Στις σύγχρονες κοινωνίες, οι ξένες γλώσσες αποτελούν τα κύρια μέσα για την επικοινωνία, τη συνεργασία και την αλληλοκατανόηση. Οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές αλλαγές που σηματοδοτούν τις περασμένες δεκαετίες καθώς και η αλματώδης ανάπτυξη και η ευρεία χρήση της τεχνολογίας, έχουν ορίσει ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο συνυπάρχουν άνθρωποι από διαφορετικά πολιτισμικά και γλωσσικά περιβάλλοντα.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό, οι γλώσσες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο για την επικοινωνία και την ανάπτυξη δεσμών συνεργασίας. Στον τομέα της εκπαίδευσης, οι ξένες γλώσσες αποτελούν τα γνωστικά εκείνα αντικείμενα, μέσω των οποίων οι νέοι αφενός γνωρίζουν άλλους πολιτισμούς και αφετέρου αναπτύσσουν βασικές δεξιότητες που είναι απαραίτητες για την κινητικότητα και τη συνύπαρξη, στο πλαίσιο της πολυπολιτισμικότητας.

Στον κόσμο των επιχειρήσεων, οι πολυεθνικές εταιρείες και το διεθνές εμπόριο είναι άμεσα συνυφασμένα με την ανάγκη των ανθρώπων για ανά τον κόσμο επικοινωνία και η πολυγλωσσία διαδραματίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο.

Εν αρχή ην η εσπεράντο
Η εσπεράντο, η τεχνητή γλώσσα που δημιουργήθηκε το 1887 και προτάθηκε ως ουδέτερη, βοηθητική διεθνής γλώσσα πάνω στην οποία όλοι οι λαοί θα μπορούσαν να χτίσουν έναν κόσμο πιο ειρηνικό, μετατράπηκε κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα από μια ιδεολογική ουτοπία σε ένα ζωντανό επικοινωνιακό εργαλείο για χιλιάδες ανθρώπους σε όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου. Στις μέρες μας ωστόσο, δεν μπόρεσε να τα πάει και τόσο καλά και να καθιερωθεί ως μία κοινή παγκόσμια γλώσσα.

Τα αγγλικά είναι αυτά που σήμερα έχουν καθιερωθεί ως η παγκόσμια γλώσσα του διεθνούς εμπορίου. Η διεθνοποίησή τους φαίνεται να ήταν θέμα χρονικής συγκυρίας καθώς αυτή έτυχε να είναι η γλώσσα της παγκοσμίως κυρίαρχης οικονομίας όταν η παγκοσμιοποίηση έφτασε σε ένα κρίσιμο σημείο ανάπτυξης.

Έτσι, η κυρίαρχη γλώσσα των επιχειρήσεων, τα αγγλικά χρησιμοποιούνται καθημερινά και η επιλογή της φαίνεται να έχει να κάνει και με το γεγονός ότι είναι μια σχετικά εύκολη γλώσσα, καθώς δεν έχει πολλούς γραμματικούς τύπους και η προφορά της, ακολουθεί συνήθως τα γράμματα όπως διαβάζονται. Έχει λίγα σημεία στίξης, εναλλακτικές ομόηχες ορθογραφίες και περιορισμένο λεξιλόγιο.

Έτσι, για την πλειοψηφία των πολυεθνικών εταιρειών ανεξάρτητα από το πού έχουν την έδρα τους, αλλά και για κάθε άτομο, όπως ακόμα και για τους τουρίστες, τα αγγλικά αποτελούν τη γλώσσα της διεθνούς επαφής. Η κυριαρχία της γλώσσας, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την πληροφορική και το διαδίκτυο, ενώ παράλληλα εξαπλώνεται και μέσω του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και της μουσικής.

