Σε μία ενοποιημένη Ευρώπη και στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένου επιχειρηματικού κόσμου, οι εταιρείες και τα στελέχη οφείλουν να διαθέτουν τα απαραίτητα προσόντα ώστε να παραμένουν ανταγωνιστικοί. Οι ξένες γλώσσες αποτελούν αναμφισβήτητα ένα «δυνατό χαρτί» και για τις δύο πλευρές εξασφαλίζοντας ένα εξωστρεφές προφίλ.
Η έννοια της παγκοσμιοποίησης έχει επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό όχι μόνο τον επιχειρηματικό κόσμο αλλά και τα ίδια τα στελέχη. Οι λειτουργίες σε εσωτερικό και εξωτερικό επίπεδο έχουν διαμορφωθεί βάσει νέων κανόνων, στο όνομα της δημιουργίας μίας «global civil society», όπου όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται με γνώμονα πλέον το «διεθνές καλό». Η παγκοσμιοποίηση επιτυγχάνεται σε πέντε στάδια σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο: τη βιομηχανική παγκοσμιοποίηση, τη χρηματοπιστωτική, την πολιτική, την πολιτισμική και την παγκοσμιοποίηση της τεχνολογίας και της πληροφόρησης.
Σε κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα ξεχωριστά, μπορεί κανείς να αναγνωρίσει πολλές από τις αλλαγές που μέχρι τώρα έχουν επιτευχθεί καθώς και τις προσπάθειες που πραγματοποιούνται ώστε ο επιχειρηματικός κόσμος να δραστηριοποιείται και να λειτουργεί σε μία παγκοσμιοποιημένη αγορά και πάντα σύμφωνα με τους κανόνες που η ίδια θέτει. Βασική προϋπόθεση όλων αυτών, είναι η δημιουργία ενός κοινά αποδεκτού κώδικα, ή καλύτερα γλώσσα επικοινωνίας στο πλαίσιο το οποίο επιβάλει πλέον μεγαλύτερη εξωστρέφεια από όλες τις πλευρές. Η γλωσσομάθεια εδώ θεωρείται απαραίτητο συστατικό επιτυχίας και επιτακτική ανάγκη από την πλευρά των εταιρειών αλλά και των ίδιων των στελεχών.
Γλωσσομάθεια
Ως γλωσσομάθεια ορίζεται η επαρκής γνώση μίας ή περισσότερων ξένων γλωσσών, πέρα από τη μητρική γλώσσα κάποιου. Η γλωσσομάθεια διαβαθμίζεται ανάλογα με το κίνητρο και το σκοπό για τον οποίο κάποιος εισέρχεται στη διαδικασία εκμάθησης μίας ξένης γλώσσας. Ως πρώτο στάδιο γνώσης μίας γλώσσας αναφέρεται η δυνατότητα του ατόμου να συνεννοείται σε πρακτικά θέματα. Με άλλα λόγια, η γνώση του «καθημερινού λεξιλογίου» της ξένης γλώσσας. Στο δεύτερο στάδιο γλωσσομάθειας συναντάται η γνώση της επιστημονικής ορολογίας, ενώ το τρίτο αποτελείται από την κατανόηση της ξένης γλώσσας ισόβαθμα με τη μητρική. Σε αυτό το τελευταίο στάδιο περιλαμβάνεται η γνώση γραμματικής, συντακτικού κ.ά.
Η γλωσσομάθεια ανάλογα με το κίνητρο μπορεί να είναι σκοπός ή μέσον. Ως σκοπός ορίζεται όταν μέσω αυτής επιζητά κάνείς να είναι ικανός να τη χρησιμοποιεί, είτε γραπτώς είτε προφορικώς. Ως μέσο θεωρείται όταν κάποιος ξεκινάει να μάθει μία ξένη γλώσσα με σκοπό να γνωρίσει τη λογοτεχνία, τα επιστημονικά βιβλία και όλα όσα μπορεί να αντιπροσωπεύει. Αυτό συμβαίνει συνήθως με τις επονομαζόμενες νεκρές γλώσσες (όσες δηλαδή δεν διαθέτουν γηγενείς ομιλητές), χωρίς όμως να αποκλείονται και οι σημερινές.
