Σήμερα, οι προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι εργαζόμενοι είναι μεγαλύτερες και πιο πολύπλοκες από ποτέ. Αν σε αυτό προστεθεί και η εντατικοποίηση του παγκόσμιου ανταγωνισμού, η γνώση, η όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη κατάρτιση και η εξειδίκευση των εργαζομένων, αναδεικνύεται σε κρίσιμης σημασίας τόσο για την επαγγελματική επιβίωση και ανάπτυξη των ίδιων όσο και για την επιβίωση και ευημερία των εταιρειών.
Οι εποχές όπου οι άνθρωποι ολοκλήρωναν σε νεαρή ηλικία τις σπουδές τους ή την όποια κατάρτισή τους και έμπαιναν στον εργασιακό στίβο, βασιζόμενοι από εκεί και πέρα αποκλειστικά στις αποκτηθείσες γνώσεις και στην εμπειρία έχουν περάσει ανεπιστρεπτί – αν τελικά υπήρξαν πραγματικά ποτέ. Σήμερα, οι εργαζόμενοι ολοένα και περισσότερο αναζητούν ευκαιρίες για διεύρυνση των γνώσεών τους ή και για την απόκτηση νέων και επιδιώκουν την περαιτέρω εκπαίδευσή τους, είτε με τη μορφή απόκτησης ενός μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών είτε μέσα από την παρακολούθηση σχετικών σεμιναρίων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Την ίδια στιγμή, οι εταιρείες επιδιώκουν και επιλέγουν όχι απλώς να εντάσσουν στο δυναμικό τους τέτοιους εργαζόμενους, αλλά και ενθαρρύνουν και βοηθούν το προσωπικό τους στην απόκτηση νέων γνώσεων, προκειμένου να μπορούν να ανταποκριθούν στις προκλήσεις των καιρών αλλά και να αξιοποιήσουν τις νέες ευκαιρίες που αναδύονται. Και αυτό γιατί οι επιχειρηματικές σπουδές αλλά και κάθε είδους επιχειρηματική κατάρτιση είναι ο δρόμος όχι μόνο για απόκτηση γνώσης και εξειδίκευσης, αλλά και για την επίτευξη της ευθυγράμμισης των εργαζομένων και κατά συνέπεια των εταιρειών με τις ραγδαίες εξελίξεις σε διάφορους τομείς, όπως για παράδειγμα αυτούς της διοίκησης και της τεχνολογίας.
Μεταπτυχιακά προγράμματα
Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να συνεχίζουν τις σπουδές τους σε μεταπτυχιακό επίπεδο, με τους ήδη εργαζόμενους να δείχνουν σαφή προτίμηση σε επιχειρηματικές σπουδές. Διάφορες έρευνες επιβεβαιώνουν αυτό που οι περισσότεροι διαπιστώνουν και στην πράξη: η ζήτηση για εργαζόμενους κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου σχετικού με τη διοίκηση επιχειρήσεων είναι μεγαλύτερη, ενώ μεγαλύτερες είναι και οι απολαβές τους. Ενδεικτικά αναφέρεται η περυσινή έρευνα της GMAC (Graduate Management Admission Counsil), σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες δείχνουν σαφή προτίμηση αλλά και αναζητούν υποψήφιους οι οποίοι κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο σχετικό με την ειδικότητά τους. Τα MBA και γενικότερα τα Masters in Administration φαίνεται ότι κατέχουν την πρωτιά τόσο σε ό,τι αφορά τις προτιμήσεις των εργαζομένων όσο και στη ζήτηση από πλευράς των εταιρειών. Ανοδικές τάσεις, σύμφωνα με τις έρευνες, δείχνουν να έχουν και προγράμματα σπουδών που εστιάζουν στις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως για παράδειγμα τα Data Analytics, και σε άλλους τομείς στους οποίους οι απαιτήσεις είναι ολοένα και μεγαλύτερες εξαιτίας των εξελίξεων στην αγορά, όπως για παράδειγμα το marketing αλλά και η λογιστική.
