Το δικαίωμα της επίσχεσης ή κατάσχεσης ή παρακράτησης εργασίας είναι ενοχικό δικαίωμα το οποίο απορρέει και προβλέπεται στον Αστικό Κώδικα. Σύμφωνα με αυτό, αν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση, η οποία προκύπτει είτε από το νόμο είτε από δικαιοπραξία, δικαιούται να προβεί σε επίσχεση της εργασίας του μέχρι ο εργοδότης να εκπληρώσει την υποχρέωσή του.

Τέτοιες εργοδοτικές υποχρεώσεις είναι, κατά κανόνα, αυτές οι οποίες σχετίζονται με μισθολογικές παροχές, ενώ δεν αποκλείονται και άλλες αξιώσεις του εργαζομένου, για τη χορήγηση αδειών αναψυχής, αποδοχών και επιδομάτων αδείας, την επαναφορά των αρχικών όρων εργασίας σε περίπτωση μονομερούς βλαπτικής μεταβολής αυτών, τη λήψη των επιβαλλόμενων μέτρων υγιεινής και ασφάλειας κ.λ.π.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι το δικαίωμα επίσχεσης είναι ατομικό δικαίωμα και όχι συλλογικό, ακόμα και αν ασκείται από περισσότερους εργαζόμενους. Αυτό σημαίνει πως η τυχόν υπάρχουσα συνδικαλιστική οργάνωση δεν μπορεί να υποκατασταθεί στην άσκηση του δικαιώματος αυτού, ενεργώντας για λογαριασμό των εργαζομένων.

Προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος
Η επίσχεση εργασίας αποτελεί μονομερή δικαιοπραξία που ισχύει από τη στιγμή που περιέρχεται σε γνώση του εργοδότη. Απαραίτητες προϋποθέσεις είναι:

  • Η ύπαρξη έγκυρης ενεργής εργασιακής σύμβασης εργασίας.
  • Η ύπαρξη απαιτητής ή ληξιπρόθεσμης αξίωσης, η οποία να μην εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία.
  • Συνάφεια της αξίωσης προς την οφειλή, η οποία να στρέφεται κατά του προσώπου του εργοδότη.
  • Τέλος, η δήλωση του εργαζομένου μπορεί να γίνει είτε γραπτά είτε προφορικά, σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει να αναφέρεται ρητώς, σαφώς και εγκαίρως ότι ο τελευταίος αρνείται να παρέχει τις υπηρεσίες του μέχρι να εκπληρώσει ο εργοδότης την υποχρέωση που τον βαρύνει.

Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, η επίσχεση εργασίας είναι άκυρη, ο εργαζόμενος καθίσταται υπερήμερος και η αποχή του από την εργασία θεωρείται ως αδικαιολόγητη απουσία. Όταν δε η τελευταία διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα τεκμαίρεται ότι συνιστά καταγγελία εκ μέρους του εργαζομένου, ανεξαρτήτως της πρόθεσής του για λύση ή όχι της εργασιακής σχέσης.

Αποτελέσματα άσκησης του δικαιώματος
Κατά το χρονικό διάστημα της επίσχεσης εργασίας, ο εργοδότης περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας. Οι μισθωτοί δεν υποχρεούνται να παρέχουν εργασία ούτε και να παρουσιάζονται στην επιχείρηση αλλά έχουν δικαίωμα να απασχοληθούν σε άλλο εργοδότη, για την αντιμετώπιση βασικών τους αναγκών. Επιπλέον, έχει θεσπιστεί δικαίωμα επιδότησής τους από τον ΟΑΕΔ. Ωστόσο, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει από τον οφειλόμενο μισθό, ό, τι ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας του ή από τη παροχή της αλλού. Σε κάθε περίπτωση όμως πρέπει ο μισθωτός, που ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, να βρίσκεται πάντοτε στη διάθεση του εργοδότη, εφόσον αρθεί η υπερημερία του, για να αναλάβει εργασία.

Άρση των συνεπειών
 Οι συνέπειες της επίσχεσης εργασίας αίρονται με τη συμμόρφωση του εργοδότη, δηλαδή με την καταβολή των οφειλόμενων δεδουλευμένων αποδοχών  και γενικά τη συμμόρφωσή του με κάθε νόμιμη ή συμβατική υποχρέωση, που κρίνεται ότι είναι αξιόλογη και όχι ασήμαντη. Οι παραπάνω συνέπειες αίρονται  με  παροχή πραγματικής ασφαλείας στον εργαζόμενο, όπως με  κατάθεση των οφειλομένων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Αποκλείεται όμως η ασφάλεια που παρέχεται μέσω εγγυητή καθώς και αυτή η οποία συνίσταται σε εκχώρηση προς τον εργαζόμενο εργοδοτικών απαιτήσεων κατά τρίτων.

Συμπεράσματα
Η επίσχεση εργασίας είναι ένας αποτελεσματικός τρόπος εξαναγκασμού του εργαζομένου προς τον εργοδότη και ένα πιο ήπιο από την άσκηση αγωγής μέσο,  προκειμένου ο εργοδότης να ικανοποιήσει τις αξιώσεις του τελευταίου και να του καταβάλει τις δεδουλευμένες και καθυστερούμενες αποδοχές.

Ωστόσο, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος το δικαίωμα αυτό να ασκηθεί καταχρηστικά, πέρα από το σκοπό για τον οποίο έχει θεσπιστεί και προβλεφθεί από το νόμο. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν η αξιούμενη από το μισθωτό παροχή είναι ασήμαντη, όταν η καθυστέρηση οφείλεται σε δυσμενείς συνθήκες ή δυσπραγία του εργοδότη και όχι σε υπαιτιότητά του, όταν η επίσχεση προξενεί δυσανάλογη ζημία στον εργοδότη ή όταν ο εργοδότης είναι γενικά φερέγγυος.

Συμπερασματικά, ο εργαζόμενος θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός  και να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις ιδιαιτερότητες της σύμβασης εργασίας,  το ύψος των καθυστερούμενων αποδοχών και το βέβαιο της απαίτησης, αποφεύγοντας τον αιφνιδιασμό του εργοδότη. Σε κάθε άλλη περίπτωση, το δικαίωμα επίσχεσης μπορεί από  μέσο προστασίας του εργαζομένου να οδηγήσει  στην απώλεια της θέσης εργασίας του.