Η τακτική καταγγελία αποτελεί το συνηθέστερο και σημαντικότερο τρόπο λύσης της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, ενώ βασικό γνώρισμα της είναι ότι δεν απαιτείται η επίκληση κάποιου ιδιαίτερου λόγου απόλυσης από την εργοδοτική πλευρά. Ωστόσο, η ελευθερία αυτή του εργοδότη περιορίζεται σημαντικά όταν κρίνεται ότι καταχρηστικώς έχει καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας.

Αν και ο νομοθέτης δεν θέλησε η τακτική καταγγελία της σύμβασης εργασίας να συνδέεται με την ύπαρξη ορισμένων λόγων, τα ελληνικά δικαστήρια έχουν περιορίσει σημαντικά την ελευθερία αυτή του εργοδότη, χρησιμοποιώντας ως «όχημα» το άρθρο 281 ΑΚ περί μη καταχρηστικής άσκησης του -κάθε- δικαιώματος. Έτσι, έχει κριθεί, ότι όταν ο εργοδότης ωθείται στην καταγγελία της σύμβασης από κίνητρα που αποδοκιμάζονται από την έννομη τάξη αυτή είναι άκυρη (ΑΠ 1407/2009).

Συγκεκριμένα, είναι καταχρηστική η απόλυση που γίνεται για λόγους εκδίκησης επειδή ο εργαζόμενος αρνήθηκε να καταθέσει υπέρ του εργοδότη του (ΑΠ 376/1970) ή κατέθεσε υπέρ συναδέλφου του σε δίκη ενάντια στον εργοδότη του (ΑΠ 711/1980) ή ακόμη όταν ο εργαζόμενος αρνείται να δεχτεί βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας που επιχειρεί ο εργοδότης, χωρίς να υπάρχει ανάλογη πρόβλεψη στη σύμβαση εργασίας (ΑΠ 1082/1993). Σε αυτές τις περιπτώσεις ο εργαζόμενος ουσιαστικά «τιμωρείται» διότι άσκησε δικαιώματα που του παρέχονται από το νόμο, τη σύμβαση ή συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες, κάτι που όπως είναι φυσικό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό από την έννομη τάξη.

Ωστόσο, ιδιαίτερα προβληματική έχει κριθεί η τάση των δικαστηρίων να κρίνουν ως «αντικειμενικά» αδικαιολόγητη την καταγγελία που πραγματοποιείται χωρίς να δικαιολογείται από το «στενό» επαγγελματικό συμφέρον του εργοδότη. Στην περίπτωση αυτή δεν διαφαίνονται επιλήψιμα-κακόβουλα κίνητρα από την πλευρά της εργοδοσίας, αλλά ο δικαστικός έλεγχος εκτείνεται στην αναζήτηση αντικειμενικών λόγων, ικανών να δικαιολογήσουν με γνώμονα το συμφέρον της επιχείρησης τη λύση της σύμβασης εργασίας. Η θέση αυτή βασίζεται στην παραδοχή, ότι ο εργαζόμενος έχει μια δικαιολογημένη και άξια προστασίας προσδοκία ότι δεν θα στερηθεί χωρίς δικαιολογημένη αιτία τη θέση εργασίας και άρα τα μέσα βιοπορισμού του. Ουσιαστικά το δικαίωμα καταγγελίας περιορίζεται από τη νομολογία με βάση την αρχή της καλής πίστης.

Η παραπάνω τάση ελέγχεται και δεν γίνεται καθολικά αποδεκτή από τα δικαστήρια της ουσίας, ενώ αποφάσεις του Αρείου Πάγου την αποδοκιμάζουν, καθώς το δικαίωμα τακτικής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από το νόμο δεν απαιτείται να θεμελιώνεται σε κάποιο συγκεκριμένο λόγο και άρα η αναζήτηση ικανών λόγων που να δικαιολογούν την απόλυση από μέρος των ελληνικών δικαστηρίων δεσμεύει υπερβολικά την ελευθερία του εργοδότη (ΑΠ 671/2009).

Τέλος, αρκετές δικαστικές αποφάσεις εξετάζοντας τη βαρύτητα των λόγων που οδήγησαν τον εργοδότη στην απόφαση να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας ελέγχουν εάν οι λόγοι αυτοί καθιστούν πράγματι αναγκαία την απόλυση (ΑΠ 573/2007). Στην περίπτωση αυτή γίνεται έρευνα εάν ήταν δυνατόν να αποφευχθεί η απόλυση και να αντιμετωπιστεί η όποια προβληματική κατάσταση με άλλα ηπιότερης φύσεως μέτρα. Σύμφωνα με τη θέση αυτή, ο εργοδότης οφείλει να ασκεί το δικαίωμα καταγγελίας με κάθε δυνατή φειδώ ως προς τα συμφέροντα του εργαζομένου. Έτσι, η αναδιάρθρωση της επιχείρησης δεν μπορεί να οδηγεί σε απόλυση του εργαζομένου, εφόσον αυτός μπορούσε να μετατεθεί σε κάποιο άλλο πόστο και εφόσον υπήρχαν διαθέσιμες θέσεις εργασίας (ΑΠ1854/2008).

Επίσης, η αδυναμία του εργαζομένου να παράσχει τη συμφωνημένη εργασία λόγω κάποιας αναπηρίας δεν δικαιολογεί την απόλυση του, εφόσον αυτός θα μπορούσε να απασχοληθεί σε κάποια άλλη θέση εργασίας. Συνεπώς, μέρος των δικαστηρίων της χώρας έχει ουσιαστικά κρίνει ότι η μετάθεση του εργαζομένου, εφόσον αυτό είναι δυνατόν, προηγείται της απόλυσης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται ουσιαστικά για εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στο χώρο του εργατικού δικαίου. Συμπερασματικά, η ελευθερία που από το νόμο απολαμβάνει ο εργοδότης ως προς την καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου περιορίζεται πολλαπλώς από τα δικαστήρια με αποτέλεσμα να απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην άσκηση του δικαιώματος αυτού από μέρους της εργοδοσίας. Συνεπώς, η τακτική καταγγελία δεν πρέπει να εμφορείται από ταπεινά κίνητρα αντεκδίκησης, να μην είναι παντελώς αδικαιολόγητη και ν’ ασκείται μόνον ως έσχατη λύση.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313