Τις διεθνείς τάσεις φαίνεται ότι ακολουθεί και η χώρα μας, παρά τις επιπλέον δυσκολίες που δημιουργεί η συνεχιζόμενη οικονομική κρίση. Όπως επισημαίνει ο Δρ. Παύλος Βλάχος, Επίκουρος Καθηγητής Μάρκετινγκ και Ακαδημαϊκός Διευθυντής του προγράμματος The ALBA MBA στο ALBA Graduate Business School at Τhe American College of Greece: «Η ζήτηση μεταπτυχιακών προγραμμάτων στην Ελλάδα επιδεικνύει μικρή αυξητική τάση. Αυτή θα διευκολυνθεί σημαντικά από περισσότερη σταθερότητα στο πολιτικό περιβάλλον. Περιμένουμε να δούμε πώς το Brexit θα επηρεάσει την ζήτηση. Γενικά, μετά από 8 χρόνια ύφεσης και αναμονής, οι υποψήφιοι αρχίζουν να αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να προετοιμαστούν για ένα οικονομικό περιβάλλον που θα αρχίσει να αναπτύσσεται. Επίσης, η αγορά εργασίας αν και δεν είναι δυναμική, προσφέρει ευκαιρίες για εξειδικευμένα στελέχη με καλή εκπαίδευση». Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι η οικονομική συγκυρία οδηγεί αρκετούς εργαζομένους στην αναζήτηση νέων επαγγελματικών δρόμων μέσω της απόκτησης ενός μεταπτυχιακού τίτλου, διαφορετικού αντικειμένου από το πτυχίο τους.
«Πολλοί πλέον υποψήφιοι ζητούν να κάνουν μεταπτυχιακό προκειμένου να κάνουν στροφή στην καριέρα τους, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο στην ελληνική αγορά. Προβλέπω μεγαλύτερη ζήτηση στο μέλλον να δημιουργείται από αυτήν την ανάγκη», εξηγεί ο Δρ. Π. Βλάχος. Σε ό,τι αφορά τα είδη των μεταπτυχιακών προγραμμάτων που φαίνεται ότι προτιμούν οι Έλληνες, αλλά και τη μορφή που αυτά έχουν, ο ίδιος υποστηρίζει ότι: «Το ΜΒΑ εξακολουθεί να είναι το περισσότερο δημοφιλές μεταπτυχιακό. Τα executive MBAs (αφορούν σε εργαζόμενους/στελέχη με περισσότερα από 10+ χρόνια εργασιακής εμπειρίας) παρουσιάζουν οριακή αύξηση. Η μειούμενη τάση για σπουδές πλήρους φοίτησης επιμηκύνεται. Συνεχίζει η αυξητική τάση / ζήτηση για εξειδικευμένα μεταπτυχιακά σε τομείς σημαντικούς για την Ελλάδα, όπως ο Τουρισμός και η Ναυτιλία».
Για την υψηλή προτίμηση των Ελλήνων στα MBA κάνει λόγο και ο Κώστας Στάμκος, Business Development Director του City Unity College, ο οποίος επίσης επισημαίνει ότι το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μία διεύρυνση των σχετικών με το επιχειρείν μεταπτυχιακών προγραμμάτων που προσφέρονται και επιλέγονται: «Τα τελευταία χρόνια, η γκάμα των μεταπτυχιακών προγραμμάτων στην Ελλάδα έχει διευρυνθεί αρκετά, με σχεδόν τα περισσότερα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τα κολέγια να προσφέρουν πολλές εξειδικεύσεις. Το ΜΒΑ παραμένει η ελίτ των μεταπτυχιακών προγραμμάτων και πρώτο στην επιλογή των υποψηφίων, καθότι συνδυάζει εξειδικευμένες γνώσεις με ανάπτυξη δεξιοτήτων που είναι πλέον πολύτιμες στην σύγχρονη αγορά εργασίας. Αμέσως μετά, τα δημοφιλέστερα μεταπτυχιακά σε επίπεδο ζήτησης αφορούν την ψυχολογία, τον τουρισμό, καθώς και τις τεχνολογίες αιχμής όπως είναι η πληροφορική».