Όσον αφορά μάλιστα το διαδίκτυο, σύμφωνα με την πανευρωπαϊκή έρευνα του Ευρωβαρόμετρου που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Μάιο, εννέα στους δέκα Έλληνες χρησιμοποιούν μια ξένη γλώσσα, κυρίως αγγλικά, εκτός από τα ελληνικά, για να διαβάσουν ή να παρακολουθήσουν περιεχόμενο στο Διαδίκτυο. Και από την έρευνα λοιπόν, επιβεβαιώνεται ότι όσον αφορά την ανάγνωση και την παρακολούθηση περιεχομένου στο διαδίκτυο, τα αγγλικά είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη γλώσσα εκτός της μητρικής καθώς σχεδόν οι μισοί χρήστες του διαδικτύου στην ΕΕ (48%), χρησιμοποιούν την αγγλική γλώσσα, τουλάχιστον «περιστασιακά», ενώ τα ισπανικά, τα γερμανικά και τα γαλλικά χρησιμοποιούνται από 4% έως 6% των χρηστών.

Είναι γεγονός ότι μία κοινή γλώσσα διευκολύνει την κοινωνική προσαρμογή, τη συγκρότηση σε ομάδες και την αποτελεσματική επικοινωνία. Η αγγλική γλώσσα επομένως, αποτελεί σήμερα τη lingua franca (κοινή διάλεκτο) στη διεθνή διπλωματία, καθώς χρησιμοποιείται για την επικοινωνία ατόμων από διαφορετικές γλωσσικές κοινότητες, επειδή είναι εκτενώς διαδεδομένη και ευρέως κατανοητή.

Ωστόσο, πριν καταλήξουμε σε συμπεράσματα για την παντοδυναμία των αγγλικών πρέπει να αναλογιστούμε και μερικά αναπόφευκτα μειονεκτήματα που απορρέουν από αυτή την κατάσταση. Καταρχάς, η κυριαρχία της αγγλικής γλώσσας συχνά έχει σαν συνέπεια οι φυσικοί ομιλητές της να βρίσκονται αυτόματα σε μια θέση ισχύος σε αντίθεση με τους μη φυσικούς ομιλητές που αισθάνονται αποκλεισμένοι και απαξιωμένοι. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, οι ιδέες και απόψεις που δεν εκφράζονται σε αγγλικά επιπέδου proficiency αγνοούνται ή αποτελούν αντικείμενο χλευασμού.

Επιπλέον, η ευρεία χρήση της αγγλικής οδηγεί σε παραμερισμό ή και παραγκωνισμό άλλων γλωσσών ενώ ορισμένες από αυτές εξαφανίζονται πιο γρήγορα από ποτέ. Είναι ωστόσο πολύ σημαντικό να επιδιώκεται η διατήρηση τόσο των γλωσσών όσο και των τοπικών διαλέκτων και ιδιωμάτων για τη διασφάλιση της πολιτισμικής κληρονομιάς.


English is not enough
Κάθε χρόνο, χιλιάδες ευρωπαϊκές εταιρείες, κυρίως μικρές και μεσαίες, υφίστανται τα περισσότερα πλήγματα εξαιτίας της έλλειψης γλωσσικών δυνατοτήτων, χάνοντας σημαντικές επιχειρησιακές ευκαιρίες για σύναψη συμφωνιών εξαιτίας της ανεπαρκούς γνώσης ξένων γλωσσών και ικανοτήτων διαπολιτισμικής επικοινωνίας.

Μάλιστα από έρευνες, αποδεικνύεται ότι οι μικρού και μεσαίου μεγέθους εταιρείες, που επαφίενται μόνο στη μητρική τους γλώσσα ή και μόνο στα αγγλικά χάνουν πολλά σε σχέση με άλλες εταιρείες που διαθέτουν μία πολυγλωσσική κουλτούρα. Δεδομένου ότι αυτού του είδους οι εταιρείες προσφέρουν τα δύο τρίτα της απασχόλησης στην Ευρώπη (περίπου 75 εκατομμύρια θέσεις εργασίας), οι γλωσσικές αυτές αδυναμίες και ανεπάρκειες, φαίνονται ιδιαίτερα ανησυχητικές.

