Όταν ο ανταγωνισμός στην εγχώρια και διεθνή αγορά εντείνεται συνεχώς, όταν η ανάγκη εξωστρέφειας είναι επιτακτική και όταν οι γλωσσικές δεξιότητες των εργαζομένων επηρεάζουν σημαντικά τα εταιρικά αποτελέσματα, η εκμάθηση και η διδασκαλία ξένων γλωσσών αποτελεί μία ενδεδειγμένη παροχή προς τα στελέχη για τη δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου. Ποιες είναι όμως οι πρόσφατες εξελίξεις στη διδασκαλία και κατά πόσο συμβάλλουν στη δημιουργία προστιθέμενης εταιρικής αξίας;

Η επικοινωνία ως διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αρμονική λειτουργία και εξέλιξη μίας επιχείρησης. Θα πρέπει ωστόσο να πραγματοποιείται με έναν κοινά αποδεκτό «κώδικα» λαμβάνοντας υπόψιν ταυτόχρονα και τις ανάγκες που καλείται να εξυπηρετήσει. Σε κάθε περίπτωση οι οργανισμοί που αποτελούν μέρος της ευρωπαϊκής ή παγκόσμιας αγοράς, καθώς επίσης και οι εταιρείες που εξετάζουν το ενδεχόμενο επέκτασης των δραστηριοτήτων τους σε αυτές, οφείλουν να διαθέτουν τις γλωσσικές εκείνες δεξιότητες που θα διευκολύνουν σημαντικά το έργο τους. Από την άλλη πλευρά, η γλωσσομάθεια θεωρείται πολλές φορές επιβεβλημένη και για τα ίδια τα στελέχη.

Η ανάγκη του «ανήκειν» και της δραστηριοποίησης σε μία παγκόσμια αγορά εργασίας και στο πλαίσιο μιας «global civil society» προϋποθέτει την ικανότητα επικοινωνίας σε διαφορετική γλώσσα από τη μητρική. Και στις δύο περιπτώσεις η διδασκαλία ξένων γλωσσών αποτελεί βασικό «συστατικό επιτυχίας» με τις εταιρείες πλέον να αναζητούν στελέχη με αποδεδειγμένες γνώσεις, ώστε να καλύψουν τις κρίσιμες θέσεις στο εσωτερικό τους. Σύμφωνα με τη Μαρία Πιπίνου, Διεύθυνση Τμήματος Αξιολόγησης και Εξετάσεων, British Council Greece: «Σήμερα δεν επαρκεί μόνο η καλή γνώση των αγγλικών όπως αυτή πιστοποιείται με κάποιο αγγλικό δίπλωμα/πτυχίο, ένα πτυχίο που τις περισσότερες φορές αποκτήθηκε πολλά χρόνια πριν». «Πιο σημαντική είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικής χρήσης της αγγλικής γλώσσας, που να ανταποκρίνεται σε όλες τις επαγγελματικές απαιτήσεις – λ.χ. στη διαπραγμάτευση μιας συμφωνίας, στην εξυπηρέτηση πελατών, είτε ακόμα όταν χρειάζεται να συντάξουμε ένα αξιόλογο business case για τη διοίκηση» εξηγεί η ίδια.