Άλλες μορφές επιχειρηματικής εκπαίδευσης
Ένα μεταπτυχιακό πρόγραμμα είναι ένας δρόμος εμπλουτισμού των γνώσεων ή απόκτησης νέων, ωστόσο προφανώς και δεν είναι ο μοναδικός, ενώ δεν ενδείκνυται και για όλες τις περιπτώσεις και στόχους.
Τα εκπαιδευτικά σεμινάρια είναι μία ακόμη πολύ δημοφιλής, παγκοσμίως, μέθοδος μέσα από την οποία ένα στέλεχος μπορεί να αποκτήσει νέες γνώσεις και δεξιότητες που θα συμβάλλουν τόσο στη βελτίωση της αποδοτικότητάς του όσο και στην προαγωγή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας συνολικά. Πολύ συχνά δε, τα επιχειρηματικά εκπαιδευτικά σεμινάρια προσφέρουν πρόσβαση στο είδος της γνώσης που δεν μπορεί, εκ φύσεως, να παράσχει ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον, όπως για παράδειγμα πιο πρακτικά γνωστικά πεδία ή soft skills. Σε ό,τι αφορά αυτό που αποκαλείται επιχειρηματικές σπουδές, με την ευρεία έννοια την οποία άλλωστε επιτάσσει η εποχή μας, δεν τίθεται κανενός είδους δίλημμα ανάμεσα στα ακαδημαϊκά προγράμματα και τις άλλες μορφές κατάρτισης όπως είναι τα εκπαιδευτικά σεμινάρια. Με άλλα λόγια, δεν τίθεται θέμα επιλογής ανάμεσα στα δύο, καθώς και οι δυο επιλογές αποτελούν σημαντικές ευκαιρίες μόρφωσης και εκπαίδευσης και, ειδικά για τους εργαζόμενους και τις εταιρείες, σε διαφορετικούς τομείς και με διαφορετικούς τρόπους.
Πιο συγκεκριμένα, τα εκπαιδευτικά σεμινάρια αποτελούν ίσως την καλύτερη επιλογή για την ανάπτυξη πολύ συγκεκριμένων δεξιοτήτων ή την απόκτηση περισσότερο εξειδικευμένων ικανοτήτων. Για αυτό άλλωστε, σε διεθνές επίπεδο φαίνεται ότι πολλές εταιρείες επιλέγουν να χρηματοδοτήσουν οι ίδιες τη συμμετοχή των στελεχών τους σε εκπαιδευτικά σεμινάρια, και μάλιστα στοχευμένα ανάλογα με τις τρέχουσες ανάγκες τους αλλά και τις ανάγκες του εκάστοτε εργαζόμενου. Σε ό,τι αφορά την χώρα μας, ενώ εργοδότες και εργαζόμενοι συνειδητοποιούν την αξία και τα πολλαπλά οφέλη που μπορεί να προσφέρει ένα εξειδικευμένο στον επιχειρηματικό κλάδο εκπαιδευτικό σεμινάριο, φαίνεται ότι η οικονομική κρίση, καθώς και οι συνεπαγόμενες αυτής πολιτικές επιλογές, έχουν επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις.
