Πληθώρα ερευνών έχει ασχοληθεί με την εργασιακή απόδοση και με τους παράγοντες, εκείνους, εντός εργασιακού χώρου, που λειτουργούν καθοριστικά στην ενίσχυση της αποδοτικότητας των εργαζομένων. Εξίσου σημαντικοί, όμως, είναι οι παράγοντες, εκείνοι, που λαμβάνουν χώρα εκτός εργασιακού ωραρίου.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η εργασιακή ανάρρωση, μία διαδικασία στην οποία ο εργαζόμενος επανακτά την ενέργεια και τους πόρους που ξόδεψε κατά τη διάρκεια της ημέρας στην εργασία του. Έρευνες έχουν επιβεβαιώσει ότι η αποτελεσματική ανάρρωση από την εργασία συμβάλει στην επίτευξη υψηλής απόδοσης από την πλευρά του εργαζόμενου. Η έννοια της ανάρρωσης είναι πολυδιάστατη, με τα επί μέρους συστατικά της να είναι η χαλάρωση, η ψυχολογική αποσύνδεση από την εργασία και η μάθηση.
Η διάσταση της χαλάρωσης ορίζεται ως η διαδικασία μείωσης της σωματικής και ψυχολογικής πίεσης. Οι δραστηριότητες που μπορεί να οδηγήσουν στην εμπειρία της χαλάρωσης ποικίλουν, όπως το να κάνει κανείς ένα ζεστό μπάνιο, να ακούσει μουσική και γενικότερα να εμπλακεί σε δραστηριότητες που απαιτούν χαμηλή σωματική και ψυχική ενεργοποίηση. Η χαλάρωση είναι μια διαδικασία κατά την οποία το άτομο ηρεμεί νοητικά και σωματικά.
Για παράδειγμα, το άτομο μπορεί να βιώσει την εμπειρία της χαλάρωσης σωματικά μέσω της yoga, εκτελώντας ασκήσεις προοδευτικής χαλάρωσης των μυών και ασκήσεις αναπνοής, μειώνοντας, έτσι, τον αναπνευστικό και καρδιακό ρυθμό του και την μυϊκή του ένταση. Το νοητικό μέρος της χαλάρωσης περιλαμβάνει ασκήσεις διαλογισμού και αυτοσυγκέντρωσης. Μέσω των εμπειριών χαλάρωσης μπορούμε να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας, επιφέροντας στον οργανισμό μας ξεκούραση και ενέργεια για την επόμενη μέρα.
Ψυχολογική αποσύνδεση
Μία πολύ βασική εμπειρία της ανάρρωσης είναι η ψυχολογική αποσύνδεση από την εργασία. Με τον όρο αυτό εννοούμε ότι βρισκόμαστε εκτός εργασιακής κατάστασης. Η ανάρρωση δεν πετυχαίνεται μόνο μέσω της φυσικής απομάκρυνσης από το χώρο εργασίας. Η πίεση και τα θέματα που προκύπτουν στην εργασία κατά τη διάρκεια της ημέρας, πρέπει να μη λαμβάνονται υπόψη από το άτομο μετά το πέρας του ωραρίου του.
Δραστηριότητες όπως η συνέχιση των εργασιακών καθηκόντων στο σπίτι, η συζήτηση για ζητήματα της δουλειάς ή η λήψη τηλεφωνικών κλήσεων σχετικών με αυτή, κρατούν το άτομο συνδεδεμένο με την εργασία του και εμποδίζουν την ανάρρωσή του. Κατά τη διάρκεια της εργασίας του, το άτομο έχει ενεργά γνωστικά συστήματα τα οποία το βοηθούν να εργαστεί. Στην περίπτωση που ο εργαζόμενος συνεχίσει να ασχολείται με θέματα της εργασίας του στο σπίτι, τότε τα συστήματα αυτά παραμένουν σε λειτουργία, ανακόπτοντας την εμπειρία της ανάρρωσης.
Πόσο εύκολο είναι, όμως να αποσυνδεθείς πλήρως από την εργασία σου, όταν η επικοινωνία έχει εξελιχθεί και μπορείς πλέον να δουλεύεις από το σπίτι; Τέλος, η εμπειρία της μάθησης αφορά στις δραστηριότητες εκείνες, οι οποίες πραγματοποιούνται κατά τον ελεύθερο χρόνο και παρέχουν στο άτομο την ευκαιρία για μάθηση και πνευματική ενεργοποίηση. Πρόκειται για δραστηριότητες που απαιτούν κάποια δεξιότητα, όπως η ενασχόληση με ένα άθλημα, η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας ή ενός νέου χόμπι, χωρίς να ξεπερνούν τις δυνατότητες του ατόμου.
Αν και απαιτούν κινητοποίηση και ενέργεια από την πλευρά του ατόμου, συμβάλλουν αποτελεσματικά στη διαδικασία της ανάρρωσης, καθώς βοηθούν στη δημιουργία νέων πόρων, βελτιώνοντας, παράλληλα, τη θετική διάθεση. Για παράδειγμα, η ενασχόληση με ένα νέο άθλημα μετά από μία γνωστικά απαιτητική μέρα στη δουλειά μπορεί να βοηθήσει τον εργαζόμενο να αποκτήσει ευεξία και θετική διάθεση. Γενικά, όλες οι εμπειρίες μάθησης οι οποίες αποτελούν για το άτομο πρόκληση, καθώς προσφέρουν γνώση και ενεργητική εμπλοκή χωρίς να το κουράζουν, είναι ιδανικές ώστε να επιτευχθεί ανάρρωση μετά την εργασία.
