Με το φόβο κοινωνικής έκρηξης λόγω της ανεργίας των νέων, υπό το νέο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα πρόκειται να χρηματοδοτηθεί με 517 εκατ. ευρώ. Ένα κονδύλι προσωρινής απόδοσης με στόχο την ένταξη συγκεκριμένου αριθμού νέων ανέργων έως 29 ετών στην αγορά εργασίας και σε προγράμματα κατάρτισης σε πραγματικές συνθήκες εργασίας. Από το τίποτα...
Για την ιστορία, χάσμα υπήρχε σχεδόν ανέκαθεν στο χάρτη της Ευρώπης μεταξύ βορρά και νότου ως αναφορά στο ποσοστό ανεργίας. Μόνο που το 2012 το χάσμα είναι σε ένα επίπεδο ιστορικά άνευ προηγουμένου. Κι ενώ πολλοί μιλούν μόνο για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους, η Ευρώπη έρχεται αντιμέτωπη με τη μαζική ανεργία.
Με τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μία «χαμένη γενιά» οι ηγέτες της Ευρώπης προσπαθούν να εγγυηθούν ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα βοηθήσει τις μικρές επιχειρήσεις, θα υπάρξει ενίσχυση του προγράμματος Erasmus της Ευρωπαϊκής Ένωσης εκπαιδεύοντας τους νέους (με την προοπτική ενθάρρυνσης των σπουδών στο εξωτερικό) και έχουν δεσμευτεί 8 δις ευρώ για τις χώρες με τα υψηλότερα ποσοστά ανέργων.
Αυτές είναι μερικές από τις προτάσεις οι οποίες ακούγονται ελπιδοφόρες, παρ’ όλα αυτά στην πράξη είναι πιθανό να απογοητεύσουν διότι παρουσιάζουν τις ίδιες αδυναμίες που παρουσίαζαν και παρόμοιες μέχρι τώρα προτάσεις πριν το πρόβλημα οξυνθεί. Δηλαδή, ελλιπή ανάλυση του προβλήματος, κυρίως αναφορικά με την αντιμετώπιση της αναντιστοιχίας προσφοράς και ζήτησης ειδικοτήτων και τη διάγνωση αναγκών της αγοράς εργασίας.
Ειδικότερα, η μαθητεία είναι μία καλή ιδέα αλλά για τις χώρες της νότιας Ευρώπης όπου η οικονομική ύφεση είναι το κυρίως πρόβλημα, χωρίς οικονομική ανάκαμψη τα προγράμματα μαθητείας μπορούν να κάνουν τους νέους ελάχιστα πιο απασχολήσιμους. Επίσης, αν δούμε πιο προσεκτικά τα νούμερα, το κονδύλι των 8 δις ευρώ, σε σύγκριση με το μέγεθος του προβλήματος, είναι ελάχιστο. Διότι σχεδόν 8 εκατ. νέοι Ευρωπαίοι είναι άνεργοι. Για την Ελλάδα το ποσοστό, σύμφωνα με στοιχεία από τον Economist, είναι πάνω από ένας στους τέσσερις νέους χωρίς εργασία, κατάρτιση ή εκπαίδευση.
Η Ελλάδα του 2013
Κι ενώ η Ελλάδα διανύει τον τρίτο χρόνο της κρίσης, στη δική της εσωτερική πραγματικότητα, υπάρχουν μεγάλα κόστη στην έμμισθη εργασία τα οποία αποτελούν σοβαρό αντικίνητρο στην πρόσληψη ανθρώπινου δυναμικού. Οι ασφαλιστικές εισφορές δεν έχουν προσαρμοσθεί ανάλογα παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Οι υπέρογκες εισφορές στόχο έχουν στη μείωση των εσόδων του κράτους καθώς λιγότερες δουλειές σημαίνουν αντίστοιχα και λιγότερες εισφορές.
Οι νέοι άνεργοι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ξεπερνούν τους 750.000 στην ιδιωτική οικονομία και μέσα σε αυτούς δεν υπολογίζονται όσοι δεν είναι στα στοιχεία του ΟΑΕΔ, όσοι έχουν υποστεί δραματικές μειώσεις μισθών, οι εργαζόμενοι σε επισφάλειες και αυτοί που αμείβονται με το σημερινό κατώτατο μισθό των 490 ή 427 ευρώ αντίστοιχα.