Σύμφωνα με τον Σπύρο Τριβόλη, Managing Partner της STA: «Η ζήτηση των εκπαιδευτικών σεμιναρίων τη στιγμή αυτή είναι στο πιο χαμηλό της σημείο από το 2008. Λόγοι για αυτό είναι η πιστωτική και ταμειακή ασφυξία των περισσότερων επιχειρήσεων και ιδίως των μικρομεσαίων και η μείωση της επιδότησης του ΛΑΕΚ από 48% σε 24%, καθώς και η καθυστέρηση της απόδοσης στις επιχειρήσεις των οφειλομένων από τον ΛΑΕΚ. Μεσοπρόθεσμα προστίθεται στα παραπάνω η όλο και μεγαλύτερη προσβασιμότητα των θυγατρικών ξένων εταιρειών σε εσωτερικά εκπαιδευτικά προγράμματα e-learning». Παρόλο, όμως, τις όποιες αντικειμενικές δυσκολίες και τη μείωση της ζήτησης, τα εκπαιδευτικά σεμινάρια βρίσκονται πάντα στο ραντάρ εταιρειών και εργαζομένων με στόχο την ενίσχυση συγκεκριμένων ικανοτήτων που καλύπτουν ανάγκες όπως είναι η επικοινωνία, οι πωλήσεις κ.ά. Όπως επισημαίνει ο Σπ. Τριβόλης: «Πιο δημοφιλή προγράμματα αυτή τη στιγμή σύμφωνα με τα δικά μας στοιχεία είναι προγράμματα Τεχνικών Παρουσίασης, Διαχείρισης Χρόνου, Feedback καθώς και προγράμματα Πωλήσεων και Τεχνικών Διαπραγμάτευσης».
Οφέλη και πλεονεκτήματα
Κανείς ποτέ δεν έχασε επενδύοντας στη γνώση και αυτό αποτελεί μία αυταπόδεικτη αλήθεια που πιθανότητα δεν χρειάζεται περαιτέρω επιχειρηματολογία. Πολλαπλές έρευνες έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτό που διαπιστώνεται καθημερινά και στην πράξη: οι μορφωμένοι, καταρτισμένοι και εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι έχουν πάντα περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες και δυνατότητες εξέλιξης τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο σταδιοδρομίας, καθώς κρίνονται ως περισσότερο αποδοτικοί και αποτελεσματικοί. Η διεύρυνση των γνώσεων, άλλωστε, ενός στελέχους είναι πάντα απαραίτητη, καθώς οι εξελίξεις στα σχετικά με το επιχειρείν γνωστικά αντικείμενα είναι διαρκείς, ενώ και οι απαιτήσεις για εξειδικευμένη κατάρτιση ή ενίσχυση των λεγόμενων soft skills επίσης αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Τα οφέλη των επιχειρηματικών σπουδών -είτε μιλάμε για μεταπτυχιακούς τίτλους είτε για άλλες μορφές κατάρτισης, όπως οι γνώσεις και οι δεξιότητες που προσφέρουν τα εκπαιδευτικά σεμινάρια- είναι πολλαπλά και ξεκινούν από την προώθηση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας των στελεχών και τις καλύτερες οικονομικές απολαβές και φτάνουν μέχρι την αλλαγή επαγγελματικής κατεύθυνσης και τη δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά, καθώς και πολύτιμων επαφών.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τα business μεταπτυχιακά προγράμματα, ο Κ. Στάμκος εξηγεί ότι: «Τα πλεονεκτήματα που θα αποκομίσει ο απόφοιτος ενός μεταπτυχιακού στην Διοίκηση Επιχειρήσεων είναι σημαντικά τόσο για τον ίδιο όσο και για την εταιρεία στην οποία εργάζεται, η οποία και θα επωφεληθεί από τις γνώσεις που έχει αποκτήσει ο εργαζόμενος. Τα μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων παρέχουν ένα ευρύ φάσμα γνώσεων, ενισχύουν το ομαδικό πνεύμα και συντελούν στην ανάπτυξη ηγετικών ικανοτήτων, οργάνωσης και επικοινωνίας. Παράλληλα, ανάλογα με την εξειδίκευση που επιλέγει ο φοιτητής λαμβάνει ειδικές γνώσεις πάνω σε συγκεκριμένους τομείς που στη συνέχεια θα αποτελέσουν το συγκριτικό πλεονέκτημά του στον εργασιακό στίβο».
