Στον επιχειρηματικό κόσμο, η παγκοσμιοποίηση και το διεθνές εμπόριο είναι άμεσα συνυφασμένα με την ανάγκη των ανθρώπων για ανά τον κόσμο επικοινωνία και, η γνώση ξένων γλωσσών διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Ποιες είναι όμως οι πρόσφατες εξελίξεις στην εκμάθηση και κατά πόσο συμβάλλουν στη δημιουργία προστιθέμενης εταιρικής αξίας;

Όλοι οι οργανισμοί και οι εταιρείες εκτός από μέλη των τοπικών κοινωνιών και αγορών όπου λειτουργούν, αποτελούν και αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής αλλά και παγκόσμιας αγοράς. Καλούνται να δραστηριοποιηθούν σε ένα διευρυμένο πλαίσιο και να αποτελέσουν μέλη μίας διεθνούς αγοράς υπακούοντας στους κανόνες που την χαρακτηρίζουν και προσαρμόζοντας τη λειτουργία τους στις νέες ανάγκες. Εκτός από τις ευκαιρίες που ανοίγονται μπροστά τους και το μεγαλύτερο ανταγωνισμό που καλούνται να αντιμετωπίσουν, ώστε να εξασφαλίσουν ένα μερίδιο των αγορών αυτών, οφείλουν να διαθέτουν εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα τις μετατρέψουν σε ικανές επιχειρήσεις ώστε να εισέλθουν σε βιώσιμη τροχιά. Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν είναι μόνο συνυφασμένα με νομικές ή φορολογικές υποχρεώσεις που καλούνται να ακολουθούν, αλλά ταυτόχρονα σχετίζονται με όλες εκείνες τις δεξιότητες που θα τους παρέχουν το πρόσφορο έδαφος ώστε να μπορούν να λειτουργούν απρόσκοπτα και εντός αγορών.

Το ανθρώπινο δυναμικό από την άλλη, οφείλει να διαθέτει και εκείνο τις ικανότητες που θα το μετατρέψουν σε «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» των οργανισμών αποδίδοντας με συνέπεια μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον. Βασική προϋπόθεση όλων των παραπάνω αποτελεί ένας κοινά αποδεκτός κώδικας επικοινωνίας και, κυρίως επικοινωνία σε μία κοινή γλώσσα. Η γλωσσομάθεια αποτελεί την εγγύηση που θα εξασφαλίσει στελέχη με ικανότητες και προοπτικές απαραίτητα για την ευημερία των εταιρειών που ευαγγελίζονται επιχειρηματική δραστηριότητα εκτός των στενών κρατικών ορίων των χωρών όπου δραστηριοποιούνται.

Γνώση
Η επαρκής γνώση μίας ή περισσότερων ξένων γλωσσών, πέρα από τη μητρική ορίζεται ως γλωσσομάθεια. Η γλωσσομάθεια, ωστόσο, διαβαθμίζεται σε τρία επίπεδα ανάλογα με το βαθμό γνώσης που κάποιος παρουσιάζει. Στο πρώτο στάδιο αυτής το άτομο είναι ικανό να συνεννοηθεί σε πρακτικά θέματα, δηλαδή γνωρίζει επαρκώς το «καθημερινό λεξιλόγιο» της ξένης γλώσσας. Στο επόμενο στάδιο, συναντάται η επιστημονική ορολογία της γλώσσας, ενώ στο τρίτο στάδιο το άτομο μιλάει, εκφράζεται και γράφει στην ξένη γλώσσα με την ίδια ευκολία όπως με την αντίστοιχη μητρική του.

Το συντακτικό, η γραμματική και το λεξιλόγιο κατέχονται σε άριστο επίπεδο από τον ίδιο. Η γλωσσομάθεια, ωστόσο, ανάλογα με το κίνητρο μπορεί να χαρακτηριστεί ως σκοπός ή ως μέσο. Ως σκοπός ορίζεται όταν κάποιος θέτει σαν απώτερο στόχο να είναι ικανός να τη χρησιμοποιήσει στο γραπτό ή προφορικό λόγο. Από την άλλη πλευρά, ως μέσο ορίζεται όταν μέσα από την εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας κάποιος επιθυμεί να γνωρίσει τη λογοτεχνία και τα επιστημονικά βιβλία. Αυτό συνήθως συμβαίνει με τις επονομαζόμενες «νεκρές γλώσσες», όσες πλέον δεν διαθέτουν πληθυσμό που τις ομιλεί π.χ. τα λατινικά.

