--> 

Οι σημαντικότερες αλλαγές που επέρχονται στον Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου κατόπιν ενσωμάτωσης της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152.”

Στις 26 Σεπτεμβρίου δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ ο Ν.5053/2023 του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, δυνάμει του οποίου πρόκειται να ενσωματωθεί στον Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου (Π.Δ.80/2022) η Οδηγία 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Ιουνίου 2019 για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι σημαντικότερες αλλαγές που επέρχονται είναι οι εξής:

1. Αντικαθίσταται το άρθρο 189 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου περί πολλαπλής απασχόλησης του εργαζομένου σε διαφορετικούς εργοδότες.
Ως τώρα η πολλαπλή απασχόληση σε διαφορετικούς εργοδότες επιτρέπεται υπό τον περιορισμό ότι ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να απασχολήσει μέσα στην ίδια ημέρα μισθωτούς, οι οποίοι ήδη έχουν εργαστεί σε άλλη επιχείρηση ολόκληρο το νόμιμο ωράριό τους.Δηλαδή, μπορεί να απασχολεί μισθωτούς, οι οποίοι εργάστηκαν μέσα στο ίδιο 24ωρο σε άλλο ή άλλους εργοδότες, για χρόνο μικρότερο του κανονικού ωραρίου εργασίας, αλλά μόνο για τόσες ώρες όσες υπολείπονται για να συμπληρωθεί το νόμιμο ωράριο της ημερήσιας εργασίας.
Το νέο άρθρο189 προβλέπει τη δυνατότητα πολλαπλής απασχόλησης σε διαφορετικούς εργοδότες,εκτός του ωραρίου εργασίας που έχει συμφωνηθεί με συγκεκριμένο εργοδότη, απαγορεύοντας αντίθετες συμφωνίες ή ρήτρες.
Ωστόσο, η πολλαπλή απασχόληση επιτρέπεται υπό τους περιορισμούς των άρθρων 162-179 του Κώδικα. Για παράδειγμα, η ελάχιστη, ημερήσια ανάπαυση του εργαζομένου δεν μπορεί να είναι κατώτερη από 11 συνεχείς ώρες, η ελάχιστη εβδομαδιαία ανάπαυση κατώτερη από 24 συνεχείς ώρες, ενώ ο μέσος όρος εβδομαδιαίας εργασίας δεν μπορεί να ξεπερνά τις 48 ώρες ανά τετράμηνο.

2. Προστίθεται το άρθρο 1Α στον Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου περί δοκιμαστικής περιόδου.
Ως τώρα στις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου οι πρώτοι 12 μήνες λογίζονται ως απασχόληση δοκιμαστικής περιόδου, ενώ για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου υπήρχε κάποια νομοθετική πρόβλεψη.
Με την προσθήκη του άρθρου 1Α του Κώδικα η ανώτατη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου μειώνεται στους 6 μήνες για τις συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.Για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, η δοκιμαστική περίοδος πρέπει να είναι σε αναλογία με τον συνολικό χρόνο της περιόδου απασχόλησης και να μην υπερβαίνει το 1/4της περιόδου αυτής, με ανώτατο όριο τους 6 μήνες.

3. Αντικαθίστανται τα άρθρα 70 & 71 του Κώδικα Ατομικού Εργατικού Δικαίου περί υποχρέωσης παροχής ενημέρωσης και πληροφοριών, χρονοδιαγράμματος και μέσων ενημέρωσης.
Ως τώρα ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στον εργαζόμενο τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας, με παράδοση στον εργαζόμενο, 2μήνες το αργότερο από την έναρξη της εργασίας του γραπτής σύμβασης εργασίας ή άλλου εγγράφου, όπου θα αναγράφονται οι όροι εργασίας.
Με την αντικατάσταση των άρθρων70 και 71 συγκεκριμενοποιείται ο τρόπος ενημέρωσης, ο οποίος μπορεί να γίνε είτε με παράδοση εντύπου είτε σε ηλεκτρονική μορφή, υπό την προϋπόθεση ότι ο εργοδότης διατηρεί απόδειξη αποστολής ή παραλαβής. Επίσης μειώνεται ο χρόνος γνωστοποίησης των όρων εργασίας με ανώτατο όριο τη 1 εβδομάδα από την έναρξη της εργασίας για ορισμένους όρους και τον 1 μήνα για τους υπόλοιπους. Τέλος, ορίζεται η υποχρέωση γνωστοποίησης του εργοδότη προς τον εργαζόμενο των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, δωρεάν, με σαφήνεια, διαφάνεια και με λεπτομερή και εύκολα προσβάσιμο από απόσταση τρόπο.

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του Ν.5053/2023, η ενσωμάτωση στην ελληνική νοµοθεσία της Οδηγία (ΕΕ) 2019/1152αποσκοπεί στη βελτίωση των όρων εργασίας, με την προώθηση περισσότερο διαφανούς και προβλέψιμης απασχόλησης με παράλληλη διατήρηση εύλογης ευελιξίας στην άτυπη απασχόληση, ούτως ώστε να διατηρούνται τα πλεονεκτήματά της για τους εργαζομένους και τους εργοδότες και να διασφαλίζεται η προσαρμοστικότητα της αγοράς εργασίας.

Ο θεσμός της παραγραφής στην κοινωνική ασφάλιση ΣΤΕ 1833/2021

Η κοινωνία έχει ανάγκη την ύπαρξη του θεσμού της παραγραφής των αξιώσεων κάθε είδους, οι οποίες δεν μπορούν εσαεί να παραμένουν ενεργές ως δαμόκλειος σπάθη.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας 1833/2021 κρίθηκε αντισυνταγματική η γενική παραγραφή των 20 ετών για τις μη καταβληθείσες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Η κρίση του δικαστηρίου κινείται γύρω από το κεντρικό σκεπτικό περί ανάγκης ασφάλειας του δικαίου, μέσω της καθιέρωσης του εύλογου χρόνου της παραγραφής αξιώσεων καταβολής ασφαλιστικών εισφορών. Ο γενικός κανόνας της 20ετούς παραγραφής, όπως οριζόταν στον ν. 4387/2016, όντας αντισυνταγματικός, κρίνεται ως εύλογη η 10ετής παραγραφή.

Ο θεσμός της παραγραφής, θεσμός δημόσιας τάξης, ανέκαθεν αποσκοπούσε στη διασφάλιση του Κράτους Δικαίου, όπως αυτό εκφράζεται μέσω της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο στη σκέψη 4 κρίνει ότι η αρχή της ασφάλειας του δικαίου ως θεμέλιο του κράτους δικαίου, η οποία στηρίζεται ιδίως στα άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος, ιδιαίτερη εκδήλωση της αρχής αυτής αποτελεί και η προστατευόμενη εμπιστοσύνη του διοικουμένου. Στο πλαίσιο της καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών υφίσταται η απαίτηση πρόβλεψης προθεσμίας παραγραφής, η οποία πρέπει να ορίζεται εκ των προτέρων.