Λόγοι και προϋποθέσεις
Η γλωσσομάθεια και γενικότερα η ευχέρεια ομιλίας περισσότερων γλωσσών πέραν της μητρικής, έχει καταστεί ουσιαστική ανάγκη στη σημερινή εποχή. Οι λόγοι που την επιβάλλουν δεν είναι άλλοι από την παγκοσμιοποίηση των αγορών και την ευκολία που προσφέρει στην επικοινωνία μεταξύ αλλόγλωσσων ατόμων. Σε εγχώριο επίπεδο, το γεγονός ότι αποτελούμε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι ελάχιστοι γνωρίζουν ελληνικά και ότι η Ελλάδα αποτελεί μία μικρή χώρα, και μάλιστα τουριστική, είναι μόνο μερικά από τα στοιχεία που οδηγούν στα δικαιολογημένα αυξημένα ποσοστά γλωσσομάθειας της.
Όταν κάποιο άτομο ωστόσο λαμβάνει την απόφαση να διδαχθεί κάποια ξένη γλώσσα, βασική προϋπόθεση για την υλοποίησή της είναι η ύπαρξη του απαραίτητου διαθέσιμου χρόνου, η αναζήτηση ευρύτερης καλλιέργειας και η ύπαρξη πνευματικών αναζητήσεων από την πλευρά του, ενώ η στήριξη του περιβάλλοντός (εργασιακό ή οικογενειακό) θεωρείται απαραίτητη. Ωστόσο, για να μπορέσει κανείς να μάθει σε ικανοποιητικό επίπεδο μία ξένη γλώσσα θα πρέπει να διαθέτει σε πρώτο χρόνο μία αρκετά καλή γνώση της αντίστοιχης μητρικής του. Ένα από τα σημαντικά οφέλη είναι ότι μέσα από την εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας το άτομο διευρύνει σε κάθε περίπτωση τον πνευματικό του ορίζοντα, ενώ ταυτόχρονα γίνεται κοινωνός μίας άλλης κουλτούρας που σίγουρα φέρει αρκετά διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Η διαδικασία εκμάθησης, λοιπόν, συμβάλει στην πνευματική καλλιέργεια του ατόμου διευρύνοντας τους κοινωνικούς του ορίζοντες και προωθώντας την περαιτέρω ανάπτυξη της κριτικής του ικανότητας, εξασφαλίζοντας την πρόσβασή του και σε ξένη βιβλιογραφία. Τέλος, όπως υποστήριζε και ο Βόλφγκανγκ Γκαίτε «Όταν μαθαίνει κανείς μια ξένη γλώσσα, έχει την ευκαιρία να μάθει καλύτερα τη μητρική του γλώσσα».
Μητρικές και ξένες γλώσσες
Με ένα αρκετά μεγάλο εύρος γλωσσών σε παγκόσμιο επίπεδο, ποιες είναι οι γλώσσες εκείνες που καταλαμβάνουν τις πρώτες θέσεις στη λίστα αναφορικά με τα άτομα που τη μιλούν παγκοσμίως; Με σχεδόν δύο δισεκατομμύρια ομιλητές στην υφήλιο τα Κινέζικα βρίσκονται στην κορυφή της λίστας. Στη δεύτερη θέση και με μεγάλη διαφορά συναντώνται τα Ισπανικά με 406 εκατομμύρια ομιλητές, ενώ στην αντίστοιχη τρίτη βρίσκονται τα Αγγλικά με 335 εκατομμύρια. Ακολούθως κατατάσσονται τα Αραβικά και τα Πορτογαλικά με 223 και 202 εκατομμύρια αντίστοιχα.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η σύγχρονη αγγλική γλώσσα έχει κατακτήσει τον τίτλο της «διεθνούς γλώσσας» παρά την τρίτη θέση που φαίνεται να λαμβάνει σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδιαίτερα στους τομείς των επικοινωνιών, του διαδικτύου, των επιχειρήσεων και της πολιτικής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι εκτενώς διαδεδομένη και ευρέως κατανοητή, αρκεί κανείς να αναλογιστεί ότι θεωρείται ως η πρώτη ξένη γλώσσα που κανείς επιλέγει για να διδαχθεί (με ποσοστό αρκετά υψηλότερο του 50%).