Do you speak English?
Η επαρκής γνώση μίας ή περισσότερων ξένων γλωσσών, πέρα από τη μητρική ορίζεται ως γλωσσομάθεια και μεγάλο μέρος του πληθυσμού, σε παγκόσμιο επίπεδο, επιλέγει να αναπτύξει τις γλωσσικές του δεξιότητες αναζητώντας τη γλώσσα εκείνη που θα διευκολύνει περισσότερο τους στόχους και θα εξυπηρετήσει τις ανάγκες του. Τα αγγλικά έχουν επάξια λάβει τον τίτλο της «διεθνούς γλώσσας» και συναντώνται στις πρώτες προτιμήσεις προς εκμάθηση των αλλόγλωσσων. Παρά το γεγονός ότι τόσο τα κινέζικα όσο και τα ισπανικά ομιλούνται από μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων, τα αγγλικά χαρακτηρίζονται ως η πρώτη παγκόσμια lingua franca, διευκολύνοντας την επικοινωνία των ατόμων από διαφορετικές κοινότητες ως προς τη μητρική γλώσσα, ενώ ταυτόχρονα στους τομείς των επικοινωνιών, του διαδικτύου, των επιχειρήσεων, της πολιτικής και του εμπορίου αποτελεί την πλέον κύρια και επαγγελματική γλώσσα επικοινωνίας. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και η Μ. Πιπίνου: «Όλες οι επιχειρήσεις, ειδικά σήμερα, είναι σε διαρκή αναζήτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος. Στο παγκόσμιο πλαίσιο όπου όλοι λειτουργούμε, τα Αγγλικά είναι η κοινή γλώσσα όλων των εμπορικών συναλλαγών, συνεπώς είναι ιδιαίτερα απαραίτητα για την επαγγελματική επιτυχία».

Η γλωσσομάθεια, και γενικότερα η ευχέρεια ομιλίας περισσότερων γλωσσών πέραν της μητρικής, έχει καταστεί ουσιαστική ανάγκη στη σημερινή εποχή. Οι λόγοι που την επιβάλλουν δεν είναι άλλοι από την παγκοσμιοποίηση των αγορών και την ευκολία που προσφέρει στην επικοινωνία μεταξύ αλλόγλωσσων ατόμων. Σε εγχώριο επίπεδο ταυτόχρονα, το γεγονός ότι αποτελούμε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι ελάχιστοι γνωρίζουν ελληνικά και ότι η Ελλάδα αποτελεί μία μικρή χώρα, και μάλιστα τουριστική, είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που οδηγούν στα δικαιολογημένα αυξημένα ποσοστά γλωσσομάθειας που παρουσιάζει.

Λόγω… επικοινωνίας
Καθώς ο επιχειρηματικός κόσμος καταβάλει προσπάθειες ώστε να παραμείνει ενεργό μέλος της εγχώριας, ευρωπαϊκής αλλά και παγκόσμιας αγοράς οφείλει να διαθέτει και τα απαραίτητα χαρακτηριστικά, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και το αντίστοιχο προφίλ. Η συνεργασία με ξένους/αλλόγλωσσους συνεργάτες και η επικοινωνία σε μία κοινά αποδεκτή γλώσσα, κυρίως στα αγγλικά, θεωρείται βασική προϋπόθεση τις περισσότερες φορές. Η ανάγκη ενός οργανισμού για επικοινωνία σε μία ξένη γλώσσα σχετίζεται συχνά με τη χώρα στην οποία δραστηριοποιείται ή επιθυμεί να επεκταθεί και όχι μόνο. Για παράδειγμα, όταν η εταιρεία αποφασίζει το «άνοιγμα» σε μία ξένη αγορά, τη συνεργασία με προμηθευτές του εξωτερικού ή όταν είναι η ίδια θυγατρική κάποιας πολυεθνικής, η επικοινωνία των στελεχών σε μία κοινά αποδεκτή γλώσσα εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της, ενώ η άριστη γνώση και η χρήση της στις διαπραγματεύσεις και τις συνεργασίες αποδεικνύεται ότι καλλιεργεί ταυτόχρονα ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που εκπόνησε το Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών της Σχολής Οικονομικών, Επιχειρηματικών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς σε συνεργασία με τη Γενική Διεύθυνση Μετάφρασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με σκοπό να ανιχνεύσει τις ανάγκες των επιχειρήσεων όσον αφορά τις γλωσσικές δεξιότητες των εργαζομένων, η μία στις δύο επιχειρήσεις (51%) ανέφερε ότι θεωρεί τη γνώση ξένων γλωσσών ως το πιο απαραίτητο προσόν ενός εργαζομένου, ενώ ακολουθούν οι γνώσεις πληροφορικής με 25%. Ταυτόχρονα, οι δύο στις τρεις εταιρείες (67%) αξιολογούν το επίπεδο κάθε υπαλλήλου ως προς τη γνώση κάποιας ξένης γλώσσας, με κριτήριο τα πιστοποιητικά γλωσσομάθειας (Proficiency, Toefl, Zertifikat Deutsch κ.ά.) που διαθέτει, ενώ το 19% των επιχειρήσεων θεωρεί αρκετό ο εργαζόμενος να διαθέτει πανεπιστημιακό πτυχίο τμήματος ξένων γλωσσών, και μόλις το 13% αρκείται με βεβαίωση μαθημάτων ξενόγλωσσης ορολογίας σε προπτυχιακό επίπεδο.