Τι γίνεται, όμως, όταν δεν προλαβαίνουμε να αναρρώσουμε από την εργασία μας; Η απουσία ανάρρωσης έχει επιδράσεις και στην υγεία. Ειδικότερα, έχει παρατηρηθεί ότι εάν ο εργαζόμενος παραμένει εξαντλημένος για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να αναρρώσει, τότε μειώνεται η ποιότητα του ύπνου, εμφανίζονται ψυχοσωματικά προβλήματα και συναισθηματική εξουθένωση. Αυτό συμβαίνει γιατί, όταν τα άτομα αδυνατούν να αναρρώσουν, η ψυχοφυσιολογική ενεργοποίηση βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με αποτέλεσμα να η κόπωση να συσσωρεύεται και να εμφανίζονται τα προβλήματα.
Πέρα από τα ψυχοσωματικά προβλήματα, ένα ακόμη πρόβλημα που φαίνεται να απορρέει από την ελλιπή ανάρρωση είναι οι κακές διατροφικές συνήθειες. Αποτελέσματα ερευνών, για τις διατροφικές συνήθειες του ανθρώπινου δυναμικού, έδειξαν ότι οι εργαζόμενοι που αδυνατούν να αναρρώσουν, επιλέγουν έναν πιο ανθυγιεινό τρόπο διατροφής, ο οποίος μακροπρόθεσμα επιβαρύνει την υγεία τους. Η αδυναμία ανάρρωσης προκαλεί στο άτομο πίεση, εξάντληση και κούραση. Όταν ένας εργαζόμενος βιώνει πίεση λόγω αδυναμίας ανάρρωσης, τροποποιεί τις διατροφικές του συνήθειες αντικαθιστώντας αυτές με ανθυγιεινές, με στόχο τη μετρίαση του στρες.
Τα άτομα που βιώνουν στρες και επιλέγουν διατροφές με πολλά λιπαρά αναφέρουν ότι τους κάνουν να νιώθουν καλύτερα. Επίσης, λόγω της πίεσης και του φόρτου δεν μπορούν να διαθέσουν αρκετό χρόνο για την ετοιμασία ενός υγιεινού γεύματος, δηλαδή πλούσιο σε θρεπτικές αξίες και χαμηλό σε λιπαρά.
Αντιπαραγωγικές συμπεριφορές
Με όλα τα παραπάνω μπορούμε να αντιληφθούμε τη σημασία της ανάρρωσης από την εργασία και τις επιπτώσεις της απουσίας της. Για το λόγο αυτό, λοιπόν, θεμιτό είναι οι οργανισμοί να σέβονται τον ελεύθερο χρόνο των μελών τους και έτσι, να αποφεύγονται τηλεφωνήματα μετά τη δουλειά ή ανάθεση εργασιακών υποχρεώσεων μετά το πέρας του ωραρίου, καταστάσεις που θα κρατήσουν τα άτομα συνδεμένα με την εργασία και θα τα εμποδίσουν να αναρρώσουν.
Στην περίπτωση που οι εργαζόμενοι επέλθουν σε μια περίοδο ανεπαρκούς ανάρρωσης, πιθανόν να εμφανίσουν αντιπαραγωγικές συμπεριφορές, όπως συχνές δικαιολογημένες, αλλά κυρίως αδικαιολόγητες απουσίες από την εργασία, λόγω του αυξημένου αισθήματος κόπωσης. Επίσης, για να μπορεί ο εργαζόμενος να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά στον εργασιακό φόρτο και να αποφεύγει υψηλά επίπεδα ανάγκης για ανάρρωση, ο οργανισμός πρέπει να του παρέχει τους απαραίτητους εκείνους πόρους, όπως είναι η αυτονομία στην εργασία, η ανατροφοδότηση και άλλα, οι οποίοι συμβάλλουν προς αυτή την κατεύθυνση.
Είναι σημαντικό να διατηρείται η ισορροπία μεταξύ του εργασιακού φόρτου και των πόρων, ώστε το άτομο να φέρει εις πέρας τα εργασιακά του καθήκοντα, αποφεύγοντας την πίεση και το στρες, που έχουν ως αποτέλεσμα την μειωμένη απόδοση στην εργασία. Σε ατομικό επίπεδο, ο εργαζόμενος καλείται να κατανοήσει τη σημαντικότητα της ανάρρωσης μετά την εργασία, καθώς και τις συνέπειες που μπορούν να προκύψουν από τη μη πραγμάτωσή της.
Τέτοιες μπορεί να είναι τα ψυχοσωματικά προβλήματα υγείας, και συγκεκριμένα τα προβλήματα ύπνου και διατροφής, το στρες και η πτώση της εργασιακής απόδοσης. Επομένως, οι εμπειρίες της ανάρρωσης, δηλαδή η χαλάρωση, η αποσύνδεση από την εργασία και η εκμάθηση νέων δεξιοτήτων, θα ενισχύσουν τον εργαζόμενο να τα αποφύγει.