Το 2015 υπήρξε μια ακόμα χρονιά αβεβαιότητας, με κύρια χαρακτηριστικά τις μικρές (θετικές ή αρνητικές) μισθολογικές μεταβολές στον ιδιωτικό τομέα σε σχέση με το 2014 και την έντονη ανάγκη των επιχειρήσεων να προχωρήσουν παρακάτω με το υφιστάμενο ανθρώπινο δυναμικό με στόχο να επανέλθουν σε ρυθμούς ανάπτυξης.

Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τα αποτελέσματα της Έρευνας Αποδοχών και Παροχών της KPMG που ολοκληρώθηκε για τον Φαρμακευτικό και Αγροχημικό κλάδο, τον κλάδο των Καταναλωτικών Προϊόντων και του Λιανεμπορίου, καθώς και για τον κλάδο των Ασφαλιστικών εταιρειών (σύντομα αναμένονται και τα αποτελέσματα για τον κλάδο της Υψηλής Τεχνολογίας). Τα θετικά στοιχεία που παρατηρούνται σε σχέση με το 2014 αφορούν στη διατήρηση των θέσεων εργασίας, στην εξάλειψη των μειώσεων στις βασικές αποδοχές και στο μεγαλύτερο ποσοστό εταιρειών που προχώρησαν σε μικρές αυξήσεις βασικών αποδοχών, κυρίως σε επιλεγμένα στελέχη. Ωστόσο, και στους 4 κλάδους παρατηρείται μείωση των μεταβλητών αποδοχών που χορηγήθηκαν το 2015 για την απόδοση του 2014, γεγονός που διατηρεί το συνολικό πακέτο αποδοχών κοντά στα περσινά επίπεδα.

Η αβεβαιότητα που συνεχίζει να υπάρχει στην αγορά αντανακλάται και στη δυσκολία των εταιρειών να προχωρήσουν σε προβλέψεις για τις αυξήσεις του επόμενου έτους, ωστόσο δεν διαφαίνονται μέχρι στιγμής σημάδια μείωσης των βασικών αποδοχών μέσα στο 2016. Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της έρευνας η Βερώνη Παπατζήμου, Γενική Διευθύντρια στο τμήμα Υπηρεσιών Ανθρώπινου Δυναμικού της KPMG, επισημαίνει: «Με την έναρξη του 2015 οι επιχειρήσεις ξεκίνησαν με θετική ψυχολογία και διάθεση επένδυσης σε θέματα ανθρώπινου δυναμικού, σε αντιδιαστολή με την συμπεριφορά προηγούμενων ετών.
 
Συγκεκριμένα, παρατηρήθηκε κινητικότητα στον τομέα των προσλήψεων, ένδειξη ενίσχυσης των δομών σε ανθρώπινο δυναμικό και παροχή αυξήσεων στις σταθερές αποδοχές εργαζομένων συγκριτικά σε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτό της προηγούμενης περιόδου. Ωστόσο, από τα μισά του χρόνου το κλίμα αντιστρέφεται, επικρατεί αβεβαιότητα για την πορεία διαμόρφωσης των δεικτών του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και κατά συνέπεια παρατηρείται αυτοσυγκράτηση στην υλοποίηση ειλημμένων αποφάσεων και σχεδίων δράσης».