Διαφοροποίηση
Η αποτελεσματική χρήση των ξένων γλωσσών στο εργασιακό περιβάλλον εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις αντίστοιχες ανάγκες της εταιρείας αλλά και της θέσης που ο εργαζόμενος διαθέτει στο εσωτερικό της. Για παράδειγμα, ένα στέλεχος το οποίο επικοινωνεί τόσο γραπτά όσο και προφορικά με κάποιον προμηθευτή ή πελάτη στο εξωτερικό καλείται να γνωρίζει άριστα την ξένη γλώσσα ώστε να αποφευχθούν τυχόν λάθη ή παρανοήσεις. Αντίθετα, ένα στέλεχος σε μία θέση που απαιτεί μόνο προφορική επικοινωνία θα πρέπει να παρουσιάζει και την αντίστοιχη ευχέρεια. Με βάση τα συγκεκριμένα δεδομένα, η επιλογή του περιεχομένου των σεμιναρίων και του τρόπου προσέγγισης της εκμάθησης αναπτύσσεται με διαφορετικό τρόπο, καθώς δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στις αντίστοιχες δεξιότητες.

«Τα σεμινάρια ξένων γλωσσών για επιχειρήσεις στοχεύουν πολύ συγκεκριμένα στη βελτίωση λειτουργικών δεξιοτήτων με άμεση εφαρμογή στην επαγγελματική καθημερινότητα» εξηγεί η Μ. Πιπίνου και συνεχίζει: «Στόχος δεν είναι μόνο η βελτίωση της γενικής γνώσης στην αγγλική γλώσσα. Αντίθετα, τα σεμινάρια οδηγούν περισσότερο στη βελτίωση των δεξιοτήτων οπού είναι σημαντική η χρήση της αγγλικής γλώσσας, γι’ αυτό οδηγούν περισσότερο σε ένα exit test παρά σε μία γενική εξέταση αγγλικών». Ταυτόχρονα, ανάλογα με το διαθέσιμο χρόνο του εργαζόμενου επιλέγεται και η κατάλληλη μορφή διδασκαλίας, η οποία μπορεί να μην απαιτεί την υποχρεωτική φυσική του παρουσία.