Ξένες γλώσσες
Σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει ένα μεγάλο εύρος γλωσσών. Όμως ποιες είναι εκείνες που μονοπωλούν το ενδιαφέρον της πλειοψηφίας λόγω του μεγάλου πληθυσμού που τις ομιλεί ή τις μαθαίνει; Με περίπου το 1/5 του παγκόσμιου πληθυσμού να μιλά κάποια μορφή της, τα κινέζικα βρίσκονται στην πρώτη θέση με τους περισσότερους ομιλητές σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ ακολουθούν με μεγάλη διαφορά, τα ισπανικά (406 εκατ.), τα αγγλικά με 335 εκατομμύρια ομιλητές και τα αραβικά με 223 εκατομμύρια αντίστοιχα. Παρά την τρίτη θέση που καταλαμβάνει όμως ως μητρική, τα αγγλικά έχουν λάβει τον τίτλο της «διεθνούς γλώσσας» ιδιαίτερα στους τομείς των επικοινωνιών, του διαδικτύου, των επιχειρήσεων, της πολιτικής και του εμπορίου.

Είναι ευρέως διαδεδομένη και κατανοητή, ενώ αποτελεί κατά κύριο λόγο την πρώτη επιλογή όσων επιθυμούν να διδαχθούν μία ξένη γλώσσα. Η πολύ καλή της γνώση εξασφαλίζει την είσοδο σε μία «global civil society», παρέχοντας ένα σημαντικό εφόδιο για την ένταξη του ατόμου στην παγκόσμια αγορά εργασίας ή της επιχείρησης στο χώρο της διεθνούς αγοράς αντίστοιχα. Επιστέγασμα της ευρύτερης αποδοχής της και εν συνεχεία εκμάθησής της αποτελεί ο χαρακτηρισμός της ως η πρώτη παγκόσμια «lingua franca», καθώς διευκολύνει την επικοινωνία ατόμων από διαφορετικές κοινότητες, ως προς τη μητρική γλώσσα, και διαμορφώνοντας τις εξελίξεις στη γλωσσομάθεια που την τοποθετούν στην πρώτη θέση.

Επιχειρηματική δραστηριότητα και ανάγκες
Καθώς ο επιχειρηματικός κόσμος καταβάλει προσπάθειες να παραμείνει ενεργό μέλος όχι μόνο της εγχώριας αγοράς αλλά ταυτόχρονα της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας υπάρχουν μερικές δεξιότητες που οφείλει να διαθέτει. Η συνεργασία με ξένους/αλλόγλωσσους συνεργάτες και η επικοινωνία σε μία κοινά αποδεκτή γλώσσα, κυρίως στα αγγλικά, θεωρείται επιτακτική τις περισσότερες φορές. Η εκπαίδευση στελεχών για την εκμάθηση μίας ξένης γλώσσας θεωρείται η πιο διαδεδομένη πρακτική ώστε ικανά στελέχη να παραμείνουν ή να ενταχθούν στο οργανόγραμμα μίας επιχείρησης.

«Σήμερα η παγκοσμιοποίηση της επιχειρηματικότητας είναι αυτή που έχει καταστήσει απαραίτητη την επικοινωνία σε πολλές ξένες γλώσσες και άρα την εκπαίδευση εργαζομένων σε αυτές» αναφέρει χαρακτηριστικά η Ζωή Χατζηαναστασίου, Διευθύντρια Εκπαίδευσης της LTES και συνεχίζει: «Η επιτυχία της εκπαίδευσης εξασφαλίζεται με τη σωστή καταγραφή των αναγκών της εταιρείας σε επικοινωνία, με τη σωστή αξιολόγηση του προσωπικού που θα επιλεγεί για την κατάρτιση αυτή και με τον κατάλληλο, φυσικά, φορέα που θα υλοποιήσει το πρόγραμμα».

