Για τον ρεαλισμό των έργων του τον έχουν επαινέσει ανάμεσα σε άλλους οι Λέων Τολστόι, Τζόρτζ Όργουελ και Γκίλμπερτ Κηθ Τσέστερτον, ενώ αντίθετα ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Χένρι Τζέιμς και η Βιρτζίνια Γουλφ τον επέκριναν για το χαλαρό πεζογραφικό του ύφος.
Ο λόγος για τον Κάρολο Ντίκενς.

Ο Τσαρλς Τζον Χάφφαμ Ντίκενς γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1812 στη νήσο Πόρτσι. Ήταν το δεύτερο από τα οκτώ παιδιά του Τζον και της Ελίζαμπεθ Ντίκενς. Ο ίδιος σε μικρή ηλικία διέκοψε το σχολείο καθώς άρχισε να εργάζεται σε αποθήκη βερνικιών ώστε να πληρώνει τα έξοδα στέγασής του και να συμβάλει και ο ίδιος στην αποπληρωμή του χρέους του πατέρα του, που τον είχε οδηγήσει στη φυλακή. Ο δραστήριος αυτός νέος, ωστόσο, έμελλε να γίνει ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της Βικτωριανής εποχής.

Η επιτυχία του ξεκίνησε με το έργο «Τα έγγραφα του Πίκγουικ», που άρχισε να εκδίδεται σε μηνιαίες συνέχειες το 1836. Η εν λόγω συγγραφική πρακτική μέσα από μηνιαίες και εβδομαδιαίες συνέχειες επέτρεπε στον Κάρολο να αφουγκράζεται το κοινό του και να τροποποιεί στη συνέχεια την πλοκή αλλά και τους χαρακτήρες των έργων του ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των αναγνωστών. «Οι περιπέτειες του Όλιβερ Τουίστ», «η ζωή και οι περιπέτειες του Νίκολας Νίκλεμπυ», «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», «Ιστορία δύο πόλεων», «Μεγάλες προσδοκίες» ήταν μόνο μερικά από τα έργα που τον ανέδειξαν σε έναν από τους πιο γνωστούς Άγγλους μυθιστοριογράφους. «Το αν θα είμαι τελικά ο πρωταγωνιστής της δικής μου ζωής ή αν αυτή τη θέση θα την καταλάβει κάποιος άλλος, θα φανεί στις επόμενες σελίδες» έγραψε εύστοχα στην αρχή του μυθιστορήματος Ντέιβιντ Κόπερφιλντ.

Σύμφωνα με τον ίδιο, ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, για τον λόγο αυτό τοποθετώντας τον σε ένα τμήμα HR θα αναζητούσε εκείνους τους εργαζόμενους που δεν θα εφησύχαζαν ποτέ. Παράλληλα, θα έδινε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη και εξέλιξη των στελεχών, ενώ θα ήταν υπέρμαχος μιας κουλτούρας πειραματισμού και καινοτομίας καθώς, όπως συνήθιζε να αναφέρει, «σε λίγο το καθετί ξαναγεννιέται».