Το ζήτημα της ενίσχυσης της αυτοπεποίθησης των εργαζομένων επισημαίνει από την πλευρά του ο Δρ. Π. Βλάχος, εξηγώντας ότι: «Τα μεταπτυχιακά αυξάνουν θεμελιωδώς την αυτοπεποίθηση των υποψηφίων. Ίσως να είναι και το πιο σημαντικό όφελος που παρέχουν». Ο ίδιος προσθέτει ότι: «Ένα μεταπτυχιακό αποτελεί τον πιο αποδοτικό τρόπο για αλλαγή πορείας καριέρας, ενώ επίσης επιτρέπει την ευκολότερη μετάβαση σε θέσεις ευθύνης. Παράλληλα, συντελεί σημαντικά στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας του υποψηφίου αλλά και της επιχείρησης στην οποία θα απασχοληθεί. Ακόμα, επιτρέπει στους υποψηφίους να αναπτύξουν σημαντικό επαγγελματικό δίκτυο».
Αναφορικά με τα οφέλη που προσφέρουν τα εκπαιδευτικά σεμινάρια σε στελέχη και επιχειρήσεις, ο Σπ. Τριβόλης διευκρινίζει ότι: «Η ανάπτυξη δεξιοτήτων και η γνωριμία γνωστικών αντικειμένων που δεν προσφέρονται in-house και η συνεπακόλουθη ενίσχυση των προοπτικών εξέλιξής τους είναι το κύριο όφελος για τα στελέχη. Για τις επιχειρήσεις το κύριο όφελος είναι ότι μπορούν με αυτό τον τρόπο να αναβαθμίσουν τις δεξιότητες των στελεχών τους σε περιοχές που δεν είναι εφικτή η δημιουργία in-house εκπαιδευτών ή αντίστοιχων εκπαιδευτικών προγραμμάτων».
Κριτήρια επιλογής
Αν η απόφαση για επένδυση στην περαιτέρω ενίσχυση γνώσεων και δεξιοτήτων μέσω ακαδημαϊκών ή άλλων εκπαιδευτικών προγραμμάτων είναι το πρώτο βήμα, η επιλογή του είδους του προγράμματος, του περιεχομένου αυτού καθώς και του φορέα παροχής τους είναι το επόμενο, και ίσως το πιο αποφασιστικό και καθοριστικό.
Αν και τα κριτήρια επιλογής ποικίλουν ανάλογα με τον υποψήφιο, τις ανάγκες τους και τις επιδιώξεις του αλλά και τις ανάγκες και τα ζητούμενα της εταιρείας -ειδικά σε ό,τι αφορά τα εκπαιδευτικά σεμινάρια-, υπάρχουν και κάποιοι αντικειμενικοί και καθολικοί παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη – όπως είναι η ευθυγράμμιση του εκπαιδευτικού περιεχομένου με τις ανάγκες της αγοράς αλλά και η επιστημονική επάρκεια και αναγνωρισιμότητα του φορέα παροχής.
Αν πρόκειται για εκπαιδευτικά σεμινάρια, στα οποία συνήθως τον πρώτο λόγο έχει η ίδια η εταιρεία, η επιλογή καθορίζεται κυρίως από τις τρέχουσες ανάγκες της σε συνδυασμό με την ευρύτερη στρατηγική. Όπως υπογραμμίζει ο Σπ. Τριβόλης: «Κριτήρια είναι οι ανάγκες που προκύπτουν από τις ετήσιες και άλλες εσωτερικές αξιολογήσεις σε συνδυασμό με τους στόχους/ στρατηγική των εταιρειών, η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και στην περίπτωση των θυγατρικών πολυεθνικών οι κεντρικές συμφωνίες μεταξύ της μητρικής και του εκπαιδευτικού φορέα». Ο ίδιος επισημαίνει επίσης και τον παράγοντα του κόστους του προγράμματος, υποστηρίζοντας χαρακτηριστικά ότι: «Το κριτήριο του κόστους μετράει όλο και πιο πολύ τα τελευταία χρόνια λόγω της μείωσης των εκπαιδευτικών προϋπολογισμών των περισσότερων εταιρειών».