«Εξαιτίας του αυξημένου ανταγωνισμού και των προκλήσεων που προκύπτουν στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, πολλές εταιρείες χρειάζονται επαγγελματίες ικανούς να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά και λειτουργικά σε ξένες γλώσσες έτσι ώστε να αναλάβουν καίριες δράσεις για τη διεύρυνση του επιχειρησιακού ορίζοντα της εταιρείας τους», αναφέρει η Τίνα Ζαχαροπούλου, Υπεύθυνη Σπουδών (Επαγγελματικά Προγράμματα) της Benefit Language Programmes & Services.

Η ανάγκη, ωστόσο, για γνώση ξένων γλωσσών δεν περιορίζεται στα αγγλικά αλλά απαιτείται γνώση κι άλλων γλωσσών. Όπως προκύπτει, μία καλή μέθοδος για την εξασφάλιση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε μια διεθνή αγορά είναι η επιχείρηση να υιοθετήσει πολυγλωσσική προσέγγιση, δηλαδή να διαθέτει ανθρώπους που μιλούν άνετα τουλάχιστον δύο γλώσσες επιπλέον της μητρικής τους.

Η έκρηξη του ισπανόφωνου πληθυσμού είναι οπωσδήποτε ένας από τους σημαντικούς λόγους που δικαιολογούν την αύξηση της ανάγκης για γνώση της ισπανικής γλώσσας. Άλλες κορυφαίες γλώσσες είναι τα γερμανικά, τα αραβικά, τα γαλλικά και τα πορτογαλικά. Με τα γερμανικά για παράδειγμα, είναι πολύ πιο εύκολο να πουλήσει μία εταιρεία προϊόντα σε 15 αγορές και με τα γαλλικά σε τουλάχιστον 8 μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται μεγάλα τμήματα της Αφρικής. Τα ισπανικά «ανοίγουν πόρτες» στη Λατινική Αμερική ενώ τα μανδαρίνικα (κινέζικα), τα αραβικά και τα ρωσικά εξελίσσονται ταχύτατα σε διεθνείς γλώσσες μεγάλης σπουδαιότητας.

Η Τ. Ζαχαροπούλου αναφέρει σχετικά: «Είναι αισθητή πια η ολοένα αυξανόμενη ανάγκη επικέντρωσης της εκμάθησης ξένων γλωσσών σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές όπου η εκάστοτε εταιρεία έχει ή επιθυμεί να αποκτήσει επιχειρηματικές συνδιαλλαγές, αλλά και σε περιοχές όπου η χρήση των Αγγλικών δεν είναι ευρέως διαδεδομένη. Αντίστοιχα παραδείγματα είναι τα Κινεζικά, Αραβικά, Τουρκικά αλλά και οι Βαλκανικές γλώσσες. Σημειώνεται επίσης μια αυξανόμενη τάση προς την εκπαίδευση στελεχών από το εξωτερικό στα Ελληνικά ως δεύτερη γλώσσα».

Ομιλείτε αγγλικά και άλλες γλώσσες
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει 23 επίσημες γλώσσες εργασίας. Ο πρώτος κοινοτικός κανονισμός που όριζε τις επίσημες γλώσσες θεσπίστηκε το 1958. Συγκεκριμένα όριζε τα γαλλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά και τα ολλανδικά ως τις πρώτες επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας της ΕΕ καθώς επρόκειτο για τις γλώσσες των τότε κρατών μελών.

Έκτοτε, ο αριθμός των επίσημων γλωσσών και των γλωσσών εργασίας έχει αυξηθεί με την ένταξη νέων χωρών στην ΕΕ αν και εξακολουθεί να είναι μικρότερος από τον αριθμό των κρατών μελών δεδομένου ότι ορισμένες χώρες έχουν την ίδια γλώσσα. Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, οι επίσημες γλώσσες είναι τα γαλλικά, τα ολλανδικά και τα γερμανικά ενώ στην Κύπρο η πλειονότητα του πληθυσμού μιλά ελληνικά, που είναι επίσημη γλώσσα του κράτους.

Όπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πολυγλωσσία, ο χαρακτηρισμός μιας γλώσσας ως «επίσημης και γλώσσας εργασίας» έχει δύο βασικές συνέπειες: πρώτον ότι τα έγγραφα που αποστέλλονται στα ευρωπαϊκά όργανα καθώς και οι απαντήσεις τους μπορούν να συντάσσονται σε μία από τις γλώσσες αυτές και δεύτερον, οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί και άλλα νομοθετικά έγγραφα, καθώς και η Επίσημη Εφημερίδα, δημοσιεύονται σε όλες αυτές τις γλώσσες.

Ωστόσο, λόγω χρονικών και δημοσιονομικών περιορισμών, ένας μικρός σχετικά αριθμός εγγράφων μεταφράζεται προς όλες τις γλώσσες και η Ε.Ε. χρησιμοποιεί εν γένει τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά ως διαδικαστικές γλώσσες, ενώ το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο παρέχει υπηρεσίες μετάφρασης προς διάφορες γλώσσες ανάλογα με τις ανάγκες των μελών του.

Η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε. όπου καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά γλωσσομάθειας, όπως προκύπτει από την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου. Το 44,8% των Ελλήνων, ηλικίας 25-64 ετών δηλώνει ότι μιλάει μια ξένη γλώσσα (35,7% ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης), το 33,4% δήλωσε ότι δεν μιλάει καμία ξένη γλώσσα (36,2%, ο μέσος όρος στην ΕΕ) και το 21,9% δήλωσε ότι μιλάει δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες (28,1%, ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ΕΕ) (Γράφημα 1).

Από τα ίδια στοιχεία φαίνεται ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά μαθητών που διδάσκονται τουλάχιστον μια ξένη γλώσσα καταγράφονται στην Ελλάδα (92%), στην Ιταλία (74%) και στην Ιρλανδία (73%) (Γράφημα 2).

Ωστόσο, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί τι εννοούμε όταν λέμε «ξέρω μία ξένη γλώσσα». Στην Ελλάδα, όταν λέμε ότι κάποιος μιλάει μία ξένη γλώσσα, εννοούμε πως μπορεί να εκφραστεί σε αυτή τη γλώσσα, να επικοινωνήσει με την προφορά των ξενόγλωσσων και με τη γραμματική, τους ιδιωματισμούς και την ορθογραφία της γλώσσας.

Πρακτικά, παρουσιάζονται διάφοροι βαθμοί γλωσσομάθειας ανάλογα με το σκοπό που επιδιώκουμε μαθαίνοντας μία ξένη γλώσσα. Έτσι, ανάλογα με το κίνητρο, η εκμάθηση μίας γλώσσας μπορεί να είναι σκοπός ή μέσο. Ο σκοπός αναφέρεται στην περίπτωση που επιζητούμε να είμαστε ικανοί να την χρησιμοποιήσουμε προφορικά ή γραπτά και το μέσο όταν τη σπουδάζουμε για να γνωρίσουμε τη λογοτεχνία της, τα επιστημονικά βιβλία, τον κόσμο γενικά που αντιπροσωπεύει (Μ. Τριανταφυλλίδης, Οι ξένες γλώσσες και η αγωγή).


Η γλωσσομάθεια «ανοίγει πόρτες»
Ο ανταγωνισμός με τον οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι σήμερα οι νέοι κατά την αναζήτηση εργασίας, δεν περιορίζεται σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο αλλά περικλείει ολόκληρη την Ευρώπη. Από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της γλωσσομάθειας είναι ότι διευκολύνει τα άτομα να βρουν εργασία και γενικότερα βοηθά στην επαγγελματική σταδιοδρομία.

Στην έρευνα του Ευρωβαρόμετρου σχετικά με την αντίληψη των εργοδοτών για την απασχολησιμότητα των πτυχιούχων που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα από 30 Αυγούστου έως 7 Σεπτεμβρίου 2010 με τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε περίπου 7.000 υπεύθυνους προσλήψεων σε δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις σε 31 χώρες, διαπιστώθηκε ότι περισσότεροι από το ένα τέταρτο (28%) των εργοδοτών έχουν προσλάβει πτυχιούχους από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και το 18% έχει προσλάβει άτομα από χώρες εκτός Ευρώπης.