Tο Δικαστήριο κρίνει ότι η προθεσμία της παραγραφής των αξιώσεων των ασφαλιστικών φορέων, πλέον του ΕΦΚΑ ως διάδοχου φορέα όλων των, σε περίπτωση υπερημερίας των ασφαλισμένων να καταβάλλουν τις εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ως όφειλαν, παραγράφεται ρητά. Η παραγραφή των 10 ετών χαρακτηρίστηκε ως εύλογη χρονικά. Ενώ υποστηρίχθηκε ότι η μεταρρύθμιση που θεσπίζει ο ν.4387/2016, μέσα από την ενοποίηση στην Ελλάδα των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, απαιτεί και ενιαίους κανόνες, οι οποίοι θα εφαρμόζονται για όλους τους ασφαλισμένους.

Το ίδιο και για την ισχύουσα παραγραφή της απαίτησης για καταβολή των ασφαλιστικών φορέων. Ο νομοθέτης αρχικώς είχε επιλέξει τη χρήση της γενικής παραγραφής των 20 ετών δεν συνάδει με την αρχή της αναλογικότητας άρθρο 25παρ. 1 του Σ, ως ιδιαίτερα μακρά. Καθώς μεγαλώνει η αδυναμία με την πάροδο του χρόνου της απόδειξης της οφειλής και η διεκδίκηση αυτής.
Κατόπιν των ανωτέρω, η κρίση περί αντισυνταγματικότητας του γενικού κανόνα της παραγραφής των απαιτήσεων προς καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης στον e-ΕΦΚΑ, δημιουργεί κενό στη ρύθμιση, λόγω απουσίας προϋφιστάμενου δικαίου, που να ρυθμίζει ενιαία το ζήτημα. Το κενό αυτό κρίνεται ότι θα καλυφθεί μέσω της εφαρμογής της 10ετούς παραγραφής, ως χρόνος πλέον εύλογος των 20 ετών, αλλά και του χρόνου παραγραφής των 5 ετών, χρόνος που αν και υποστηρίχθηκε ότι θα αποτελούσε επιλογή, θεωρείται πολύ σύντομος και μη επαρκής για την προστασία των αξιώσεων, που τυχόν ανακύψουν.

Εν κατακλείδι, το βάρος της παραγραφής μπορεί να χαρακτηριστεί αμφοτεροβαρές, καθώς τόσο ο φορέας κοινωνικής ασφάλισης, θα επιδιώξει την καταβολή των εισφορών με στόχο τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του αλλά και την εξασφάλιση της καταβολής των παροχών (σύνταξη, επιδόματα, κ.ά.). Άλλο τόσο και ο ασφαλισμένος θα φέρει το βάρος της έγκυρης και έγκαιρης καταβολής και ελέγχου αυτής, για την προστασία των δικαιωμάτων του και την ασφάλεια του ίδιου στο μέλλον. Η επιμέλεια και από τις δύο πλευρές ενδείκνυται και η επικινδυνότητα της δεκαετούς παραγραφής έγκειται στο ότι δεν παραγράφονται απλά οφειλές αλλά χρόνια ασφάλισης.

Το τεκμήριο απόκτησης της ιδιότητας του διευθύνοντος υπάλληλου

Προκειμένου να διενεργούνται ευχερώς οι έλεγχοι της Επιθεώρησης Εργασίας και να διαπιστώνεται πού βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, τέθηκαν ευκρινή όρια στο διαχωρισμό ενός απλού εργαζόμενου από έναν Διευθύνοντα.

Σε συνάρτηση με τη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας που καταρτίσθηκε στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ την 29.10.1919 και κυρώθηκε στην Ελλάδα με το ν. 2269/1920, ήδη από το 2021, έχει δημοσιευθεί η σχετική -υπ’ αριθμόν 90972/19.11.2021- απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, αναφορικά με το τεκμήριο απόκτησης της ιδιότητας του Διευθυντικού Στελέχους.

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
Στο μέρος Β’ της απόφασης αυτής, απαριθμούνται τα κριτήρια βάσει των οποίων ένας εργαζόμενος εμπίπτει στην κατηγορία του διευθυντικού στελέχους, κατέχει θέση εποπτείας ή διευθύνσεως ή εμπιστοσύνης, και συνεπώς δεν εφαρμόζονται για αυτόν οι διατάξεις της διεθνούς συμβάσεως για τα χρονικά όρια εργασίας. Αναλυτικότερα, διευθυντικά στελέχη, τεκμαίρεται ότι είναι εκείνοι, που με βάση ρητά αναφερόμενους όρους στις ατομικές συμβάσεις εργασίας τους:
Α. 1) Ασκούν διευθυντικό δικαίωμα έναντι άλλων εργαζομένων της επιχείρησης ή 2) Εκπροσωπούν και δεσμεύουν την επιχείρηση έναντι τρίτων ή 3) Είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου ή του αντίστοιχου διοικητικού οργάνου του εργοδότη ή 4) Είναι μέτοχοι ή εταίροι που κατέχουν πάνω από το 0,5% των δικαιωμάτων ψήφου του εργοδότη ή
Β. Είναι προϊστάμενοι Διευθύνσεων, Μονάδων ή Τμημάτων ή άλλων ανεξάρτητων οργάνων του εργοδότη που ορίζονται στο οργανόγραμμά του, εφόσον ο εργοδότης τους εμπιστεύεται την εποπτεία μέρους της συνεχούς, διακοπτόμενης ή έκτακτης, αλλά πάντως ουσιαστικής λειτουργίας και οι εργαζόμενοι αυτοί αμείβονται με συμφωνημένες μηνιαίες αποδοχές που δεν υπολείπονται του εξαπλάσιου του κατώτατου νόμιμου μισθού, ή
Γ. Αμείβονται με συμφωνημένους μηνιαίους μισθούς που δεν υπολείπονται του οκταπλάσιου του εκάστοτε νόμιμου κατώτατου μισθού.

