Υψηλή ανεργία, περικοπές μισθών, μειώσεις αποζημιώσεων, απολύσεις, συρρίκνωση κοινωνικών παροχών, περιορισμός επιδομάτων είναι κάποια από τα αποτελέσματα που επέφεραν οι διαρθρωτικές αλλαγές στο πλαίσιο του προγράμματος σταθεροποίησης της χώρας μας.

Ας μην εθελοτυφλούμε άλλο. Όλες σχεδόν οι τροποποιήσεις αφορούν σε αλλαγές των εργασιακών σχέσεων πλήττοντας κυρίως το εργατικό δυναμικό της χώρας μας. Στόχος είναι η δημιουργία ενός πλαισίου που να ανταποκρίνεται στις επιταγές της παγκόσμιας επιχειρηματικής αγοράς. Ταυτόχρονα με τις προσπάθειες που πραγματοποιούνται για αύξηση της ρευστότητας της αγοράς και την επανεκκίνηση της οικονομίας, οι ελληνικές επιχειρήσεις προκρίνουν την ανασφάλιστη εργασία ως μέτρο κατά της ανεργίας.

Τη στιγμή που το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) προβλέπει εκτόξευση του ποσοστού ανεργίας στο 30% το 2013 κατατάσσοντας τη χώρα μας στη ζώνη του οικονομικού λυκόφωτος στην Ευρώπη, την ίδια ακριβώς στιγμή ποσοστά ρεκόρ καταγράφει, σύμφωνα με το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), η ανασφάλιστη εργασία καθώς αγγίζει το 35% το 2012 έναντι 29% το 2011 και 25% το 2010.

Με δεδομένο ότι πλέον ένας στους τρεις εργαζόμενους δεν έχει ασφάλιση, ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα μιας εργασίας «φάντασμα» που στόχο έχει την ανάσχεση της ανεργίας. Οι ανασφάλιστοι εργαζόμενοι (που στις στατιστικές καταγράφονται ως άνεργοι) αυτή τη στιγμή έχουν μεν εισόδημα, αλλά στην πραγματικότητα υποθηκεύουν τρία πράγματα: α) την άμεσα ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, β) το έστω κουτσουρεμένο επίδομα ανεργίας τους και πολύ περισσότερο γ) την αυριανή τους σύνταξη.

Κατά τη διάρκεια της μνημονιακής διακυβέρνησης της χώρας, η απομάκρυνση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας ουσιαστικά μηδενίζει τα περιθώρια διαφωνίας και διεκδίκησης των δικαιωμάτων εκ μέρους της εργατικής πλευράς. Στην πραγματικότητα κάθε προσπάθεια διαπραγμάτευσης με την εργοδοτική πλευρά θα γίνεται πλέον στο πλαίσιο ατομικών διαπραγματεύσεων παρεκκλίνοντας από οποιαδήποτε συμβατικά όρια προστασίας τόσο των αποδοχών όσο και των όρων εργασίας των εργαζομένων
 
Έχοντας αυτό ως δεδομένο σε συνδυασμό με την υφιστάμενη ανεργία, είναι παραπάνω από εμφανές ότι η ανασφάλιστη εργασία φαντάζει ιδανική πρόκληση στα χέρια των εργοδοτών. Για την ακρίβεια, η αδυναμία εύρεσης εργασίας δίνει τη δυνατότητα στην εργοδοτική πλευρά να προωθεί τους δικούς της όρους εργασίας και πολλές φορές να προκρίνει και τη λύση της αδήλωτης εργασίας ενόψει ενός ενδεχόμενου φόβου ένταξης των εργαζομένων στο ταμείο ανεργίας.

Εξάλλου, το φαινόμενο της ανασφάλιστης εργασίας συνδέεται στενά με το ύψος του μη μισθολογικού κόστους, καθώς και με το γεγονός ότι πολλές ελληνικές επιχειρήσεις καταφεύγουν τόσο στη μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης όσο και στην «πλημμελή» ασφάλιση των ήδη ασφαλισμένων, αποσκοπώντας κυρίως στον περιορισμό του λειτουργικού τους κόστους.Πρέπει, ωστόσο, να γίνει αντιληπτό ότι η συγκεκριμένη τακτική συνεπάγεται αισθητά μεγάλες απώλειες για τα ασφαλιστικά ταμεία και αποτελεί μια μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού καθώς πλήττει έντονα την παραγωγική δομή της οικονομίας ενώ ταυτόχρονα μεγεθύνει το φαινόμενο της παραοικονομίας.

Στην ουσία, δεν πρόκειται μόνο για παραβίαση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, ούτε για στέρηση σημαντικών πόρων από τα ασφαλιστικά ταμεία. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια ανοιχτή πληγή της ίδιας της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτό το σημείο, στο πλαίσιο εκστρατείας καταπολέμησης της ανασφάλιστης εργασίας, κρίνεται αναγκαία η συμβολή της εργοδοτικής πλευράς. Αξιοποιώντας τις ευκαιρίες υποστήριξης νέων προσλήψεων και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας έχει τη δυνατότητα να αναδείξει τα πλεονεκτήματα μιας ποιοτικής και ασφαλισμένης εργασίας.

Με άλλα λόγια, ήρθε η ώρα οι ίδιες οι οργανώσεις των εργοδοτών να μη δείχνουν ανοχή σε πρακτικές που προωθούν την αδήλωτη εργασία, υπονομεύοντας με αυτό τον τρόπο τον υγιή ανταγωνισμό, αλλά να ακολουθήσουν πρακτικές χρηστής και ηθικής επιχειρηματικότητας. Γίνεται παραπάνω από αντιληπτό, λοιπόν, ότι η ανασφάλιστη εργασία είναι ένα όπλο στα χέρια των εργοδοτών με αποτέλεσμα η εξάλειψη του φαινομένου της «μαύρης» εργασίας να επαφίεται πλέον στην αποφασιστική συμβολή τους.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η οικονομική κρίση δεν μπορεί να είναι το άλλοθι για την ενίσχυση της παραοικονομίας και την υπονόμευση του υγιούς ανταγωνισμού στα πλαίσια της επιχειρηματικής αγοράς.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητηµάτων σχετικών µε εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313