Το 41% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι προσέλαβε υπαλλήλους από το εξωτερικό επειδή αναζητούσαν τα καλύτερα διαθέσιμα ταλέντα. Το 48% των εταιρειών με σημαντικές διεθνείς δραστηριότητες δήλωσαν ότι οι γνώσεις ξένων γλωσσών αποτελούν τις σημαντικότερες δεξιότητες για το μέλλον.

Στην έρευνα, επιπλέον, οι ερωτηθέντες εργοδότες δήλωσαν ότι για την πρόσληψη, εκτός από την ικανότητα καλής συνεργασίας στο πλαίσιο της ομάδας (98%), την ικανότητα προσαρμογής σε νέες καταστάσεις (97%) και τις επικοινωνιακές δεξιότητες (96%), θεωρείται πολύ σημαντική και η γνώση ξένων γλωσσών (67%).

Για όλες τις χώρες, παγκοσμίως, ανεξάρτητα από τις πολιτισμικές και οικονομικές τους διαφορές, η γλωσσομάθεια παραμένει «κλειδί» για την επαγγελματική επιτυχία. Ιδιαίτερα στην Ευρώπη, η γνώση και η ευχέρεια σε περισσότερες από δύο γλώσσες, συνιστά σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την επιλογή ενός στελέχους. Η δυνατότητα επικοινωνίας με αλλόγλωσσους, η καλύτερη συνεργασία, η ανάπτυξη των αγορών με τη δυνατότητα πραγματοποίησης ταξιδιών στο εξωτερικό είναι ορισμένα από τα πλεονεκτήματα της γλωσσομάθειας.

Στη Γηραιά Ήπειρο, οι σύμβουλοι αναζήτησης στελεχών στην πλειοψηφία τους, πιστεύουν ότι για τα στελέχη, η γνώση τουλάχιστον δύο γλωσσών είναι ζωτικής σημασίας για το σημερινό επιχειρηματικό περιβάλλον. Έτσι, αν και η αγγλική γλώσσα παραμένει η κυρίαρχη στο διεθνή επιχειρηματικό στίβο, τα πολύγλωσσα στελέχη διαθέτουν σαφώς ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, κάτι που θα αυξάνεται σταθερά λόγω της συνεχιζόμενης παγκοσμιοποίησης του εμπορίου και της αυξανόμενης παρουσίας των αναδυόμενων οικονομιών.

«Βγάλτε γλώσσα» στην επιχείρησή σας!
Η ανάγκη για γνώση ξένων γλωσσών αποδεικνύεται επιτακτική για τις επιχειρήσεις καθώς οι εταιρείες συχνά καλούνται να πωλούν τις υπηρεσίες τους σε καταναλωτές που δεν μιλούν την ίδια γλώσσα, όπως και να υπογράφουν συμβάσεις με προμηθευτές και συνεργάτες σε μια ποικιλία γλωσσών. Σχεδόν κάθε κλάδος στον οποίο δραστηριοποιείται μία επιχείρηση, έχει ανάγκη από άτομα που έχουν πρόσβαση σε ξένες γλώσσες.

Ο χώρος της διαφήμισης, οι τράπεζες, τα δικηγορικά γραφεία, μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, δημόσιοι φορείς, εμπορικές ενώσεις, μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, ξενοδοχεία, εταιρείες τροφίμων και ποτών, παροχής υπηρεσιών, ασφαλιστικές, εταιρείες κινητής τηλεφωνίας, συνεδριακά κέντρα και πανεπιστήμια έχουν ανάγκη από στελέχη που γνωρίζουν και άλλες γλώσσες πέραν των αγγλικών.

Οι κλάδοι στους οποίους απαιτείται περισσότερο η επικοινωνία σε ξένες γλώσσες φαίνεται ότι είναι των καταναλωτικών προϊόντων, του λιανικού εμπορίου, των τεχνολογιών και της παροχής υπηρεσιών ενώ όσον αφορά τις θέσεις εργασίας, η γλωσσομάθεια απαιτείται σε μεγάλο βαθμό από τα στελέχη του μάρκετινγκ και των πωλήσεων.