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι πιο διαδεδομένες ομιλούμενες ξένες γλώσσες (όχι μητρικές) είναι τα Αγγλικά με ποσοστό 38%, τα Γαλλικά με 12%, τα Γερμανικά με 11%, ενώ ακολουθούν τα Ισπανικά με 7% και τα Ρωσικά με 5%, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη έρευνα του Ευρωβαρόμετρου. Όλα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν ένα σκηνικό όπου τελικά φαίνεται να θεωρείται ως κοινώς αποδεκτή ξένη γλώσσα τα Αγγλικά με περισσότερο από μισό δισεκατομμύριο σε όλον τον κόσμο να τη μιλούν τουλάχιστον σε βασικό επίπεδο και, επάξια να τη χαρακτηρίζουν ως την κατεξοχήν πρώτη παγκόσμια lingua franca, διευκολύνοντας την επικοινωνία των ατόμων από διαφορετικές γλωσσικές κοινότητες.
Έρευνες
Μία από τις πιο γνωστές και επίκαιρες έρευνες σε θέματα που άπτονται τις πολυγλωσσίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η έρευνα του Ευρωβαρόμετρου με την πιο πρόσφατη να έχει τον τίτλο «Europeans and their languages 2012», συνθέτοντας τις τάσεις που παρατηρούνται και τα νέα δεδομένα όπως αυτά διαμορφώνονται σε αυτόν τον τομέα. Σύμφωνα με αυτήν για τα 19 από τα 25 μέλη της ένωσης (εξαιρούνται η Αγγλία και η Ιρλανδία), τα Αγγλικά είναι η πλέον διαδεδομένη και ομιλούμενη ξένη γλώσσα. Άλλωστε το 67% των Ευρωπαίων τη θεωρούν ως μία από τις δύο πιο χρήσιμες για τους ίδιους ξένη γλώσσα, ενώ σε ποσοστό 79% τη θεωρούν απαραίτητη για τα παιδιά τους και την εξέλιξη τους.
Άλλες γλώσσες τις οποίες οι Ευρωπαίοι τείνουν να θεωρούν χρήσιμες σύμφωνα με την έρευνα αυτήν είναι: τα Γερμανικά με ποσοστό 17%, τα Γαλλικά (16%) και τα Ισπανικά 14%. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να κερδίζουν έδαφος ως προς τη χρησιμότητά τους και τα Κινέζικα με το αντίστοιχο ποσοστό να προσεγγίζει το 6%. Η πλειοψηφία των Ευρωπαίων θεωρεί τη γνώση ξένων γλωσσών «πολύ χρήσιμη» σε ποσοστό 98%, ενώ η προοπτική εργασίας σε κάποια άλλη χώρα για το 61% αποτελεί και το βασικό λόγο εκμάθησής τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι το επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας φτάνει σε αρκετά υψηλό επίπεδο με ένας στους τέσσερις Ευρωπαίους να μπορούν ακόμη και να παρακολουθούν τηλεοπτικές ή ραδιοφωνικές εκπομπές σε αυτήν τη γλώσσα.