Σαν αποτέλεσμα, το Μάρτιο του 2013 σύμφωνα με τα στοιχεία της υπηρεσίας ελέγχου του ΙΚΑ, 52% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα απασχολούν ανασφάλιστο ή αδήλωτο προσωπικό και 40,5% των εργαζομένων είναι ανασφάλιστοι. Επίσης, πέραν των προγραμμάτων που έχουν σαν στόχο την τόνωση της απασχόλησης, από τα έκτακτα στοχευμένα μέτρα που έχουν εξαγγελθεί όπως η «Έκτακτη Εισφορά Αλληλεγγύης», το 1% που προοριζόταν για τους ανέργους (~600 εκατομμύρια ευρώ), σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρώην διοικητή του ΟΑΕΔ, Ηλία Κικίλια, το κονδύλι δεν έχει διανεμηθεί στους ανέργους.
Αν σκεφτούμε ακόμα, ότι οι ασφαλιστικές εισφορές δεν είναι ανταποδοτικές καθώς στον εργαζόμενο δεν αποφέρουν το κόστος με το οποίο τον επιβαρύνουν κι ότι ομοίως υπάγονται σε φορολογία για τις εταιρείες και μπορούν να αυξηθούν κατά το δοκούν από το κράτος, τότε αντιμετωπίζονται από τον επιχειρηματία σαν ένας επιπλέον φόρος. Ίσως, λοιπόν, να είναι μία σκέψη η επιδότηση της εργασίας σε αντίθεση με την επιδότηση της ανεργίας. Για κάθε δύο ή τρεις υπάρχουσες θέσεις εργασίας, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν μία ή δύο νέες θέσεις απασχόλησης.
Τα ευρωπαϊκά κοινοτικά κονδύλια (τα οποία ούτως η άλλως εκταμιεύονται) θα μπορούσαν να επιδοτήσουν το μισθό ενός ή και περισσότερων νεοπροσληφθέντων. Εδώ προκύπτει το θέμα της απουσίας των εργοδοτικών εισφορών, οι οποίες θα μπορούσαν να καλυφθούν για το κράτος μέσω εισφορών ασφαλισμένου και φορολογίας και από τα έμμεσα έσοδα.
Οι εργοδοτικές εισφορές δύο ή τριών εργαζομένων θα μπορούν να καλύπτουν-επιδοτούν το μισθό ενός νεοπροσληφθέντος. Ομοίως τα έσοδα που θα προκύπτουν μέσω των εισφορών των ασφαλισμένων, της (λογικής) φορολογίας των εργαζομένων ή και τα έξοδα από τις δαπάνες κατανάλωσης θα δίνουν ένα θετικό πρόσημο στην οικονομία.
Αιτίες και πιθανές λύσεις
Με αυτήν τη μικρή αναφορά στην ανεργία, είναι αρκετά δύσκολο να εντοπίσουμε τις αιτίες και τις πιθανές λύσεις για να δοθεί μία εκ δια μαγείας λύση στο πρόβλημα. Αν αναλογιστούμε ότι η οικονομική- καπιταλιστική κρίση (η αύξηση της κρίσης αυξάνει και την ανεργία), ο επαγγελματικός προσανατολισμός (οι νέοι διαλέγαν επαγγέλματα με βάση τη μελλοντική κοινωνική τους καταξίωση και όχι με κριτήριο την επιθυμία τους ή τις ανάγκες της παραγωγής), το πολιτικό σύστημα (διορισμοί στο δημόσιο τομέα, κατάχρηση δημοσίου χρήματος τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός κρατικού μηχανισμού που δεν αποτελείται από επαγγελματίες) είναι μερικά από τα πιθανά αίτια που σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού (άνεργοι) υφίσταται τις συνέπειες, τότε είναι αναγκαίο με αντίστοιχες αλλαγές κατεύθυνσης και με λύσεις, όχι τόσο επιφανειακές, να αντιμετωπιστεί και το πρόβλημα της ανεργίας.
Γιατί μπορεί η συνήθης τακτική της επιδότησης της ανεργίας να είναι φαινομενικά η λύση του προβλήματος, αλλά όπως παρατηρούμε, δεν έχει το επιθυμητό αποτέλεσμα ούτε στην Ελλάδα μα ούτε και στις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τις σημερινές συνθήκες της ελληνικής Οικονομίας, ως μέτρο που επιδρά απευθείας στην αγορά εργασίας θα μπορούσε να είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από τους εργοδότες.
Επίσης, μέτρα που βελτιώνουν την ποιότητα και την παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού, για παράδειγμα, εκπαίδευση-επιμόρφωση-μείωση φορολογικών αντικίνητρων. Ακόμα και στις θεωρητικές αναζητήσεις, η παγκοσμιοποίηση δίδαξε ότι λόγω του πληθωρισμού η απώλεια ανταγωνιστικότητας αδυνατεί να συντηρήσει χαμηλά ποσοστά ανεργίας. Η μαζική ανεργία αποτελεί ένα θλιβερό απολογισμό και μία αντίφαση του οικονομικού συστήματος.