Κατ΄ εξαίρεση της γενικής αρχής, που ορίζει ότι για την εγκυρότητα της καταγγελίας συμβάσεως εργασίας πρέπει να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση στον εργαζόμενο, υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες είναι δυνατή η απόλυση και χωρίς τη καταβολή της.

Η λύση μιας υφιστάμενης σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη επαφίεται πρωτίστως στη διακριτική του ευχέρεια και μπορεί να λυθεί οποτεδήποτε από την πλευρά του. Παρά ταύτα, για να είναι έγκυρη, θα πρέπει να κοινοποιήσει έγγραφη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας και να καταβάλει συγχρόνως την αποζημίωση.

Περιπτώσεις απαλλαγής καταβολής αποζημίωσης
Οι περιπτώσεις στις οποίες ο εργοδότης, κατ΄ εξαίρεση, απαλλάσσεται της υποχρεώσεώς του να καταβάλει αποζημίωση στο μισθωτό, καθορίζονται περιοριστικά στο νόμο και αναλύονται παρακάτω:
· Πριν τη συμπλήρωση δίμηνης υπηρεσίας του εργαζόμενου στην επιχείρηση.
· Αν παραιτηθεί ο εργαζόμενος.
· Σε σύμβαση ορισμένου χρόνου, εκτός αν καταγγελθεί πριν τη λήξη της από τον εργοδότη χωρίς σπουδαίο λόγο, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Αστικό Κώδικα, οπότε οφείλονται όλοι οι μισθοί του υπόλοιπου χρόνου μέχρι τη λήξη της.
· Στη σύμβαση ορισμένου έργου, εκτός αν υποκρύπτεται σχέση ή σύμβαση εξαρτημένης εργασίας οπότε τεκμαίρεται ότι υφίσταται μια ενιαία σύμβαση εργασίας και οφείλεται αποζημίωση.
· Σε περίπτωση μήνυσης σε βάρος του εργαζομένου για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή του απαγγέλθηκε κατηγορία για αδίκημα τουλάχιστον σε βαθμό πλημμελήματος. Εάν απαλλαγεί, ο μισθωτός δικαιούται να ζητήσει την αποζημίωσή του.

Μήνυση σε βάρος του εργαζόμενου
Ειδικότερα, θα ασχοληθούμε με τη περίπτωση μήνυσης σε βάρος του εργαζομένου για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή του απαγγέλθηκε κατηγορία για αδίκημα τουλάχιστον σε βαθμό πλημμελήματος.

Όπως ορίζεται στο νόμο, ο εργοδότης μπορεί έγκυρα να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου του μισθωτού, χωρίς να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, αν έχει υποβληθεί εναντίον του μήνυση ή έγκληση για αξιόποινη πράξη, που διέπραξε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή του απαγγέλθηκε κατηγορία για αδίκημα τουλάχιστον σε βαθμό πλημμελήματος, επηρεάζοντας δυσμενώς την ομαλή λειτουργία των εργασιακών σχέσεων μεταξύ τους.

Η έννομη τάξη αποδοκιμάζει σε έντονο βαθμό την αξιόποινη συμπεριφορά του εργαζομένου, είτε εντός του χώρου εργασίας, είτε εκτός, η οποία προκαλεί την υποβολή κατ’ αυτού μηνύσεως εκ μέρους του εργοδότη του ή την απαγγελία εις βάρος του κατηγορίας για αδίκημα τουλάχιστον σε βαθμό πλημμελήματος. Έτσι, επιτρέπεται η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του, χωρίς τη καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης.

Από τα παραπάνω, διακρίνεται το αξιόποινο της πράξης κατά την εκτέλεση της εργασίας του μισθωτού, οπότε αυτή μπορεί να είναι πταίσμα, καθώς και η αξιόποινη συμπεριφορά του εκτός υπηρεσίας, λαμβάνοντας έτσι χαρακτήρα πλημμεληματικό. Βασική προϋπόθεση για την απαλλαγή του εργοδότη της υποχρεώσεώς του για τη καταβολή αποζημίωσης στο μισθωτό, είναι η μήνυση ή η έγκληση να προηγούνται της απολύσεως έστω και κατ΄ ελάχιστο χρόνο.

Δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του μισθωτού η αναγραφή σε αυτή των αξιόποινων πράξεων, για τις οποίες κατηγορείται ο εργαζόμενος, αλλά αρκεί να γνωστοποιείται εγγράφως ότι η απόλυσή του γίνεται μετά από μήνυση ή απαγγελία κατηγορίας για αξιόποινες πράξεις. Πολύ δε περισσότερο δεν απαιτείται να αναφέρεται στο έγγραφο της καταγγελίας ότι η τέλεση του αποδιδόμενου στον εργαζόμενο αδικήματος επηρεάζει δυσμενώς την ομαλή λειτουργία της εργασιακής σχέσεως και καθιστά δυσχερή για τον εργοδότη τη συνέχισή της.

Απαλλαγή εργαζόμενου
Αν όμως ο απολυθείς εργαζόμενος απαλλαγεί με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση, η καταγγελία καθίσταται άκυρη εάν ο εργοδότης δεν καταβάλει εντός εύλογου χρόνου από την «κοινοποίηση» σε αυτόν του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης, τη νόμιμη αποζημίωση. Ως «κοινοποίηση» νοείται η γνωστοποίηση στον εργοδότη της απαλλαγής ή της αθώωσης του εργαζομένου, κυρίως για να αρχίζει να «τρέχει» ο εύλογος χρόνος εντός του οποίου ο εργοδότης θα πρέπει να καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση, ώστε να μην καταστεί άκυρη η καταγγελία σύμβασης εργασίας και περιέλθει σε κατάσταση υπερημερίας.

Έχει κριθεί νομολογιακά ότι ως «απαλλαγή» του εργαζομένου νοείται μόνο εκείνη που στηρίζεται στην ουσιαστική αθώωση του εργαζομένου λόγω αβάσιμης ποινικής κατηγορίας ή για λόγους αμφιβολιών και εκείνων που αποκλείουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης ή τον καταλογισμό. Αντιθέτως, η απαλλαγή λόγω έμπρακτης μετάνοιας, παραγραφής της αξιόποινης πράξης ή ανάκλησης της εγκλήσεως δεν υπάγονται στο στενό περιεχόμενο της έννοιας απαλλαγής όπως ορίζεται ως ανωτέρω.