Αναμένεται σωρεία αγωγών ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων για τη διεκδίκηση επιστροφής μνημονιακών περικοπών συντάξεων και μισθών, μετά την έκδοση σειράς δικαστικών αποφάσεων που τις έκριναν παράνομες. Σε περίπτωση δικαίωσης αναμένεται μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση.

Με πρόσφατες αποφάσεις των Διοικητικών Δικαστηρίων (βλ. ενδεικτικά ΔΠρΘεσ 3037/2018, ΔΠρΠειρ 5973/2018) κρίθηκε ότι οι περικοπές στις συντάξεις και τους μισθούς, που επιβλήθηκαν με σειρά νόμων σε συμμόρφωση προς μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, παραβιάζουν σωρεία συνταγματικών διατάξεων καθώς και το 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Σημειώνεται ότι οι διατάξεις αυτές έχουν ήδη κριθεί αντισυνταγματικές με σειρά αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Προς την κατεύθυνση αυτή κινούνται και οι πρόσφατες αποφάσεις των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων που κρίνουν σχετικά αιτήματα συγκεκριμένων ομάδων πολιτών. Ειδικότερα, με τις πρόσφατες αποφάσεις κρίθηκε ότι συνταξιούχοι δύνανται να διεκδικήσουν τις περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις από 1-1-2012 και μετά καθώς και την κατάργηση από 1-1-2013 και μετά των επιδομάτων και δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας.

Οι εν λόγω αποφάσεις φαίνεται να συντηρούν τη νομολογιακή γραμμή που τείνει να αποκαταστήσει ή έστω να διαφυλάξει το βιοτικό επίπεδο οικονομικά ευάλωτων ομάδων πολιτών που έχουν επωμιστεί, μαζί με άλλους, το βάρος της οικονομικής κρίσης. Χαρακτηριστική είναι η σκέψη του δικαστηρίου που διατυπώνεται σε μία (ΔΠρΘεσ 3037/2018) από τις προαναφερόμενες αποφάσεις σε ό,τι αφορά στις μειώσεις των συνταξιοδοτικών παροχών: ο νομοθέτης μπορεί, καταρχήν, να θεσπίζει μέτρα για την περιστολή των δημοσίων δαπανών, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς. Η δυνατότητα όμως του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη καθώς η περικοπή δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος: τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνον της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου.

Μετά από τις εξελίξεις αυτές αναμένονται μαζικές προσφυγές των ενδιαφερομένων στα αρμόδια δικαστήρια έτσι ώστε να επιτύχουν την επιστροφή των ποσών που περικόπηκαν παρανόμως.

Οι ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβούν οι ενδιαφερόμενοι για την επιστροφή των περικοπών είναι η υποβολή αίτησης επιστροφής στον ασφαλιστικό φορέα που υπάγονται, προκειμένου να διακοπεί η παραγραφή του δικαιώματος επιστροφής και ακολούθως η κατάθεση αγωγής ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Η πολιτική επίλυση του ζητήματος, με οικειοθελή επιστροφή των περικοπών από το κράτος μετά από νομοθετική ρύθμιση, υπάρχει σαν ενδεχόμενο, εναπόκειται όμως, στη διακριτική ευχέρεια της εκάστοτε κυβέρνησης και για τον λόγο αυτό είναι αβέβαιη.

Συμπερασματικά, πρέπει οι μισθωτοί και συνταξιούχοι που ενδιαφέρονται να διεκδικήσουν την επιστροφή των μνημονιακών περικοπών των μισθών και συντάξεων, προκειμένου να διασφαλίσουν τα δικαιώματά τους, να καταθέσουν αίτηση επιστροφής των περικοπών στον ασφαλιστικό φορέα που υπάγονται μέχρι 31.12.2018 και ακολούθως αγωγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Από τις ενέργειες τους αυτές οι δικαιούχοι δεν θα χάσουν τη δυνατότητα να υπαχθούν σε τυχόν νομοθετική ρύθμιση του θέματος που θα ακολουθήσει και θα επιλύει την εκκρεμότητα απλούστερα και χωρίς επιβάρυνση για τα δικαστήρια από τον φόρτο των σχετικών υποθέσεων.

    Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
    E: [email protected]
    T: 210-6431387
    F: 210-6460313