Η ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
Τα πρόσωπα που εμπίπτουν στις κατηγορίες αυτές, μολονότι διατηρούν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με τον εργοδότη τους και θεωρούνται μισθωτοί, είναι διακριτοί από τους λοιπούς εργαζόμενους, τους οποίους είτε διευθύνουν είτε επιβλέπουν ή κατέχουν μία θέση στην επιχείρηση, που προϋποθέτει μία μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό τους. Η πρακτική σημασία της εν λόγω Υπουργικής Απόφασης έγκειται στο εξής: Όποιος εργαζόμενος πληροί ένα από τα ως άνω αναφερθέντα κριτήρια, εξαιρείται της εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, ειδικότερα, ως προς την εβδομαδιαία ανάπαυση, την αμοιβή για υπερεργασία ή υπερωρία (νόμιμη, παράνομη), την αμοιβή για νυκτερινή εργασία, εργασία Σάββατο ή Κυριακή και εξαιρετέα ημέρα/αργία. Διχογνωμία υπάρχει, ωστόσο, ως προς το ζήτημα του εάν δικαιούνται οι Διευθύνοντες Υπάλληλοι την ετήσια άδεια αναψυχής (το επίδομα αυτής και την αποζημίωση για μη χορήγησή της).

Μολονότι το Προεδρικό Διάταγμα 88/1999 δεν τους εξαιρεί από την διάταξη για χορήγηση ετήσιας άδειας αναψυχής, και συνεπώς βάσει νόμου θα έπρεπε να τη δικαιούνται, παρατηρείται μία -σχεδόν-πάγια νομολογία των δικαστηρίων που κρίνει την παροχή της άδειας αυτής (καθώς και των λοιπών οικονομικών ωφελημάτων που συνεπάγεται) σε Διευθύνοντες Υπαλλήλους, ασυμβίβαστη προς την εξέχουσα θέση τους και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων, που ανέλαβαν, με την εργασιακή τους σύμβαση.
Προκειμένου λοιπόν να διενεργούνται ευχερώς οι έλεγχοι της Επιθεώρησης Εργασίας και να διαπιστώνεται πού βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, τέθηκαν αυτά τα ευκρινή όρια στο διαχωρισμό ενός απλού εργαζόμενου από έναν Διευθύνοντα. Επισημαίνεται δε, πως για τη νομιμότητα της διαδικασίας, οι εργοδότες οφείλουν να ενημερώνουν κάθε φορά το Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ» με οποιαδήποτε αλλαγή επέλθει στο καθεστώς ενός εργαζομένου, ήτοι απώλεια/κτήση διευθυντικής ιδιότητας, συμπληρώνοντας αντίστοιχα το Έντυπο Ε4 (Πίνακας Προσωπικού).

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε: E: [email protected]
T: 210-6431387, F: 210-6460313

Υγεία και ασφάλεια στον χώρο τηλεργασίας

Σύμφωνα με το νέο νομοθετικό πλαίσιο, ο εργοδότης έχει την υποχρέωση να πληροφορεί τον τηλεργαζόμενο για την πολιτική της επιχείρησης, όσον αφορά στην υγεία και την ασφάλεια στην εργασία.

Η τηλεργασία αποτελεί μία ειδική μορφή απασχόλησης, η οποία αναγνωρίσθηκε από την ελληνική νομοθεσία με τον Ν. 2639/1998. Έπειτα, με τον Ν. 3846/2010 ενσωματώθηκε στο εθνικό δίκαιο η από 16.07.2022 Ευρωπαϊκή συμφωνία-πλαίσιο για την τηλεργασία και θεσπίστηκαν τα γενικά πλαίσια λειτουργίας της. Το 2020, λόγω του υψηλού υγειονομικού κινδύνου εξαιτίας της πανδημίας του ιού covid-19, η τηλεργασία αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο διαδεδομένα εργαλεία για τη συνέχιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων σε εναρμόνιση με τα μέτρα προστασίας κατά του ιού, αντικαθιστώντας, όπου ήταν δυνατόν, την εντός των εγκαταστάσεων της επιχείρησης παροχή εργασίας. Οι νέες αυτές εργασιακές συνθήκες κατεύθυναν τον εθνικό νομοθέτη προς τον εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου της τηλεργασίας και την εξειδίκευση του τρόπου λειτουργίας της, με το άρθρο 67 του Ν. 4808/2021. Το ως άνω άρθρο ενσωματώθηκε με την υπ’ αριθμ. 123 διάταξη στο Π.Δ. 80/2022.

ΤΙ ΟΡΙΖΕΙ ΤΟ ΝΕΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το καινούριο νομοθετικό πλαίσιο ορίζει, μεταξύ άλλων, την τήρηση των διατάξεων για την υγεία και ασφάλεια στον χώρο εργασίας υπό συνθήκες τηλεργασίας. Ειδικότερα, δυνάμει της παρ. 5 στοιχ. στ’ αρ. 123 Π.Δ. 80/2022 προβλέπεται για τον εργοδότη η εντός οκτώ (8) ημερών από την έναρξη της τηλεργασίας υποχρέωση γνωστοποίησης στον τηλεργαζόμενο των όρων υγιεινής και ασφάλειας της τηλεργασίας και των διαδικασιών αναγγελίας εργατικού ατυχήματος που ο εργαζόμενος πρέπει να τηρεί και οι οποίοι ορίζονται στην παράγραφο 9 του ίδιου άρθρου. Συγκεκριμένα, στην ανωτέρω παράγραφο θεσπίζεται η υποχρέωση του εργοδότη να «πληροφορεί τον τηλεργαζόμενο για την πολιτική της επιχείρησης, όσον αφορά την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία, η οποία περιλαμβάνει ιδίως τις προδιαγραφές του χώρου τηλεργασίας, τους κανόνες χρήσης οθονών οπτικής απεικόνισης, τα διαλείμματα, τα οργανωτικά και τεχνικά μέσα της παρ. 10 και κάθε άλλο αναγκαίο στοιχείο». Αξίζει να σημειωθεί ότι για την Υγεία και Ασφάλεια στην Εργασία (ΥΑΕ) ισχύει η νομική αρχή της αποκλειστικής ευθύνης του εργοδότη. Ο εργαζόμενος, όμως, που απασχολείται με τηλεργασία, έχει εκ του νόμου υποχρέωση να τηρεί την νομοθεσία για την ΥΑΕ, για την οποία, όμως, αποκλειστικά υπεύθυνος εξακολουθεί να είναι ο εργοδότης. Πέραν τούτου, ο νόμος προβλέπει μαχητό τεκμήριο ότι «ο χώρος τηλεργασίας πληροί τις παραπάνω προδιαγραφές και ότι ο τηλεργαζόμενος τηρεί τους κανόνες περί υγιεινής και ασφάλειας.».

