε κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας, των ασταθών μορφών απασχόλησης, της ποσοτικής ευελιξίας στην εργασία, καθώς και σε πλήρη αποδόμηση της αγοράς, με κύριους αποδέκτες τις γυναίκες. Αρχικά, με τους Νόμους 3845/2010, 3863/2010, 3899/2010 και 3920/11, 3979/11, 3986/11, 4024/2011 του Μνημονίου Ι εισήχθησαν στοχευμένα αλλεπάλληλες μισθολογικές περικοπές σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, υποβάθμιση και αμφισβήτηση του ρόλου των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε επίπεδα ΕΓΣΣΕ, κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων.
Ακολούθως, με το σαρωτικό κύμα του Μνημονίου ΙΙ (Ν. 4046/2012 και Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 6/28-2 -2012), πολλώ δε μάλλον με το πρόσφατο Μνημόνιο ΙΙΙ (Ν. 4093/2012), στοχοποιούνται ακόμη περισσότερο οι απολύσεις εργαζόμενων, κατά κύριο λόγο εργαζόμενων νέων μητέρων έως 40 ετών, ενώ, πέρα από τις μειώσεις στα κατώτατα όρια της ΕΓΣΣΕ, έχουν επιβληθεί μονομερώς εσωτερική υποτίμηση μισθών και ανακαθορισμός των κατώτατων αμοιβών, μισθών και ημερομισθίων. Τα εν λόγω μέτρα δημιούργησαν ένα στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης και μια αναχρονιστική ανταγωνιστικότητα, βασισμένη στην υποαμειβόμενη και ασταθή εργασία, η οποία ελάχιστα ταιριάζει σε ευρωπαϊκή χώρα.
Άνιση μεταχείριση στην απασχόληση
Και ενώ οι λόγοι που γεννούν ανισότητα μπορούν να αντιμετωπιστούν με θεσμικές, διαρθρωτικού χαρακτήρα, μεταρρυθμίσεις, η μεταβολή των παραδοσιακών προκαταλήψεων επέρχεται επίπονα και αργόσυρτα. Δεδομένου ότι οι διακρίσεις εδράζονται σε κυρίαρχες στερεοτυπικές αντιλήψεις με βαθιές ρίζες στην κοινωνική παράδοση, σε βαθμό που θεωρούνται δικαιολογημένες, το όποιο νομοθετικό πλαίσιο κατά των διακρίσεων θα παρέμενε απολύτως ανεπαρκές, εάν δεν απέβλεπε στην πρόκληση ανακλαστικών αντιπαλότητας με φαινόμενα διατήρησης των διακρίσεων λόγω φύλου. Μια νομοθεσία λογίζεται, άρα, ότι έχει πετύχει την πλήρη εφαρμογή της αρχής της ισότητας, όταν η θετική παρέμβασή της δεν είναι απλώς διορθωτική της τυπικής ισότητας, αλλά μεταβάλλει τις κοινωνικές εκείνες δομές που αποτελούν πηγή ουσιαστικής ανισότητας. Όταν η θεσμική παρέμβαση καταφέρει να επηρεάσει τις κοινωνικές αντιλήψεις, ώστε να αποκατασταθεί η αξία της γυναίκας που καταπιέζεται σε κοινωνικά μειονεκτούσες κατηγορίες, τότε έχουν επιτευχθεί οι κοινωνικοί στόχοι του δικαίου της έμφυλης ισότητας.