Το κλειδί της επιτυχίας μιας επιχείρησης κρύβεται στη διευρυμένη επικοινωνία, που επηρεάζεται -πρωτίστως-από την εταιρική κουλτούρα.

Bottom-up επικοινωνία είναι αυτή που για τη λήψη σημαντικών για την επιχείρηση αποφάσεων, λαμβάνει υπόψη τους εργαζομένους της, τις απόψεις και τις αντιλήψεις τους, μέσω των αντίστοιχων ενδοτμηματικών και διατμηματικών συναντήσεων. Βεβαίως, όλες σχεδόν οι σύγχρονες επιχειρήσεις είναι οργανωμένες σε Διευθύνσεις ή/και σε Τμήματα, τα οποία θα μπορούσε να θεωρήσει κάποιος ότι συμμετέχουν στη διοίκηση μέσω του αντίστοιχου Διευθυντή. Αρκεί, όμως, αυτό για να θεωρήσουμε ότι εφαρμόζεται η bottom-up επικοινωνία; Μέσα στην ομάδα αρκετές φωνές σιγούν, ενώ στις διοικητικές συναντήσεις εκφράζονται απόψεις βάσει της κρίσης του εκάστοτε Διευθυντή, που όμως δεν αντιπροσωπεύουν απαραιτήτως το σύνολο των εργαζομένων του Τμήματος/Διεύθυνσης. Το αντίθετο -θεωρητικά- μοντέλο είναι η top-down επικοινωνία, η οποία στηρίζεται στην ιεραρχική δομή της επιχείρησης. Μέσω αυτής, οι αποφάσεις και οι όποιες άλλες πληροφορίες επικοινωνούνται από τη Διοικητική ομάδα ή τον Project Manager προς τους εργαζόμενους. Στην περίπτωση αυτή, κάθε βαθμίδα της δομής ενημερώνεται από την ανώτερή της για τις πληροφορίες που την αφορούν, φιλτράροντας συγχρόνως αυτές που θα επικοινωνηθούν στην επόμενη.

ΤΑ ΣΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΠΛΗΝ
Σαφώς, καθένα από τα δύο αυτά μοντέλα επικοινωνίας έχει τα πλεονεκτήματα και τις αδυναμίες του. Η top-down επικοινωνία προσομοιάζει τη σχέση γονέων-παιδιού. Όπως το ανήλικο παιδί ακολουθεί την κατεύθυνση που δίνουν οι γονείς του, έτσι και ο νέος εργαζόμενος αναμένει να λάβει κατευθύνσεις από τον προϊστάμενό του. Συγχρόνως, ελαχιστοποιούνται οι όποιες παρανοήσεις, οι αποφάσεις λαμβάνονται από συγκεκριμένα άτομα και η επικοινωνία είναι μονόδρομη. Διευκολύνεται η ταχύτερη εφαρμογή των αποφάσεων, η ανταλλαγή ιδεών από τους εργαζόμενους σε περιορισμένο πλαίσιο και με συγκεκριμένους στόχους είναι ευκολότερη, ενώ περιορίζεται η πιθανότητα να διαρρεύσουν ευαίσθητες πληροφορίες. Στο μοντέλο όμως αυτό, είναι πιο πιθανό μία λάθος εκτίμηση της Διοίκησης να οδηγήσει την εταιρεία σε «φουρτούνες». Η απόσταση μεταξύ των decision makers και των ομάδων μεγαλώνει και αν η επικοινωνία δεν είναι απρόσκοπτη και διαρκής, πολύτιμες πληροφορίες κινδυνεύουν να χαθούν. Χρόνια προβλήματα συντηρούνται, η δημιουργικότητα περιορίζεται, καινοτόμες ιδέες χάνονται ενώ κάποιοι εργαζόμενοι, ίσως, αισθάνονται αποκομμένοι.
Από την άλλη, το bottom-up μοντέλο είναι πιο σύγχρονο, πιο ευέλικτο και πιο εύκολα εφαρμόσιμο. Διευκολύνει την άμεση λήψη αποφάσεων, καθώς οι decision makers συνομιλούν απευθείας με τους εμπλεκόμενους στο εκάστοτε project, αποκτώντας πλήρη εικόνα. Ενθαρρύνονται η δημιουργικότητα και η ατομική πρωτοβουλία, η διατμηματική συνεργασία, η εποικοδομητική κριτική και το brainstorming, ενώ οι εργαζόμενοι αισθάνονται ισότιμα μέλη μίας ομάδας.

ΣΥΝΔΥΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΜΟΝΤΕΛΑ
Το μυστικό είναι στην ισορροπία των δύο μοντέλων επικοινωνίας. Οι εργαζόμενοι μίας επιχείρησης είναι η καρδιά της και μπορούν καλύτερα από οποιονδήποτε να προτείνουν καινοτόμες ιδέες ή λύσεις, αρκεί να έχουν τον «χώρο» να το πράξουν. Η καινοτομία δεν αγοράζεται, γεννιέται. Μία πλατφόρμα ιδεών μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο. Μέσω αυτής, η Διοίκηση θέτει προς συζήτηση σε συγκεκριμένη μερίδα εργαζομένων ένα project ή ένα πρόβλημα και συγκεντρώνει τις ιδέες τους. Στη συνέχεια, μπορεί να διευρύνει τη συζήτηση βάσει των συγκεκριμένων πλέον ιδεών σε όλον τον οργανισμό. Οι ιδέες που θα επιλεγούν μέσω του υβριδικού αυτού bottom-up μοντέλου, με τη σωστή top-down καθοδήγηση, μπορούν να αλλάξουν πλήρως την εικόνα και την πορεία μίας επιχείρησης και να τη φέρουν σε πλεονεκτική θέση έναντι του ανταγωνισμού.