Από τα ανωτέρω θα μπορούσε να συναχθεί ότι δημιουργείται νομοθετικό κένο αφενός μεν ως προς την επιτήρηση των απομακρυσμένων χώρων εργασίας για το αν στην πράξη τηρείται από τον εργαζόμενο η νομοθεσία για την ΥΑΕ , αφετέρου δε ως προς τα εργατικά ατυχήματα στον χώρο τηλεργασίας, διότι δεν εξειδικεύονται οι διαδικασίες διερεύνησης του ατυχήματος από τα αρμόδια όργανα (υπεύθυνος ασφαλείας, ιατρός εργασίας, Επιθεώρηση Εργασίας κ.ά.). Μάλιστα, όταν ο χώρος τηλεργασίας ταυτίζεται με την κατοικία του εργαζομένου, μπορεί οι κοινές διαδικασίες επιθεώρησης τήρησης της νομοθεσίας για την ΥΑΕ και διερεύνησης του εργατικού ατυχήματος να συγκρούονται με άλλα θεμελιώδη δικαιώματά του. Ιδιαιτέρως για τα εργατικά ατυχήματα στον χώρο τηλεργασίας δεν έχει διατυπωθεί ειδικός ορισμός. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι θεωρείται εργατικό ατύχημα όταν ο τηλεργαζόμενος παθαίνει εγκαύματα από ζεστό νερό επειδή ετοίμαζε τον καφέ του, όπως θα έκανε στο γραφείο, αλλά δεν θεωρείται όταν συμβεί το ίδιο επειδή ετοίμαζε κάποιο γεύμα για την οικογένειά του.
Παρά την ύπαρξη των ανωτέρω κενών, ο εργοδότης φέρει αποκλειστική ευθύνη για την ΥΑΕ στον χώρο τηλεργασίας, κάτι το οποίο ενέχει προφανείς κινδύνους. Τούτο δεν παρατηρείται μόνο σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε ενωσιακό, καθιστώντας αναγκαία την ενιαία ρύθμιση της κατάστασης από την Ε.Ε, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τα νέα δεδομένα εργασίας, με βάση τα οποία πολλές επιχειρήσεις παρέχουν στους εργαζομένους τους απασχόληση με τηλεργασία ή υβριδική εργασία.

Αύξηση νόμιμου κατώτατου μισθού

Δυνάμει της υπ’ αριθμόν 31986/28.03.2023 απόφασης του Υπουργού Εργασίας, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Απριλίου 2023, καθορίστηκε ο νέος κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο.
Όπως επισημάνθηκε στα πρακτικά της προφορικής διαβούλευσης, για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού έτους 2023 ελήφθησαν υπ’ όψη: η μείωση της αγοραστικής αξίας των μισθών ως απόρροια της αύξησης του πληθωρισμού, της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, η αύξηση του ΑΕΠ, καθώς και η μείωση της ανεργίας. Συνεπώς, για τους υπαλλήλους, ο κατώτατος μισθός ορίζεται στα 780€ και για τους εργατοτεχνίτες το κατώτατο ημερομίσθιο ορίζεται στα 34,84€. Η νέα αυτή αύξηση κατά 9,4% αναλύεται ως εξής: άνοδος του μικτού μισθού της τάξεως των 67€ το μήνα, ενώ για το μικτό ημερομίσθιο σημειώθηκε αύξηση κατά 2.99€.

Μάλιστα, ανάλογα με τα έτη προϋπηρεσίας που έχει συμπληρώσει ο/η εργαζόμενος/η πριν τις 14 Φεβρουαρίου του 2012, ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο προσαυξάνονται μέχρι και 30%. Συνεπώς, ο μηνιαίος μικτός κατώτατος μισθός για τους εργαζόμενους με τρεις τριετίες μπορεί να είναι έως και 234€ υψηλότερος (780€ + 30%). Με άλλα λόγια, ο κατώτατος μισθός σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να ανέρχεται στα 1.014€, συν δώρο Χριστουγέννων, Πάσχα και το επίδομα αδείας. Για όλους τους υπόλοιπους, η προσαύξηση λόγω προϋπηρεσίας παραμένει «παγωμένη» έως ότου η ανεργία, σε ετήσια βάση, πέσει κάτω από το 10%.
Ειδικότερα, για μισθωτούς με προϋπηρεσία από 3 έως 6 χρόνια ο μικτός μηνιαίος μισθός διαμορφώνεται στα 858€, από 6 έως 9 χρόνια στα 936€, και για μισθωτούς με προϋπηρεσία άνω των 9 ετών ο μισθός διαμορφώνεται στα 1.014€.

ΛΟΙΠΕΣ ΑΥΞΗΣΕΙΣ
Η αύξηση του κατώτατου μισθού συμπαρασύρει σε αύξηση και το επίδομα ανεργίας, καθώς αναπροσαρμόζεται στα 19,16€ το ημερήσιο επίδομα και 479,17€ το μηνιαίο, από 17,51€ και 438€ αντίστοιχα που ήταν πριν την 1η Απριλίου 2023. Επίσης, αναπροσαρμόζεται σειρά βοηθημάτων και επιδομάτων, που έχουν ως βάση υπολογισμού τον κατώτατο μισθό ή ημερομίσθιο. Σε αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, το βοήθημα ανεργίας για τους αυτοτελώς απασχολούμενους, ο μισθός των προγραμμάτων νέων θέσεων εργασίας, το ειδικό βοήθημα λήξης ανεργίας, το βοήθημα λόγω επίσχεσης εργασίας, ειδικά εποχικά βοηθήματα για μισθωτούς τουριστικού και επισιτιστικού κλάδου, οικοδόμους, δασεργάτες κ.ά., η ειδική παροχή μητρότητας, το επίδομα γονικής άδειας, οι ανεξόφλητες αποδοχές λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, η παροχή όταν εργαζόμενοι τίθενται σε διαθεσιμότητα, η αποζημίωση των μαθητών στις Επαγγελματικές Σχολές (ΕΠΑ.Σ) Μαθητείας της ΔΥΠΑ, η αποζημίωση για τα προγράμματα εργασιακής εμπειρίας, κ.ά.

Επιπλέον, η αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου επαυξάνει και το πλαφόν της αποζημίωσης απόλυσης για υψηλόμισθους εργαζομένους, αφού πλέον η βάση υπολογισμού της αποζημίωσης απόλυσης με χρήση του πλαφόν θα ανέρχεται σε 8361,6€. Τέλος, κατά τον ίδιο τρόπο, αυξάνονται τα μισθολογικά κριτήρια βάσει των οποίων κάποιος τεκμαίρεται ότι είναι διευθύνων υπάλληλος, αφού βάσει της υπ’ αριθμόν ΦΕΚ Β΄ 90972/15.11.2021 Υπουργικής Απόφασης, τεκμαίρεται ως διευθύνων υπάλληλος, μεταξύ άλλων, εκείνος που αμείβεται με αποδοχές τουλάχιστον εξαπλάσιες του κατωτάτου μισθού.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε: E: [email protected]
T: 210-6431387, F: 210-6460313

Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση για τη νέα γενιά

Με τον ν. 4826/2021 επέρχεται μεταρρύθμιση και ιδρύεται ένα νέο ταμείο επικουρικής ασφάλισης, το Ταμείο Επικουρικής Κοινωνικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), που αποτελεί ΝΠΔΔ και θα χορηγεί επικουρικές συντάξεις γήρατος, αναπηρίας και θανάτου. Η κοινωνική ασφάλιση, που στο μέρος που αφορά την επικουρική ασφάλιση, αναπροσαρμόζεται στα δεδομένα της αγοράς και ενσωματώνει το κεφαλαιοποιητικό σύστημα στην ελληνική πραγματικότητα.