Στον τομέα των ακαδημαϊκών επιχειρηματικών σπουδών, τα κριτήρια διαφοροποιούνται ελαφρώς, καθώς πρόκειται για πιο μακροχρόνια προγράμματα, το βάρος της επιλογής των οποίων καθώς και το κόστος πέφτει, κατά κύριο λόγο, στον εργαζόμενο, αφού είναι πρωτίστως -αν όχι αποκλειστικά- δική του η απόφαση. Φυσικά το κύρος του ιδρύματος διαδραματίζει συνήθως το βασικότερο ρόλο, χωρίς ωστόσο να υπολείπονται σε βαρύτητα άλλοι παράγοντες όπως είναι το περιεχόμενο της διδασκαλίας, η ευθυγράμμιση του με τις ανάγκες της αγοράς, η μέθοδος φοίτησης και φυσικά το κόστος.
«Οι απόφοιτοι είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί στην επιλογή τους» επισημαίνει ο Δρ. Π. Βλάχος και εξηγεί ότι: «Το κύρος του ιδρύματος είναι ο πλέον σημαντικός παράγοντας. Ένας άλλος παράγοντας είναι οι πιστοποιήσεις ποιότητας από διεθνείς οργανισμούς. Βεβαίως, το πλέον σημαντικό είναι η παροχή οικονομικής βοήθειας, η προσωπική ανάπτυξη (π.χ. Ικανότητες) και η βοήθεια στην ανεύρεση εργασίας (career fairs, career coaching). Παρατηρείται επίσης να αναβαίνει συστηματικά η απαίτηση των υποψηφίων για καινοτομία στο περιεχόμενο της διδασκαλίας, η οποία πηγάζει κυρίως από το κατά πόσο το ίδρυμα είναι προσανατολισμένο σε βασική έρευνα».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Κ. Στάμκος, επισημαίνει ότι: «Βασικά κριτήρια των υποψηφίων σπουδαστών αποτελούν η μέθοδος φοίτησης με τα περισσότερα στελέχη να προτιμούν την part time, ώστε να προλαβαίνουν να αντεπεξέλθουν και στα εργασιακά τους καθήκοντα, η αμεσότητα και η ποιότητα ανταπόκρισης της σχολής στις ιδιαίτερες ανάγκες και τα αιτήματα των εργαζομένων/σπουδαστών, η χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών βιβλιοθηκών και αντίστοιχων μεθόδων επικοινωνίας με τη σχολή, καθώς και η κατάρτιση και εμπειρία των διδασκόντων». Ο ίδιος υπογραμμίζει και τον παράγοντα κόστους, εξηγώντας ότι: «Απόρροια της περιόδου που διανύουμε είναι πως εκτός από τα ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά ενός προγράμματος, το οικονομικό σκέλος, οι δυνατότητες εκπτώσεων και οι διευκολύνσεις που παρέχονται αποτελούν επίσης σημαντικά κριτήρια επιλογής».
Επαγγελματικές σπουδές και εκπαίδευση στην Ελλάδα της κρίσης
Η παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας δεν έχει αφήσει κανέναν τομέα ανεπηρέαστο, με την επαγγελματική εκπαίδευση να μην αποτελεί εξαίρεση. Και βέβαια στα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας θα πρέπει να συνυπολογιστεί και η παγκόσμια οικονομική αστάθεια αλλά και η ένταση του παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι πολλά. Καταρχήν πόσο έχει επηρεαστεί η ζήτηση από εργαζόμενους αλλά και εταιρείες για επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση εξαιτίας της περιόδου των ισχνών αγελάδων που διανύουμε. Από την άλλη, ποιος ο ρόλος της εκπαίδευσης -της ακαδημαϊκής και όχι μόνο- στην προσπάθεια για αντιμετώπιση των τρεχουσών δυσκολιών και ανταπόκρισης στις προκλήσεις που αναδύονται; Με άλλα λόγια, μήπως είναι η επαγγελματική εκπαίδευση ένα από τα όπλα που έχουν εργαζόμενοι και εταιρείες στη φαρέτρα τους για να υπερπηδήσουν τα προβλήματα, να βρουν λύσεις και να λειτουργήσουν ακόμα πιο αποτελεσματικά και αποδοτικά;
Στο πρώτο ερώτημα, δηλαδή στο κατά πόσο έχει επηρεάσει η οικονομική κρίση την αγορά μεταπτυχιακών και άλλων επαγγελματικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων στη χώρα μας, η απάντηση είναι ότι σαφώς και έχει επηρεαστεί, ωστόσο παρατηρούνται και πολύ θετικές διαστάσεις στο θέμα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Δρ. Π. Βλάχος: «Η κρίση επέδρασε σημαντικά στις μεταπτυχιακές σπουδές, αλλά παρατηρούμε ότι πλέον βρισκόμαστε προς το τέλος αυτής της αρνητικής επίδρασης».