Όσον αφορά το ποιες κατηγορίες εργαζομένων επιλέγονται συνήθως για να εκπαιδευτούν και ποιες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τέτοια προγράμματα, η Τ. Ζαχαροπούλου αναφέρει: «Σε γενικές γραμμές, η απόφαση σε κάθε εταιρεία λαμβάνεται σε συνεννόηση με το τμήμα Ανθρωπίνου Δυναμικού, και αποφασίζονται οι εκπαιδευτικοί στόχοι για το προσωπικό που μπορεί να αφορούν όλα τα επίπεδα εργαζομένων. Ακόμη, κάθε επιχειρηματικός κλάδος έχει τις δικές του ιδιαίτερες ανάγκες ενώ όλοι οι κλάδοι κερδίζουν σε προστιθέμενη αξία εκπαιδεύοντας τους υπαλλήλους τους στις ξένες γλώσσες. Η απόδοση της επένδυσής τους αντικατοπτρίζεται ουσιαστικά στην ενισχυμένη αυτοπεποίθηση των υπαλλήλων».


Εκπαιδεύοντας στελέχη
Για να μάθει κάποιος καλά μία ξένη γλώσσα, απαιτείται καταρχάς θέληση και ενδιαφέρον αλλά και ελεύθερος χρόνος. Οι αυξημένες ανάγκες των επιχειρήσεων για στελέχη με ευχέρεια στη γνώση ξένων γλωσσών σε συνδυασμό με τον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο που αυτά διαθέτουν, έχουν αλλάξει τον τρόπο εκπαίδευσης και εκμάθησης. Έτσι, στις μέρες μας προσφέρονται μαθήματα εκμάθησης ξένων γλωσσών εξ αποστάσεως, μέσω e-learning, εκπαιδευτικά προγράμματα blended learning κτλ.

Επιπλέον, σχεδιάζονται και πραγματοποιούνται εξειδικευμένα προγράμματα εκμάθησης ξένων γλωσσών από εκπαιδευτικούς οργανισμούς ειδικά για στελέχη επιχειρήσεων. Για την καλύτερη αποτελεσματικότητα αυτών των προγραμμάτων λαμβάνονται υπόψη παράμετροι όπως ο αριθμός των συμμετεχόντων, το επίπεδο γνώσης αλλά και ο χρόνος που διαθέτουν, το αντικείμενο της εργασίας τους, η εξειδικευμένη ορολογία που επιθυμούν να μάθουν, το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα κτλ.

Στο Internet υπάρχουν πολλές ιστοσελίδες που δίνουν τη δυνατότητα στους χρήστες του να παρακολουθήσουν «ζωντανά» μαθήματα ξένων γλωσσών μέσα από ένα εξελιγμένο σύστημα επικοινωνίας. Η οθόνη του υπολογιστή, η κάμερα και τα ακουστικά αποτελούν τα βασικά εργαλεία που χρησιμοποιούν οι μαθητές και οι καθηγητές με τα οποία μιλούν, κάνουν ασκήσεις, λύνουν απορίες, παραδίδουν εργασίες κτλ. Η ποικιλία των προσφερόμενων προγραμμάτων είναι μεγάλη. Έτσι ο καθένας μπορεί να βρει ένα πρόγραμμα που να ανταποκρίνεται στο επίπεδο γνώσης που διαθέτει, στις ώρες που επιθυμεί να γίνεται το μάθημα κτλ.

Επίσης, μεγάλη απήχηση βρίσκουν τελευταία και ιστοσελίδες στις οποίες άτομα από όλο τον κόσμο δηλώνουν τη διαθεσιμότητά τους για ανταλλαγή γνώσεων της μητρικής τους γλώσσας. Έτσι, μέσω της αποστολής email, μία γυναίκα από το Μεξικό μπορεί να βελτιώσει τις γνώσεις ενός Έλληνα στα ισπανικά ο οποίος θα διορθώνει με τη σειρά του τα γραμματικά και συντακτικά λάθη που κάνει η Μεξικάνα στα ελληνικά.