Τέλος, οι ίδιοι δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν ξένες γλώσσες όταν παρακολουθούν τηλεόραση ή ράδιο (37%), στο internet (36%), στην επικοινωνία με φίλους (35%) αλλά και στο εργασιακό τους περιβάλλον σε ποσοστό 27%, ενώ κατά τη διάρκεια διακοπών σε ξένη χώρα περισσότεροι από τους μισούς Ευρωπαίους επικοινωνούν σε άλλη γλώσσα εκτός της μητρικής τους. Με αυτά τα στοιχεία η εκμάθηση ξένων γλωσσών φαίνεται να είναι κάτι περισσότερο από χόμπι ή προσωπική πνευματική ανάπτυξη. Φαίνεται ότι αποτελεί πλέον αναγκαιότητα και απαραίτητο εργαλείο για κάθε άτομο.
Πολυγλωσσία και Ε.Ε.
Η γλωσσομάθεια έχει αυξηθεί γεωμετρικά τις τελευταίες δεκαετίες. Η Ευρώπη συνεχίζει να προωθεί ένα ευνοϊκό πλαίσιο εκμάθησης ξένων γλωσσών που στόχο έχει τη προαγωγή ενός διαπολιτισμικού διαλόγου για μία ενιαία κοινωνία χωρίς αποκλεισμούς. Η έννοια του «Ευρωπαίου πολίτη» και η απαλλαγή του από τα διάφορα εθνικά και πολιτισμικά σύνορα είναι κάτι που προωθείται ακόμη περισσότερο στις μέρες μας. Αναφορικά με τον επιχειρηματικό κόσμο, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιο επίπεδο μπορούν να εισέλθουν σε ακόμη περισσότερες νέες αγορές.
Ένας ακόμη λόγος που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί την πολυγλωσσία είναι να προσφέρονται μεγαλύτερες ευκαιρίες για σπουδές στο εξωτερικό αλλά και εργασία των νέων και όχι μόνο. Άλλωστε, κάτι τέτοιο με την οικονομική κρίση να μαστίζει τη γηραιά ήπειρο, είναι όλο και πιο συχνό φαινόμενο, ιδιαίτερα για τις χώρες του Νότου. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης ο πλέον δημοφιλής προορισμός για όσους επιλέγουν να αναζητήσουν επαγγελματικές ευκαιρίες στο εξωτερικό εμφανίζεται η Γερμανία, καθώς ο αριθμός των Ελλήνων που μετανάστευσαν σε αυτήν αυξήθηκε κατά περισσότερο από 70% από το 2011 έως το 2012, ενώ κατά το ήμισυ αυξήθηκε η μετανάστευση των Ισπανών και των Πορτογάλων, γεγονός που αύξησε σε σημαντικό επίπεδο και την εκμάθηση Γερμανικών μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα.
Training
Οι ξένες γλώσσες και η χρήση τους στη γραπτή και προφορική επικοινωνία αποτελούν «διδακτέα ύλη» για όλους. Για τα στελέχη που το επιθυμούν μπορούν να είναι δεξιότητες επίκτητες μεν, ζωτικής σημασίας δε, για την επιτυχή σταδιοδρομία τους μέσα και έξω από την εταιρεία. Είναι μία δεξιότητα στην οποία μπορούν να επενδύσουν τόσο οι ίδιοι όσο και οι εταιρείες τους με άμεση απόδοση, τουλάχιστον σε ψυχολογικούς όρους. Στην Ελλάδα η εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι συνυφασμένη με την ιδιωτική εκπαίδευση.
Έτσι, δεδομένου της ύπαρξης ενδιαφέροντος και θέλησης από την πλευρά του στελέχους και της εταιρείας και, φυσικά του αντίστοιχου διαθέσιμου χρόνου, η επιλογή του εξωτερικού συνεργάτη ως προς την εκμάθηση είναι αρκετά σημαντική. Η γνώση ξένων γλωσσών αναβαθμίζει ουσιαστικά το βιογραφικό ενός στελέχους ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν ένα σημαντικό asset για την ίδια την εταιρεία και το εξωστρεφές προφίλ που οφείλει να διαθέτει ώστε να παραμένει ανταγωνιστική. Αρκετές είναι οι φορές που πολύγλωσσα άτομα συνθέτουν τη ναυαρχίδα μίας εταιρείας αναδεικνύοντας την ανάγκη για εκμάθηση ξένων γλωσσών.