Το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, εφαρμοζόμενο στο πλαίσιο της κοινωνικής ασφάλισης, οφείλει να λειτουργεί αποτελεσματικά. Η αποτελεσματικότητα αυτή, έγκειται στην εγγύηση της ορθής διακυβέρνησης και εποπτείας. Απώτερος στόχος είναι η δημιουργία ενός φερέγγυου και οικονομικά θωρακισμένου κεφαλαιοποιητικού συστήματος, έτοιμου να ανταπεξέρχεται στους κλυδωνισμούς του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού διεθνούς περιβάλλοντος, σε βάθος χρόνου.

Μετά την δημοσιονομική ύφεση του 2010, με την οποία δοκιμάστηκαν τόσο το κοινωνικό κράτος όσο και οι πολίτες- ασφαλισμένοι (οι οποίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με αθρόες μειώσεις και περικοπές των συντάξεων, λόγω της κατάρρευσης των κοινωνικό-ασφαλιστικών ταμείων και λόγω των πιέσεων από τις μνημονιακές υποχρεώσεις, ανεληφθείσες από τις οι ελληνικές κυβερνήσεις της κρίσης μετά το 2010), παρατηρείται μία έντονη προσπάθεια μεταρρύθμισης και εξυγίανσης του θεσμού της κοινωνικής προστασίας και κατ’ επέκταση της κοινωνικής ασφάλισης. Κορύφωση αυτής της διεργασίας είναι η νομοθετική μεταρρύθμιση για τη Νέα Γενιά.

Η διαφοροποίηση στις επικουρικές συντάξεις των προηγούμενων ετών, έγκειται κυρίως στο ότι θα εφαρμόζεται το κεφαλαιοποιητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών, οι οποίες θα συγκεντρώνονται και θα επενδύονται με στόχο την δημιουργία αποθεματικού, βάσει του οποίου θα υπολογίζονται οι μελλοντικές παροχές των δικαιούχων. Αφορά κυρίως στη νέα γενεά ασφαλισμένων, όσους δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου 2022 αναλάβουν για πρώτη φορά εργασία- απασχόληση, τους γεννηθέντες μετά την 1η Ιανουαρίου 2004 και είναι ασφαλισμένοι ή θα αποκτήσουν ασφαλιστική ιδιότητα στο μέλλον. Ο ΕΤΕΑΕΠ με το νέο σύστημα παύει να αποκτά νέους ασφαλισμένους, με στόχο την σταδιακή κατάργηση του ταμείου με την αποστέρηση των νέων ασφαλισμένων από αυτό.

ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ 4826/2021
Στο άρθρο 46 παρ.1 του ν. 4826/2021 ορίζεται το εξής: για κάθε ασφαλισμένο θα αντιστοιχεί ένας ατομικός λογαριασμός, στον οποίο θα απεικονίζονται λογιστικά:
α. οι καταβλητέες εισφορές,
β. οι καταβληθείσες εισφορές,
γ. οι οφειλόμενες εισφορές,
δ. οι αποδόσεις από επενδύσεις των
εισφορών και
ε. οι κρατήσεις του άρθρου 9.
Η τήρηση του εκάστοτε ατομικού λογαριασμού του ασφαλισμένου είναι μηχανογραφική και καταργείται με την απονομή της σύνταξη.
Η κεφαλαιοποίηση πολλές φορές μπορεί να είναι απρόβλεπτη και, εξαιτίας ακριβώς αυτής της εγγενούς αστάθειας, να μην αποκομίζει μακροπρόθεσμα ο ασφαλισμένος τα οφέλη που επιδιώκει από την επενδυτική του δραστηριότητα, καθώς αυτή ενέχει πάντοτε τον κίνδυνο της απώλειας μέρους ή όλου της απόδοσης. Παρουσιάζει η επικουρική ασφάλιση μετακύληση κινδύνου στους ίδιους τους ασφαλισμένους αντί το ΤΕΚΑ, με την επιφύλαξη της κρατικής εγγύησης. Ο νόμος προβλέπει την επιστροφή των εισφορών, στα όρια της ελάχιστης ανταποδοτικότητας.

ΕΝ ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ
Το ΤΕΚΑ ενημερώνει και πληροφορεί τους ασφαλισμένους, διασφαλίζοντας την διαφάνεια του συστήματος. Η ορθή πληροφόρηση του ασφαλισμένου διακρίνεται τόσο στη γνώση όλων των επενδυτικών δυνατοτήτων μέσα από την δημόσια κεφαλαιοποίηση, όσο και στη γνώση της πορείας και εξελίξεις των επενδύσεων του ατομικού λογαριασμού, όπως ορίζει το άρθρο 61 ν. 4826/2021.
Η επιτυχία του μπορεί να οδηγήσει στην οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας και στην ενίσχυση της αλληλεγγύης μεταξύ των γενεών.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε: E: [email protected]
T: 210-6431387, F: 210-6460313

Επέκταση ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας

Ήδη, από τις 25.11.2022, είναι σε ισχύ οι ρυθμίσεις του νόμου 4997/2022, ο οποίος στο άρθρο του, υπ’ αριθμόν 43, προβλέπει την επέκταση της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας, τροποποιώντας όσα μέχρι τότε εφαρμόζονταν βάσει του νόμου 3655/2008 άρθρο 142.

