Είναι γεγονός, ότι η εργασιακή σχέση συνιστά, αναντίρρητα, θεμελιακή θεσμική βάση, επί της οποίας διαρθρώνεται το σύστημα του εργατικού δικαίου.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο, ότι βασική μέριμνα του κοινωνικού κράτους αποτελεί η διασφάλιση μιας ομαλής εργασιακής σχέσης απέναντι σε όλους τους πιθανούς κινδύνους που απειλούν την απρόσκοπτη λειτουργία της.

Έντονη, επομένως, καθίσταται η ανάγκη καθορισμού της έννοιας, μεταξύ άλλων, των περιπτώσεων και των συνεπειών σε περίπτωση ανώμαλης λειτουργίας της σχέσης, όπως συμβαίνει κατά την αναστολή αυτής. Αναστολή της (υφισταμένης) σχέσεως εργασίας συντρέχει είτε όταν η εργασία δεν παρέχεται από τον εργαζόμενο, είτε όταν η εργασία του τελευταίου δεν γίνεται αποδεκτή από τον εργοδότη.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να λεχθεί ότι, παρά το κατά κανόνα ισχύον της μη καταβολής μισθού σε περίπτωση μη παροχής εργασίας, υπάρχουν περιπτώσεις αναστολής της εργασιακής σχέσης, στις οποίες προβλέπεται η καταβολή μισθού. Για δομικούς λόγους, θα ακολουθήσουμε στην παρούσα ανάπτυξη τη διάκριση μεταξύ συμβατικής και κανονιστικής αναστολής.

Η συμβατική αναστολή μπορεί να είναι χρονικά ορισμένη ή αόριστη και περιπτωσιολογικά μπορεί να αναφέρεται σε:

  • (συμβατική) μερική απασχόληση,
  • άδεια απουσίας με ή χωρίς αποδοχές.

Η κανονιστική αναστολή της σχέσης εργασίας δύναται να αφορά, είτε στο πρόσωπο του εργαζομένου, είτε στο πρόσωπο του εργοδότη και περιπτωσιολογικά έχει ως έπεται:

Όσον αφορά το πρόσωπο του εργαζομένου:

  • Κώλυμα του εργαζομένου εξαιτίας σπουδαίου λόγου και μη οφειλομένου σε υπαιτιότητά του. Για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο σπουδαίος αυτός λόγος, ο εργαζόμενος δικαιούται τον μισθό, με τα ίδια ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά, που θα λάμβανε εάν απασχολείτο, ενώ παράλληλα δεν υπέχει καμία υποχρέωση αναπλήρωσης των εργάσιμων ημερών που απείχε.
  • Πρόσκληση του μισθωτού, προς εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Μετά τη λήξη της θητείας, η εργασιακή σχέση αναβιώνει ως είχε, εφ’όσον είναι ορισμένου χρόνου, στην περίπτωση δε που η εργασιακή σχέση είναι αορίστου διάρκειας, απαγορεύεται στον εργοδότη να απολύσει τον εργαζόμενο καθ’όσον χρόνο διαρκεί η στράτευση, ειδάλλως ο μισθωτός δύναται να απαιτήσει, είτε τους μισθούς υπερημερίας είτε την νόμιμη αποζημίωση απόλυσης.
  • Αποχή από την εργασία για ένα χρονικό διάστημα, χάριν ανάπαυσης ή αναψυχής. Στην περίπτωση που συναινέσει ο εργοδότης στην αποχή του εργαζομένου χάριν των ως άνω λόγων, ο τελευταίος δικαιούται τις αποδοχές που λάμβανε εάν εργαζόταν, όπως και το επίδομα αδείας.
  • Θέση σε αργία του εργαζομένου, λόγω παρεκτροπής του σε σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία προβλέπονται από τον κανονισμό εργασίας. Κατά τη διάρκεια της αργίας, δεν αναγνωρίζεται δικαίωμα στο μισθωτό να απαιτήσει τον μισθό, όντας σε πολύ βεβαρημένη θέση.
  • Άλλοι λόγοι απουσίας του μισθωτού που σχετίζονται με αυτόν (κυοφορία και λοχεία, θηλασμός του τέκνου, ανατροφή του τέκνου, γάμος του μισθωτού, γέννηση του τέκνου, μετάβαση του μισθωτού στο σχολείο του τέκνου, αναζήτηση νέας απασχόλησης, εκπαιδευτικές υποχρεώσεις και ανάγκες του μισθωτού, υποχρεωτική ψηφοφορία, εκτέλεση καθηκόντων συνδικαλιστή, λουτροθεραπεία όπως και ασθένεια συγγενών).

Όσον αφορά το πρόσωπο του εργοδότη:

  • Υπερημερία ως προς την αποδοχή της εργασίας. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης, οφείλει να καταβάλει τον μισθό που θα κατέβαλε εάν είχε αποδεχθεί την εργασία, εκτός αν η άρνηση αποδοχής της εργασίας οφείλεται σε ανωτέρα βία, οπότε ο μισθωτός δικαιούται να λάβει επίδομα ανεργίας από τον ΟΑΕΔ, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εργάστηκε αλλού.
  • Επίσχεση της εργασίας σε περίπτωση μη εκπλήρωσης εκ μέρους του εργοδότη των υποχρεώσεών του, οι οποίες παράγονται από την εργασιακή σχέση. Δεδομένου ότι η επίσχεση ανάγεται σε υπαιτιότητα του εργοδότη, ο τελευταίος υποχρεούται να καταβάλλει τις αποδοχές του χρόνου επίσχεσης στις οποίες όμως δικαιούται να καταλογίσει το αλλαχού αποκτηθέν εισόδημα του μισθωτού.
  • Θέση του μισθωτού σε διαθεσιμότητα, σε περιπτώσεις ανάγκης μείωσης του προσωπικού μιας επιχείρησης. Συνεπεία της διαθεσιμότητας ο εργαζόμενος δικαιούται των μισών τακτικών αποδοχών που θα λάμβανε, στην περίπτωση που εργαζόταν κατά τη διάρκειά της.

Η συσχέτιση του νομικού φαινομένου της αναστολής της εργασιακής σχέσεως με τον μισθό και τις συνέπειες που η πρώτη προκαλεί επί του τελευταίου, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω δεν είναι τυχαία.

Η αξίωση του εργαζομένου για το μισθό θεωρείται δικαιολογημένα υψίστης ζωτικής σημασίας, από τη στιγμή που έχει θεμελιώδη σημασία, τόσο για τον βιοπορισμό του ιδίου και της οικογένειάς του, όσο και για την εν γένει ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.