Προφίλ
Αν και κανείς θα υποστήριζε ότι η παροχή προγραμμάτων εκπαίδευσης σε ξένες γλώσσες προς τους εργαζομένους αποτελεί συνηθισμένη πρακτική για τις πολυεθνικές εταιρείες, κάτι τέτοιο σήμερα διαψεύδεται κατηγορηματικά. Το φάσμα τόσο των εταιρειών όσο και των στελεχών που επιλέγουν και επωφελούνται από τα προγράμματα εκμάθησης ξένων γλωσσών έχει διευρυνθεί σημαντικά. Σχετικά με το προφίλ των εταιρειών που επιλέγουν να προσφέρουν σεμινάρια εκμάθησης ξένων γλωσσών στους ανθρώπους τους η Μ. Πιπίνου επισημαίνει «Πρόκειται για πολυεθνικές εταιρείες, για τις οποίες τα αγγλικά είναι η κύρια γλώσσα επικοινωνίας, εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και συναλλάσσονται με συνεργάτες ή προμηθευτές στο εξωτερικό, η ακόμα και εξαγωγικές εταιρείες που θέλουν να επεκταθούν σε νέες αγορές οπού τα αγγλικά θα είναι απαραίτητα. Στην ουσία απευθύνονται σε όσους δραστηριοποιούνται στο σημερινό πολυεθνικό περιβάλλον, πρακτικά, τους πάντες!». Αναφορικά με την κατηγορία εργαζομένων στους οποίους απευθύνονται πιο συχνά τα προγράμματα εκμάθησης η ίδια εξηγεί: «Τα σεμινάρια απευθύνονται σε ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερομένων: από ομάδες call centre και εργαζόμενους σε front/back offices, όσο και σε εταιρικά στελέχη, ή ακόμα και σε CEOs (για τους οποίους φυσικά υπάρχουν εξειδικευμένα one-to-one προγράμματα)».

Βήματα Επιλογής
Η ανάπτυξη και εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού αποτελούσε ανέκαθεν μία από τις βασικές προτεραιότητες των εταιρειών, ιδιαίτερα όταν οι εργαζόμενοι αποτελούν συχνά και το ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα. Εκτός από την ενίσχυση και απόκτηση δεξιοτήτων από τα στελέχη ώστε να αυξήσουν την αποτελεσματικότητά τους, οι εταιρείες αποδεικνύουν έμπρακτα την ανθρωποκεντρική τους κουλτούρα και ενδιαφέρον ενισχύοντας ταυτόχρονα το employee engagement. Μερικά από τα άμεσα οφέλη που αποκομίζουν οι εταιρείες από την παροχή σεμιναρίων εκμάθησης ξένων γλωσσών είναι η ενδυνάμωση του ανθρωπίνου δυναμικού με περισσότερες δεξιότητες και περισσότερη αυτοπεποίθηση, ενώ ταυτόχρονα μπορούν να επικοινωνήσουν πολύ πιο αποτελεσματικά με σκοπό την επίτευξη των εταιρικών στόχων και τη βελτίωση επιδόσεων σύμφωνα με την Μ. Πιπίνου.

Όπως και σε κάθε απόφαση ανάπτυξης ή εκπαίδευσης των ανθρώπων, τα τμήματα HR καλούνται να εξετάσουν βασικές παραμέτρους πριν την τελική τους επιλογή. Αντίστοιχα, και στην περίπτωση της εκμάθησης ξένων γλωσσών οι οργανισμοί εξετάζουν: Ανάγκες Ο εντοπισμός των σημείων προς βελτίωση και των αντίστοιχων αναγκών που προκύπτουν από τα στελέχη τους, αποτελεί και το πρώτο ουσιαστικό βήμα της ανάπτυξης των ανθρώπων.

Αξιολόγηση
Η αξιολόγηση των αναγκών και των σημείων βελτίωσης αποτελεί το επόμενο βήμα της διαδικασίας. Ταυτόχρονα, τα τμήματα ανθρώπινου δυναμικού καλούνται να αναζητήσουν αντίστοιχα τον τρόπο που θα παρέχουν ουσιαστικά εργαλεία στα στελέχη τους βελτιώνοντας σημαντικά την επαγγελματική τους καθημερινότητά. Επιπρόσθετα, η διαθεσιμότητα των στελεχών για την παρακολούθηση εκπαιδευτικών σεμιναρίων/προγραμμάτων οφείλει να έχει διερευνηθεί σε αυτό το σημείο.