Πιο συγκεκριμένα, οι εργαζόμενες μητέρες, ασφαλισμένες στον φορέα ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, απασχολούμενες με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δικαιούνται πλέον να αξιώνουν τη χορήγηση σε αυτές, άδειας προστασίας της μητρότητας, διάρκειας εννέα μηνών, αντί για έξι, που προέβλεπε ο προηγούμενος νόμος. Στο επιπλέον αυτό διάστημα των τριών μηνών, η Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης (Δ.ΥΠ.Α) εξακολουθεί να καταβάλλει στην εργαζόμενη μητέρα μηνιαίως, ποσό ίσο με τον κατώτατο μισθό, καθώς και αναλογία δώρων εορτών και επιδόματος αδείας. Όσες μητέρες, κατά την έναρξη της ισχύος του νέου νόμου αξιοποιούσαν την άδεια τους αυτή, ακόμα και εάν διένυαν την τελευταία μέρα της, υπάγονται στις νέες διατάξεις και κατά συνέπεια, δικαιούνται άλλους τρεις μήνες άδειας. Αξίζει επίσης να μνημονευθεί ότι ακόμα και αν η εργαζόμενη επιστρέψει λόγω ελλιπούς ενημέρωσης στην εργασία της, με το πέρας του εξαμήνου, χωρίς δηλαδή να έχει κάνει χρήση του υπόλοιπου τριμήνου, έχει τη δυνατότητα εφόσον το επιθυμεί, χωρίς να της δημιουργείται πρόβλημα από τον εργοδότη ή τις αρμόδιες υπηρεσίες, να επανέλθει σε καθεστώς άδειας για τον χρόνο που της απομένει.

Για τις εργαζόμενες μητέρες που διατηρούν υπόλοιπο ετήσιας άδειας από το 2022, το οποίο μέχρι τις 31.03.2023 πρέπει να έχει χορηγηθεί, προβλέπεται ότι η ετήσια άδεια θα πρέπει να παρεμβληθεί ανάμεσα στο εξάμηνο της άδειας προστασίας μητρότητας και στο τρίμηνο παράτασης της ώστε να μην απωλέσουν κανένα δικαίωμα. Πρέπει να σημειωθεί ότι με τον νέο νόμο, στις δικαιούχους της ειδικής άδειας προστασίας της μητρότητας, συνυπολογίζονται και οι εργαζόμενες που αποκτούν παιδιά με τη διαδικασία της παρένθετης μητρότητας αλλά και εκείνες που υιοθετούν, από την ένταξη του παιδιού στην οικογένεια και έως την ηλικία των 8 ετών, συνεπώς οι ανωτέρω προβλέψεις έχουν αντίστοιχη εφαρμογή και σε αυτές τις περιπτώσεις.

Η στιγμή δε από την οποία κρίνεται η ένταξη του παιδιού στην οικογένεια, ορίζεται από τον νόμο 4997/2022 ότι είναι είτε αυτή της φυσικής παράδοσης του τέκνου στην μητέρα που υιοθετεί, είτε η ημερομηνία, κατά την οποία καθίσταται τελεσίδικη η δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει αλλοδαπή απόφαση υιοθεσίας από την εργαζόμενη που υιοθετεί τέκνο. Σημειώνεται ότι, η μητέρα πρέπει να είναι εγγεγραμμένη στο Εθνικό Μητρώο Υποψηφίων Θετών Γονέων προκειμένου να δικαιούται την άδεια αυτή, ενώ η ημερομηνία φυσικής παράδοσης, πρέπει να αποδεικνύεται είτε από σχετικό έγγραφο της αρμόδιας κοινωνικής υπηρεσίας (αν το παιδί βρίσκεται υπό την προστασία κάποιου Κοινωνικού Φορέα) είτε με συμβολαιογραφικό έγγραφο που καταρτίζεται ανάμεσα στην εργαζόμενη και τους φυσικούς γονείς.

Τέλος, η εργαζόμενη μητέρα δικαιούται να μεταβιβάσει έως επτά μήνες από την ειδική άδεια προστασίας μητρότητας στον πατέρα, εφόσον ο τελευταίος εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας πλήρους ή μερικής απασχόλησης. Για τον χρόνο αυτό που ο πατέρας θα λαμβάνει την άδεια, η οποία θα του έχει μεταβιβασθεί από την μητέρα, δικαιούται να αξιώσει την ίδια ασφαλιστική κάλυψη και παροχές με αυτές που θα απολάμβανε η μητέρα αντιστοίχως. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων θα δοθούν διευκρινίσεις επί της μεταβίβασης αυτής.

 

Η καταγγελία της σύμβασης εργασίας ένεκα τέλεσης ποινικού αδικήματος

Στο πλαίσιο καλόπιστης εκτέλεσης των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τη σχέση εργασίας, οι μισθωτοί έχουν, μεταξύ άλλων υποχρεώσεων, υποχρέωση πίστεως του εργοδότη τους.
Έκφραση αυτής της υποχρέωσης αποτελεί το καθήκον των εργαζομένων να απέχουν από πράξεις που έχουν αξιόποινο χαρακτήρα και βλάπτουν τα συμφέροντα του εργοδότη, γεγονός που δικαιολογεί την καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους σε περίπτωση τέλεσης αξιόποινης πράξης σε βάρος του εργοδότη δίχως να τους καταβληθεί αποζημίωση απόλυσης. Πιο συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το άρθρο άρθρο 5 του Ν. 2112/20 και το άρθρο 6 του ΒΔ 16/18-7-1920, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας χωρίς προειδοποίηση και χωρίς αποζημίωση εάν εναντίον του μισθωτού υπεβλήθη μήνυση για αξιόποινη πράξη που διεπράχθη κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του ή αν απηγγέλθη κατ’ αυτού κατηγορία για αδίκημα γενικώς το οποίο φέρει τον χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Στις διατάξεις αυτές γίνεται διάκριση μεταξύ δύο διαφορετικών περιπτώσεων. Η πρώτη περίπτωση είναι να έχει απαγγελθεί κατηγορία για οποιοδήποτε αδίκημα που φέρει τον χαρακτήρα πλημμελήματος ή κακουργήματος, η δεύτερη είναι να έχει ασκηθεί μήνυση για αξιόποινη πράξη που διεπράχθη από τον εργαζόμενο κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας του. Απαιτούμενη προϋπόθεση εφαρμογής των προαναφερόμενων διατάξεων είναι η υποβολή της μήνυσης ή η απαγγελία της κατηγορίας αντίστοιχα να έχουν λάβει χώρα πριν την καταγγελία της σύμβασης εργασίας.

Ο καταγγέλλων εργοδότης δεν έχει υποχρέωση, να επεξηγεί στο έγγραφο της καταγγελίας τους λόγους που τον ώθησαν στην καταγγελία, ως στοιχείο του κύρους της. Δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της καταγγελίας η αναγραφή των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες κατηγορείται ο εργαζόμενος, αλλά αρκεί να γνωστοποιείται εγγράφως ότι η απόλυσή του γίνεται μετά από μήνυση, την οποία υπέβαλε ο καταγγέλλων εργοδότης, είτε και τρίτος, ή η απαγγελία κατηγορίας για αξιόποινες πράξεις. Σε περίπτωση που η μήνυση στρέφεται κατ’ αγνώστων, η καταγγελία είναι έγκυρη εάν προηγουμένως έχει απαγγελθεί κατηγορία κατά συγκεκριμένου εργαζομένου.