Αντίστοιχη είναι και η επίδραση της οικονομικής κρίσης στα εκπαιδευτικά σεμινάρια που απευθύνονται σε στελέχη και εταιρείες, αφού όπως υποστηρίζει ο Σπ. Τριβόλης, «το παγκόσμιο φαινόμενο της οικονομικής κρίσης επέδρασε καταλυτικά με την περιστολή των δαπανών για εκπαίδευση, μειώνοντας τη ζήτηση για εξωτερικούς παρόχους και ευνοώντας την ανάπτυξη εσωτερικών προγραμμάτων και κυρίως webinars και e-learning». Ο ίδιος εξηγεί ότι: «Η αρνητική πλευρά του φαινομένου αυτού είναι η συνήθως χαμηλή ποιότητα και αμφίβολη αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων αυτών λόγω, ενδεικτικά, προβλημάτων διάδρασης, νοοτροπίας και γλώσσας. Η θετική πλευρά είναι ο εξορθολογισμός της λειτουργίας των εκπαιδευτικών φορέων και των προσφερομένων εκπαιδευτικών υπηρεσιών όπου τα τελευταία χρόνια πριν την κρίση είχε δημιουργηθεί μια τεχνητά φουσκωμένη ζήτηση και αντίστοιχη προσφορά χαμηλού επιπέδου υπηρεσιών».
Φαίνεται, ωστόσο, ότι η οικονομική κρίση έχει και μία θετική επίδραση, αφού συνέβαλε ακόμα περισσότερο στη συνειδητοποίηση της αξίας της εκπαίδευσης και ειδικά των μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών για την αγορά εργασίας.
«Η ύφεση και τα επακόλουθα αυτής (όπως μείωση των διαθέσιμων θέσεων εργασίας και υπερπροσφορά υποψηφίων στελεχών) καθιστούν απαραίτητη πλέον την ύπαρξη ενός μεταπτυχιακού, το οποίο ενισχύει ένα βιογραφικό σημείωμα και αυξάνει τις πιθανότητες πρόσληψης ή ιεραρχικής και μισθολογικής εξέλιξης, ενώ τα -όλο και λιγότερα σε ποσοστό- ενεργά στελέχη που δεν διαθέτουν κάποιο μεταπτυχιακό βλέπουν πως δυσκολεύονται να διεκδικήσουν τις όποιες ευκαιρίες που παρουσιάζονται είτε εντός της επιχείρησης στην οποία εργάζονται είτε στην αγορά γενικότερα», υποστηρίζει ο Κ. Στάμκος.
Στην άποψη αυτή συνηγορεί και ο Δρ. Π. Βλάχος, επισημαίνοντας ότι: «Οι υποψήφιοι αναγνωρίζουν τα σημαντικά οφέλη από ένα μεταπτυχιακό και προσπαθούν να βελτιώσουν το βιογραφικό τους μέσα από αυτό. Το να είσαι κάτοχος μεταπτυχιακού είναι πλέον σημείο ομοιότητας (point-of-parity) και όχι σημείο διαφοροποίησης (point-of-differentiation). Για το λόγο αυτό οι υποψήφιοι θα πρέπει να επιλέγουν μεταπτυχιακά προγράμματα τα οποία είναι υψηλού κύρους και τα οποία δεν προσφέρουν εκπαιδευτική “κονσέρβα”. Τα προγράμματα αυτά είναι πιο ακριβά φαινομενικά, αλλά όπως λέει και ο λαός μας: “το φθηνό το πληρώνεις δύο φορές”».