Εκτός από τα online μαθήματα, πολλές ιστοσελίδες προσφέρουν μεθόδους εκμάθησης ξένων γλωσσών με τις οποίες ο ενδιαφερόμενος μπορεί να εκπαιδευτεί στους χρόνους που επιλέγει ο ίδιος. Υπάρχουν αναλυτικά κεφάλαια γραμματικής, λεξιλογίου, κανόνες προφοράς και πλήθος ασκήσεων που περιλαμβάνουν και τις σωστές απαντήσεις, ώστε να ελέγχει ο «μαθητής» την πρόοδό του.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η παρακολούθηση ενός εκπαιδευτικού προγράμματος εκμάθησης μίας ξένης γλώσσας με τη μέθοδο του e-learning παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες και απαιτεί καλή οργάνωση του χρόνου και αυτοπειθαρχία. Εφόσον τα μαθήματα δεν είναι υποχρεωτικά σε συγκεκριμένες ώρες και μέρες, πρέπει ο ενδιαφερόμενος να φροντίζει να μην αμελεί το προγραμματισμένο μάθημα.


Viewpoint: Ξένες γλώσσες και επιχειρησιακή επιτυχία
Η επικοινωνία σήμερα διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στην επιχείρηση. Στο παγκόσμιο επιχειρηματικό πεδίο η γνώση επιπλέον γλώσσας είναι μια βασική πτυχή για την επιτυχή και αποτελεσματική επικοινωνία. Η ικανότητα ξένης γλώσσας μπορεί να συμβάλλει στη διεθνή επιχειρησιακή επιτυχία
της επιχείρησης με διάφορους τρόπους.

-Διευκολύνει την κοινωνική επαφή, επιτρέπει την ανάπτυξη σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ «μαμάς εταιρείας» και υποκαταστήματος και διευκολύνει τον έλεγχο και την αποτελεσματική διαχείριση
-Βελτιώνει την επικοινωνία προς και από την αγορά
-Βοηθά στην κατανόηση των επιχειρηματικών πρακτικών μιας αγοράς και μπορεί να βελτιώσει τη δυνατότητα στις διαπραγματεύσεις.

Για τη σημασία της γνώσης ξένης γλώσσας, έχει αποδειχθεί επίσης ότι οι εταιρείες με στελέχη που μιλούν τις ξένες γλώσσες αναμένονται ότι έχουν καλύτερες αποδόσεις στη δραστηριότητά τους σε σύγκριση με τις εταιρείες που απασχολούν μονόγλωσσους managers.

Συχνά ανακαλύπτουμε ότι στις εταιρείες με έμφαση στην εκπαίδευση της ξένης γλώσσας οι εργαζόμενοι αισθάνονται υψηλή εκτίμηση για την εταιρεία

Σε έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί αναγνωρίζεται ότι η γλωσσική ικανότητα αποτελεί μια από τις σημαντικότερες γενικές γνωστικές δεξιότητες (ισάξιας σημασίας με την ηθική και την ομαδική εργασία) που αναζητούν οι εταιρείες στα στελέχη τους.

Πράγματι, η γνώση της δεύτερης γλώσσας έχει σαφώς διάφορα οφέλη για τους εργαζομένους επαγγελματικά, κοινωνικά και ψυχολογικά. Δεδομένου ότι οι αγορές διεθνοποιούνται, οι εταιρείες πρέπει να επενδύσουν στην ανάπτυξη και τη διατήρηση του προσωπικού που μπορεί να μιλήσει επιπλέον γλώσσες και συνεπώς μπορεί να έρθει σε άμεση επαφή και συναλλαγή με το μεγαλύτερο μέρος των αγορών τους.

Τέλος, το όφελος για την εταιρεία όταν οι εργαζόμενοί της ενθαρρύνονται στην εκπαίδευση άλλων γλωσσών μέσω ενός «training benefit scheme» καταδεικνύει το σεβασμό της στην πολυεθνική κουλτούρα και επιτυγχάνει τη θετική προώθηση του ονόματός της, που είναι σημαντικά κριτήρια για την προσέλκυση ταλαντούχων υποψηφίων.

Τάσος Τσουμάνης, Human Resources Director, LG Electronics Hellas