Η καταγγελία λόγω υποβολής μηνύσεως ή απαγγελίας κατηγορίας σε βαθμό τουλάχιστον πλημμελήματος χάνει την εγκυρότητά της σε περίπτωση έκδοσης αθωωτικής απόφασης ή απαλλακτικού βουλεύματος για τον εργαζόμενο το οποίο και θα πρέπει ο τελευταίος να κοινοποιήσει σε εύλογο χρόνο από την έκδοση προς τον εργοδότη αιτούμενος είτε την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης είτε την επαναπρόσληψή του. Η κοινοποίηση αποσπάσματος που περιέχει μόνο το διατακτικό του βουλεύματος ή της απόφασης δεν ανταποκρίνεται στο γράμμα και τον σκοπό του νόμου και γι’ αυτό η υποχρέωση του εργοδότη να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του απολυθέντος μισθωτού δεν αναβιώνουν. Tο γεγονός δε ότι ο εργοδότης έχει παρασταθεί προς υποστήριξη της κατηγορίας στην ποινική δίκη ουδόλως έχει σημασία αφού δεν απαλλάσσει τον εργαζόμενο από την ανάγκη κοινοποίησης της ίδιας της απόφασης και όχι αποσπάσματος αυτής έτσι ώστε να καθίσταται ευχερώς γνωστή η κατ’ ουσίαν απαλλαγή του εργαζομένου και όχι για άλλους λόγους. Ως «απαλλαγή» νοείται η αθώωση του εργαζομένου για λόγους ουσιαστικούς, π.χ. λόγω μη στοιχειοθέτησης της υποκειμενικής ή αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αθώωσης λόγω αμφιβολιών κ.ά. και όχι για λόγους τυπικούς όπως λόγω παραγραφής, ανάκλησης της έγκλησης, διότι έτσι δεν αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη που θα πρέπει να υφίσταται για την ομαλή συνέχιση της εργασιακής σχέσης.

Τέλος, ακόμα και αν ο εργοδότης καταγγείλει την σύμβαση εργασίας του μισθωτού λόγω υποβολής μήνυσης ή απαγγελίας κατηγορίας σε βαθμό τουλάχιστον πλημμελήματος, το δικαίωμα αυτό μπορεί να υποβληθεί σε έλεγχο καταχρηστικότητας, ιδίως αν η επίκληση από τον εργοδότη των περιστατικών που θεμελίωσαν την αζήμια καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου γίνεται προσχηματικά προκειμένου ο τελευταίος να μην λάβει αποζημίωση απόλυσης.

Προστασία για του; πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος με τον Ν.4990/2022

Γράφει η Μαρίλια Παυλή, Aσκούμενη Δικηγόρος, ΚΡΕΜΑΛΗΣ Δικηγορική Εταιρεία

Είναι πάγιο φαινόμενο, οι χώροι εργασίας να αποτελούν γόνιμο έδαφος για να αναπτυχθούν παραβατικές συμπεριφορές, κυρίως λόγω της σχέσης εξάρτησης, που ευνοεί την αποσιώπηση της πλειονότητας αυτών. Ο φόβος αντιποίνων αποθαρρύνει τους δυνητικούς πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος από την αναφορά όσων έχουν πέσει στην αντίληψή τους.
Η νέα ρύθμιση του Ν.4990/2022 που ενσωματώνει την Οδηγία 2019/1937, σκοπό έχει να προστατέψει τα πρόσωπα που αναφέρουν τις εν λόγω παραβιάσεις στο μέτρο που αυτές αντίκεινται στην Ευρωπαϊκή νομοθεσία, ιδρύοντας ένα σύστημα αναφοράς των παραβιάσεων και μία σειρά κυρώσεων για όσους προσπαθούν να αποτρέψουν κάποια αναφορά ή να εκδικηθούν αυτόν που την έκανε.

Σχετικά με το σύστημα αναφοράς: στο άρθρο 8 και 9 προβλέπεται ότι οι φορείς του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αντίστοιχα, που απασχολούν από 50 υπαλλήλους και άνω, υποχρεούνται να ορίσουν Υπεύθυνο Παραλαβής και Παρακολούθησης Αναφορών (Υ.Π.Π.Α.). Για τους δημόσιους φορείς που απασχολούν μέχρι και 49 υπαλλήλους, αρμοδιότητες Υ.Π.Π.Α. ασκεί ο Σύμβουλος Ακεραιότητας του άρθρου 23 του ν. 4795/2021 (Α’ 62) ή ο Υ.Π.Π.Α. του εποπτεύοντος Υπουργείου, εφόσον δεν έχει συσταθεί θέση Συμβούλου Ακεραιότητας. Οι φορείς του ιδιωτικού τομέα που απασχολούν λιγότερους από 50 εργαζομένους μπορούν να ορίζουν Υ.Π.Π.Α. Η παραβίαση της υποχρέωσης ορισμού Υ.Π.Π.Α. συνεπάγεται επιβολή προστίμου, από την Επιθεώρηση Εργασίας ή τον αρμόδιο εποπτικό φορέα. Σε κάθε περίπτωση, η αναφορά μπορεί να υποβληθεί στην Εθνική Αρχή Διαφάνειας που επιλαμβάνεται της υποθέσεως ως εξωτερικός δίαυλος αναφοράς. Η ταυτότητα των αναφερομένων προστατεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια των ερευνών που κινήθηκαν από την αναφορά ή τη δημόσια αποκάλυψη, ενώ από τα άρθρα 14 και 15 του ν.4990/2022 απορρέει και υποχρέωση των αρμόδιων για προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και εμπιστευτικότητα της διαδικασίας. Μετά την αναφορά στον Υ.Π.Π.Α., αυτή μεταβιβάζεται στα αρμόδια όργανα του φορέα.

Προστατευόμενοι πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος -όπως ορίζεται στο άρθρο 6- είναι οι εργαζόμενοι στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, ανεξάρτητα του εάν είναι πλήρους ή μερικής απασχόλησης, μόνιμης ή εποχιακής ή αν έχουν αποσπαστεί από άλλον φορέα. Ακόμη, προστασίας χαίρουν, όσοι, η σχέση εργασίας τους έχει λήξει για οποιονδήποτε λόγο -περιλαμβανομένης της συνταξιοδότησης- ή δεν έχει ξεκινήσει καν -π.χ. κατά τη διαδικασία πρόσληψης- . Η Ευρωπαϊκή Οδηγία, ωστόσο, μεριμνώντας σωστά για κάθε πιθανό σενάριο ανταποδοτικής συμπεριφοράς, προέβλεψε ότι το πεδίο εφαρμογής της πρέπει να επεκτείνεται και σε τρίτα πρόσωπα ή επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να υποστούν βλάβη, με τη μορφή αντιποίνων στον αναφέροντα, λόγω του ότι ο τελευταίος συνδέεται μαζί τους.