Επιχειρηματικό πλαίσιο
Καθώς ο επιχειρηματικός κόσμος καταβάλει προσπάθειες ώστε να παραμείνει ενεργό μέλος της εγχώριας, ευρωπαϊκής αλλά και παγκόσμιας αγοράς οφείλει να διαθέτει και τα απαραίτητα χαρακτηριστικά διαμορφώνοντας και το αντίστοιχο προφίλ. Πολλές εταιρείες επιθυμούν ακόμη και να αυξήσουν το μερίδιο αγοράς που διαχειρίζονται. Κάτι τέτοιο ωστόσο, προϋποθέτει βασικά χαρακτηριστικά που σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορούν να αγνοηθούν. Η προσπάθεια τους αυτή, μπορεί να αποτυπωθεί με πολλούς τρόπους, όπως είναι η συνεργασία με ξένους-αλλόγλωσσους συνεργάτες, κάτι που έχει ως εμφανές αποτέλεσμα την επικοινωνία σε μία κοινά αποδεκτή γλώσσα, κυρίως στα αγγλικά καθώς έχει καθιερωθεί ως η κατεξοχήν «επαγγελματική γλώσσα».
Οι περιπτώσεις που η επικοινωνία σε άλλη γλώσσα, πλην αυτής που ομιλείται στη χώρα που εδρεύει η εταιρεία είναι πολλές, μερικές από τις οποίες παρουσιάζονται ακολούθως:
* Δραστηριοποίηση σε νέες αγορές
Πολλές επιχειρήσεις στρέφονται σε καινούργιες αγορές είτε για να καλύψουν κάποιο διαφαινόμενο «κενό», είτε επειδή θεωρούν ότι μπορούν να είναι πιο ανταγωνιστικοί σε κάποιον τομέα ο οποίος εμφανίζει κάποια δυναμική και εξέλιξη σύμφωνα με τα δεδομένα που παρουσιάζει κάποια αγορά. Σε αυτήν την περίπτωση, καλούνται να προωθήσουν τις υπηρεσίες τους ή τα προϊόντα τους σε καταναλωτές που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα. Έτσι, τα στελέχη τα οποία μιλούν άπταιστα ή σχετικά καλά τη γλώσσα της χώρας που η εταιρεία επιθυμεί να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, τείνουν να αποδεικνύονται πολύτιμοι συνεργάτες του οργανισμού.
* Προμήθειες εξωτερικού
Ένας παράγοντας που ωθεί τις εταιρείες να αναζητούν στελέχη με γνώση ξένων γλωσσών ή ακόμη και να εκπαιδεύουν το ήδη διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό τους, είναι και η συνεργασία σε επίπεδο προμηθευτών από άλλες χώρες. Εδώ εμφανίζεται η ανάγκη υπογραφής συμβάσεων σε άλλη γλώσσα, ενώ η διαπραγμάτευση για το κόστος και τις διαδικασίες δεν επιδέχονται σε καμία περίπτωση διαμεσολάβηση, τονίζοντας ακόμη περισσότερο την ανάγκη πολυγλωσσίας.
* Εξαγορές-Συγχωνεύσεις
Ένα ακόμη στοιχείο που συνάδει προς την κατεύθυνση της γλωσσομάθειας είναι ότι αρκετές εταιρείες προχωρούν πλέον σε συγχωνεύσεις- εξαγορές με εταιρείες άλλης χώρας, ή ακόμη έχουν δημιουργηθεί εξαρχής με σκοπό να λειτουργήσουν ως υποκατάστημα-θυγατρική κάποιας πολυεθνικής. Πώς επικοινωνούν όμως τα στελέχη μεταξύ τους και πώς παρουσιάζουν αναφορές στους αλλόγλωσσους συνεργάτες τους; Σε αυτήν την περίπτωση είναι υποχρεωτική η συμφωνία σχετικά με τη γλώσσα που θα χρησιμοποιείτε ως κοινά αποδεκτή σε όλη την εταιρεία με την αντίστοιχη μητρική να λαμβάνει τη δεύτερη θέση.