Αναζήτηση
Αμέσως μετά την καταγραφή των αναγκών, της διαθεσιμότητας και των ενδεχόμενων τρόπων ανάπτυξης του προσωπικού, τα τμήματα HR καλούνται να αναζητήσουν τον εξωτερικό συνεργάτη/πάροχο που είναι σε θέση να τους προσφέρει τα κατάλληλα προγράμματα που θα προσφέρουν αμφίπλευρα οφέλη. Στην περίπτωση ωστόσο της επιλογής ενός σεμιναρίου εκμάθησης ξένων γλωσσών, οι εταιρείες οφείλουν να επικοινωνήσουν και τις αντίστοιχες εταιρικές ανάγκες καθώς επίσης και το αποτέλεσμα στο οποίο στοχεύουν να φθάσουν, δηλαδή το επιθυμητό επίπεδο χρήσης της ξένης γλώσσας. Στο ίδιο κλίμα και η Μ. Πιπίνου εξηγεί: «Για να διασφαλίσουμε ότι η εκπαίδευση του ανθρωπίνου δυναμικού είναι επιτυχημένη, πρέπει, πρώτα από όλα, να είμαστε ξεκάθαροι σχετικά με το ποιες είναι οι ανάγκες μας.

  • Ποιο είναι το ιδανικό επίπεδο αγγλικών που αναζητούμε και για ποια χρήση;
  • Ποιες δεξιότητες θέλουμε να αναβαθμίσουμε; Για παράδειγμα, το ζητούμενο είναι να μπορούμε να κάνουμε μια εξαιρετική παρουσίαση, τόσο προφορικά όσο και γραπτά, ή στόχος μας είναι η εξασφάλιση της άψογης εξυπηρέτησης των πελατών;».

«Το να μπορείς να έχεις το σωστό εκπαιδευτικό περιεχόμενο κάθε φορά και να συνεργάζεσαι με έναν αξιόπιστο φορέα για τη δημιουργία του, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για να πετύχεις τους στόχους σου και να αξιοποιήσεις στο μέγιστο τον προϋπολογισμό για την εκπαίδευση του ανθρωπίνου δυναμικού» καταλήγει η ίδια.

Νέα γενιά
Η νέα γενιά εισερχόμενη στην αγορά εργασίας, έρχεται αντιμέτωπη με αυξημένο ανταγωνισμό ενώ καλείται να αποδείξει τις γνώσεις της και την καταλληλότητα της για την απόκτηση κάποιας θέσης εργασίας. Ένα από τα σημαντικά όπλα που διαθέτει στη φαρέτρα της είναι και η πολύ καλή γνώση ξένης/ξένων γλωσσών. Στη σημερινή εποχή, με τα υψηλά ποσοστά κινητικότητας ανά τον κόσμο του ανθρώπινου δυναμικού, και η νέα γενιά οφείλει να εξασφαλίσει τα απαραίτητα εφόδια ώστε να αποτελέσει ενεργό μέλος της παγκόσμιας και όχι μόνο εγχώριας αγοράς εργασίας. Το υψηλό ποσοστό γλωσσομάθειας που παρουσιάζει η νέα γενιά, και η από μικρή ηλικία εξοικείωσή της με τις ξένες γλώσσες ως αναπόσπαστο μέρος της «υποχρεωτικής» εκπαίδευσής τους, αποδεικνύει περίτρανα τις αλλαγές αυτές οι οποίες καθοδηγούνται από τις εξελίξεις.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που δημοσίευσε η Guardian, μερικοί από τους λόγους που οι νέοι επιλέγουν να μάθουν μία ξένη γλώσσα είναι η δυνατότητα διαμόρφωσης καλύτερων προοπτικών απασχόλησης στο εξωτερικό (43%), η επικοινωνία με αλλόγλωσσους (40%), η εκμάθηση και η έκθεση σε ένα διαφορετικό πολιτισμό-κουλτούρα (33%) και η ανάπτυξη πρακτικών δεξιοτήτων (γράφημα). Με γνώμονα λοιπόν τις δυνατότητες που αποκτά ως προς την εύρεση εργασίας, η εκμάθηση ξένων γλωσσών αποτελεί αδιαμφισβήτητα το εισιτήριο για την αγορά εργασίας σε ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο επίπεδο.