Προϋπόθεση βέβαια σε όλα αυτά, είναι ο αναφέρων να έχει βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με τις αναφερόμενες παραβιάσεις είναι αληθείς και υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου. Αντίβαρο σ’ αυτή την προϋπόθεση, είναι η παράγραφος 3 του άρθρου 23 που απειλεί με φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών και χρηματική ποινή, όσους εις γνώσιν τους προέβησαν σε ψευδείς αναφορές. Όσοι έχουν δεχθεί αντίποινα, δικαιούνται να ζητήσουν είτε αποζημίωση είτε επαναφορά στην προτέρα κατάσταση. Τέλος, οποιαδήποτε ρήτρα ή συμφωνία αναγκάζει κάποιον να παραιτηθεί από τα εν λόγω δικαιώματα, είναι άκυρη ως προς αυτό το μέρος της.

 

Η αλλαγή έδρας και η νομική αντιμετώπισή της

Με γνώμονα την αύξηση της κερδοφορίας μίας επιχείρησης και στο πλαίσιο άσκησης του διευθυντικού του δικαιώματος, ο εργοδότης μπορεί να αποφασίσει
τη μεταβολή έδρας της επιχείρησής του, προκειμένου να ανταποκριθεί αποτελεσματικότερα στις ανάγκες του ανταγωνισμού. Πολλές φορές, ανάλογα με τις περιστάσεις, ενδέχεται η άσκηση της οικονομικής ελευθερίας του εργοδότη να βλάπτει τα συμφέροντα του εργαζομένου, με αποτέλεσμα η εργασιακή σχέση να μην εξελίσσεται ομαλά. Ο τόπος παροχής εργασίας θεωρείται ουσιώδης όρος της σύμβασης εργασίας, καθώς συνδέεται με τις βιοτικές ανάγκες του εργαζομένου και βάσει αυτού, ο τελευταίος οργανώνει την ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή. Συνεπώς, η τυχόν μονομερής μεταβολή του με πρωτοβουλία του εργοδότη, ενδέχεται να συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος.

Ο εργοδότης, κατ’ αρχήν, μπορεί να μεταβάλλει μονομερώς τον τόπο παροχής εργασίας, εφόσον υπάρχει πρόβλεψη στην ατομική σύμβαση εργασίας ή μεταγενέστερα κατόπιν συναίνεσης του εργαζομένου. Το πρόβλημα προκύπτει σε περίπτωση κατά την οποία τούτο δεν έχει συμφωνηθεί και οι συζητήσεις με τους εργαζομένους που επηρεάζονται από τη μετεγκατάσταση της επιχείρησης αποβούν άκαρπες. Σε αυτήν την περίπτωση, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα: α) να διαμαρτυρηθεί για τη δυσμενή μεταβολή και να απαιτήσει οι όροι της απασχόλησής του/της να παραμείνουν ίδιοι, β) να αποδεχθεί είτε ρητά είτε σιωπηρά την αλλαγή και να αρχίσει να εργάζεται υπό τους νέους όρους και γ) να θεωρήσει την αλλαγή ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας του/της εκ μέρους του εργοδότη και να απαιτήσει τη νόμιμη αποζημίωση.

Ο εργοδότης που επιχειρεί να μεταβάλλει μονομερώς τη σύμβαση εργασίας του εργαζομένου ως προς τον τόπο εργασίας μπορεί να το πράξει, ασκώντας σε εύλογο χρόνο πριν τη μετεγκατάσταση την τροποποιητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας του εργαζομένου, με την οποία ο εργοδότης θα προτείνει εγγράφως στον εργαζόμενο τους νέους όρους εργασίας του, αναφερόμενος εν προκειμένω στον νέο τόπο παροχής εργασίας και συνάμα θα του δηλώσει ότι αν δεν αποδεχτεί την πρόταση, θα καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας του και θα του καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση. Αξίζει να σημειωθεί αφενός ότι στην τροποποιητική καταγγελία της σύμβασης εργασίας θα πρέπει ο εργοδότης να αναφέρει αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους η μετεγκατάσταση της επιχείρησης είναι απολύτως απαραίτητη για τις ανάγκες της και αφετέρου ότι και η άσκηση της τροποποιητικής καταγγελίας ελέγχεται για το αν ασκείται καταχρηστικά.

Για τον έλεγχο της καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του εργοδότη λαμβάνονται υπόψιν ποικίλοι παράγοντες που σχετίζονται κυρίως με το συμφέρον του εργαζομένου. Για παράδειγμα, μεγάλη σημασία έχει η οικογενειακή ζωή του εργαζομένου, όπως π.χ. το αν έχει ανήλικα τέκνα ή σύζυγο που χρήζει καθημερινής ιατρικής φροντίδας. Επίσης, κρίσιμη είναι η υγεία και η ηλικία του μισθωτού. Είναι περισσότερο δυσμενής η μετάβαση ενός εργαζομένου μέσης ηλικίας με ιατρικά προβλήματα σε έναν νέο τόπο εργασίας με χαμηλό επίπεδο ιατρικής κάλυψης σε περίπτωση αιφνίδιας επιδείνωσης της υγείας του απ’ ό,τι ενός νέου εργαζομένου χωρίς υποκείμενα νοσήματα. Νομολογιακά, έχει γίνει επίσης δεκτό ότι σπουδαίο ρόλο διαδραματίζει η εγγύτητα του προηγούμενου τόπου εργασίας με τον προτεινόμενο νέο τόπο εργασίας. Για παράδειγμα, αν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του στο κέντρο της Αθήνας και η επιχείρηση μεταφερθεί σε προάστιο της Αθήνας, χωρίς να έχει συμφωνηθεί το αμετάθετο ή συγκεκριμένος τόπος εργασίας, η αλλαγή αυτή δεν είναι τόσο δυσβάσταχτη, ειδικά αν υπάρχει ευχερής μετάβαση του εργαζομένου στον νέο χώρο εργασίας του μέσω συγκοινωνιών ή λεωφορείων της επιχείρησης.

Σε κάθε περίπτωση, ευκταίο είναι να προκρίνονται λύσεις που να σταθμίζουν επαρκώς τόσο το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα οικονομικής ελευθερίας της επιχείρησης-εργοδότη όσο και τα συμφέροντα του εργαζομένου.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε: E: [email protected]
T: 210-6431387, F: 210-6460313