* Αγορά εργασίας
Η αγορά εργασίας με τη νοητή κατάργηση των συνόρων είτε μέσω της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε μέσω της παγκοσμιοποίησης ενισχύει τη σημαντικότητα της γλωσσομάθειας. Την προσφορά εργασίας την καθορίζει πλέον το ενεργό ανθρώπινο δυναμικό, όχι αποκλειστικά της χώρας στην οποία ανήκει η έδρα της εταιρείας, αλλά και το διαθέσιμο ανθρώπινο δυναμικό άλλων χωρών, γειτονικών ή μη. Η μετακίνηση των στελεχών έχει ευνοηθεί αρκετά και, πολλές φορές ακολουθείται από τυχόν σπουδές στο εξωτερικό και στη συνέχεια απορρόφηση από την αγορά της εκάστοτε χώρας όπου πραγματοποιούνται.
Οι κλάδοι στους οποίους απαιτείται περισσότερο η επικοινωνία σε διαφορετικές γλώσσες είναι των καταναλωτικών προϊόντων, του λιανικού εμπορίου, των τεχνολογιών και της παροχής επαγγελματικών υπηρεσιών. Αναφορικά με τα καθήκοντα, η γλωσσομάθεια απαιτείται κατά προτεραιότητα από τα στελέχη του marketing και των πωλήσεων και εν συνεχεία από όλες τις βαθμίδες του ανθρώπινου δυναμικού μίας εταιρείας.
«2001 Ευρωπαϊκό έτος γλωσσών»
Το 2001 πραγματοποιήθηκε η πιο συντονισμένη επικοινωνιακή κίνηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Συμβουλίου της Ευρώπης με χρηματοδότηση εκδηλώσεων σε 47 ευρωπαϊκά κράτη, αποδίδοντας στο συγκεκριμένο έτος το χαρακτηρισμό ως «Ευρωπαϊκό Έτος Γλωσσών». Με αυτόν τον τρόπο η Ευρώπη εγκαινίασε μία επικοινωνιακή πολιτική βασισμένη σε δύο σημαντικές αρχές, τη διάδοση της πολυγλωσσίας και το σεβασμό προς τις μειονοτικές γλώσσες. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στη γλωσσική και εκπαιδευτική πολιτική του «ένα συν δύο», για την οποία τα κράτη-μέλη είχαν δεσμευθεί ήδη από το 1984. Η πολιτική αυτή αποσκοπεί στο να μαθαίνουν όλοι οι Ευρωπαίοι πολίτες στη διάρκεια της υποχρεωτικής τους εκπαίδευσης, δύο ακόμη ευρωπαϊκές γλώσσες εκτός της μητρικής τους.
Στόχοι αυτής της προσπάθειας ήταν «ο εορτασμός της γλωσσικής πολυμορφίας στην Ευρώπη και η προώθηση της γλωσσομάθειας». Πιο συγκεκριμένα στόχευε στην:
* Ευαισθητοποίηση του πληθυσμού σχετικά με τη σημασία του γλωσσικού και πολιτιστικού πλούτου εντός της Ε.Ε.
* Ενίσχυση της πολυγλωσσίας.
* Ενημέρωση ευρύτερου μέρους του πληθυσμού για τα πλεονεκτήματα της ικανότητας χρήσης πλειόνων γλωσσών, ως βασικού στοιχείου της προσωπικής και επαγγελματικής ανάπτυξης των ατόμων, της διαπολιτιστικής κατανόησης και της πλήρους αξιοποίησης των δικαιωμάτων που συνεπάγεται η ιθαγένεια της Ένωσης.
* Ενθάρρυνση όλων των ατόμων που διαμένουν στα κράτη-μέλη για τη διά βίου εκμάθηση γλωσσών.