Το φαινόμενο της αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων και οι όροι «εξαγορά», «συγχώνευση» και «διάσπαση» επιχείρησης ως μορφές μεταβίβασης μίας επιχείρησης έχουν πλέον συνήθη παρουσία στην καθημερινή οικονομική ζωή.

Κάθε εργαζόμενος πληροφορούμενος την μεταβίβαση της επιχείρησης όπου εργάζεται και κατ’ επέκταση την μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, καταβάλλεται από τον φόβο της απόλυσης, της μείωσης του μισθού του και γενικότερα της απώλειας των εργασιακών δικαιωμάτων, τα οποία μέχρι πρότινος κατείχε.

Στο σημείο αυτό υπεισέρχεται ο νομοθέτης, με σκοπό την προστασία των εργαζομένων και των ατομικών και συλλογικών συμφερόντων των απασχολούμενων σε μία επιχείρηση. Ο έλληνας νομοθέτης ήδη από το 1920 με το αρ. 6 παρ. 1 του Ν. 2112/1920 και αρ. 9 παρ. 1 και β.δ. 16/18.07.1920 προχώρησε στη διασφάλιση των δικαιωμάτων και των συμφερόντων των εργαζομένων, ώστε να μην καταστεί δυσμενέστερη η θέση των εργαζομένων εξαιτίας της μεταβολής του προσώπου του εργαζομένου. Ειδικότερα, στις ως άνω διατάξεις ορίζεται ότι όλες οι υφιστάμενες υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που προκύπτουν από συλλογική σύμβαση εργασίας μεταβιβάζονται αυτοδικαίως στους διαδόχους του εργοδότη που δεσμεύονται από αυτήν.

Εκείνος δηλαδή που με οποιοδήποτε τρόπο και με οποιαδήποτε νομική μορφή υποκαθιστά ορισμένο εργοδότη στην ασκούμενη απ’ αυτόν επιχείρηση ή δραστηριότητα υπεισέρχεται στην θέση του αρχικού εργοδότη ex lege και δίχως να απαιτείται η συναίνεση του εργαζόμενου, του μεταβιβάζοντος ή του εργοδότη (ΑΠ 187/1979,ΑΠ 193/1990). Επομένως, ο εργαζόμενος παρά τη μεταβολή του προσώπου του εργοδότη, διατηρεί όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από την αρχική σύμβαση εργασίας, καθώς και όλα τα δικαιώματα που έχει αποκτήσει κατά την απασχόλησή του, η οποία συνεχίζεται υπό τους ίδιους όρους και συνθήκες. Ομοίως, στο πλαίσιο του Κοινοτικού Δικαίου θεσπίστηκε η Οδηγία του Συμβουλίου της ΕΟΚ 77/187/14.2.1977, που τροποποιήθηκε με την Οδηγία 98/50/ΕΚ και δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το Π.Δ. 572/1988, όπως αντικαταστάθηκε με το Π.Δ. 178/2002 για την προστασία και διατήρηση των δικαιωμάτων εργαζομένων σε περίπτωση μεταβολής του προσώπου του εργοδότη.

Εξαίρεση από τους ως άνω κανόνες υφίσταται ως προς τα συστήματα επαγγελματικής ή διεπαγγελματικής ασφάλισης, η συνέχιση των οποίων εξαρτάται από τη βούληση του νέου φορέα – εργοδότη. Επιπλέον, ως προς το δικαίωμα εναντίωσης του εργαζόμενου στην ανάληψη της σύμβασης εργασίας του από τον νέο εργοδότη έχει υποστηριχθεί ότι η μεταβίβαση της εργασιακής σχέσης είναι υποχρεωτική για αμφότερα τα μέρη, εργαζόμενο και εργοδότη, διότι αντίθετη περίπτωση θα μπορούσε να αποτελέσει τροχοπέδη για τη μεταβίβαση επιχειρήσεων εξαιτίας ενδεχόμενων συλλογικών εναντιώσεων και κατά συνέπεια ματαίωσης της συνέχισης της επιχείρησης (ΑΠ 889/1992).

Αναμφίβολα, όμως, ο νέος φορέας-εργοδότης υπεισέρχεται στη θέση, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού εργοδότη ιδιαίτερα όσον αφορά τη διατήρηση των συμβάσεων εργασίας, αφού απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή της σχέσης εργασίας, όταν τούτη έχει ως αιτία τη μεταβίβαση της επιχείρησης. Αντιστρόφως και από την πλευρά του εργαζόμενου είναι επιτρεπτή η καταγγελία της σύμβασης ή σχέσης εργασίας, αν η μεταβίβαση της επιχείρησης συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας για αυτόν (π.χ. δυσμενείς ανακατατάξεις, φήμη του διαδόχου), περίπτωση για την οποία ο ίδιος ο εργαζόμενος φέρει το βάρος απόδειξης.

Να σημειωθεί τέλος, ότι στο πλαίσιο της ενίσχυσης του ρόλου των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων και για την αποφυγή αυθαιρεσιών των φορέων μεταβίβασης, το άρθρο 8 του Π.Δ. 178/2002 υποχρεώνει τους τελευταίους να ενημερώνουν εγκαίρως τους εκπροσώπους των εργαζόμενων για τυχόν μεταβολές, άλλως προβλέπονται διοικητικά πρόστιμα. Εν κατακλείδι, η προστασία του νόμου είναι επαρκής για τα ατομικά και συλλογικά συμφέροντα των εργαζομένων, καθώς καλύπτει τη διατήρηση της υπόστασης της ήδη υπάρχουσας σχέσης εργασίας και των ήδη κεκτημένων δικαιωμάτων των εργαζομένων, θέτει φραγμούς στις απολύσεις προσωπικού από τον νέο εργοδότη και ενισχύει τη δυνατότητα συλλογικών διαπραγματεύσεων των εργαζομένων με τους εργοδότες.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313