Σύμφωνα με την Τίνα Ζαχαροπούλου, Academic Director της Benefit Language Programmes and Services «Η άριστη γνώση και η χρήση μιας “κοινής γλώσσας” στις διαπραγματεύσεις και τις συνεργασίες καλλιεργεί ένα περιβάλλον που βασίζεται στην εμπιστοσύνη και την καλή θέληση και είναι αυτό το “ανταγωνιστικό πλεονέκτημα” που προσφέρουν τα προγράμματα εκμάθησης γλωσσών στις ελληνικές επιχειρήσεις». «Το κλειδί για την επιτυχία σε οποιοδήποτε πρόγραμμα εκμάθησης ξένων γλωσσών είναι να διασφαλιστεί ότι οι εκπαιδευόμενοι αισθάνονται ότι τα μαθήματα γλώσσας τους προσφέρουν πρακτική βοήθεια στη διεκπεραίωση των καθηκόντων τους σε καθημερινή βάση και ότι συνδέονται με τους στόχους της εταιρείας τους» καταλήγει η ίδια. Η ανάγκη ενός οργανισμού για επικοινωνία σε μία ξένη γλώσσα σχετίζεται πολλές φορές με τη χώρα στην οποία δραστηριοποιείται ή επιθυμεί να επεκταθεί, με τα στελέχη που στοχεύει να ενσωματώσει στο ανθρώπινο δυναμικό κ.ά. Μερικές περιπτώσεις όπου αυτό επιβάλλεται για την εύρυθμη λειτουργία του είναι οι ακόλουθες.

Επέκταση: Η ανάγκη για «άνοιγμα» σε νέες αγορές όπου εντοπίζεται κάποιο κενό ή η εταιρεία διαβλέπει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της ίδιας σε μία νέα, δυναμική και εξελισσόμενη αγορά τότε η επικοινωνία σε μία ξένη γλώσσα επιβάλλεται εκ των πραγμάτων. Η προώθηση των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσφέρει σε ένα αλλόγλωσσο καταναλωτικό κοινό, μετατρέπει τα στελέχη που γνωρίζουν τη γλώσσα αυτή σε ναυαρχίδα της εταιρείας.

Ένωση: Μία ακόμη περίπτωση όπου η γλωσσομάθεια θεωρείται απαραίτητη είναι όταν οι εταιρείες ήδη λειτουργούν ως θυγατρικές είτε όταν καλούνται να δημιουργήσουν οι ίδιες θυγατρικές στο εξωτερικό. Ακόμη και στην περίπτωση των εξαγορών ή συγχωνεύσεων η επικοινωνία σε μία κοινή γλώσσα θεωρείται δεδομένη για την επιτυχημένη έκβαση του εγχειρήματος. Πώς θα πραγματοποιείται η επικοινωνία των συνεργατών σε διαφορετικές χώρες; Πώς θα παρουσιάζονται οι διάφορες αναφορές και τα σχετικά έγγραφα; Είναι μερικά μόνο από τα ερωτήματα που προκύπτουν σε πρώτο χρόνο, με τη συμφωνία για ένα κοινό κώδικα επικοινωνίας και γλώσσα από την αρχή της διαδικασίας να θεωρείται απαραίτητη.

Προμήθειες: Η επιλογή συνεργασίας με προμηθευτές του εξωτερικού θα μπορούσε να είναι μία ακόμη περίπτωση. Η επικοινωνία, η διαπραγμάτευση χωρίς ενδιάμεσους, η υπογραφή των σχετικών συμβάσεων επιβάλλει την υιοθέτηση μίας αποδεκτής γλώσσας από τις επιμέρους πλευρές, η οποία συνήθως είναι η αγγλική.

Ανθρώπινο δυναμικό: Είτε στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης είτε στο αντίστοιχο της ευρωπαϊκής ένωσης η νοητή κατάργηση των συνόρων δεν ισχύει μόνο για την επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά και για τα ίδια τα στελέχη. Πλέον, η προσφορά εργασίας δεν διαμορφώνεται αποκλειστικά από τα στελέχη που εμπεριέχονται στην «τοπική» αγορά εργασίας, αλλά από όλα τα στελέχη που διαθέτουν εκείνα τα χαρακτηριστικά τα οποία διευκολύνουν τη μετακίνησή τους σε όλο τον κόσμο. Άλλωστε δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο οι σπουδές στο εξωτερικό να ακολουθούνται από την απασχόληση τους στην αγορά εργασίας των χωρών όπου πραγματοποιούνται. Η ανάγκη ικανότητας ενσωμάτωσης αλλόγλωσσων στελεχών στο ανθρώπινο δυναμικό ενός οργανισμού, επιβάλλει αλλαγές στο εργασιακό του περιβάλλον αλλά και στον τρόπο επικοινωνίας στο εσωτερικό του.


Προφίλ
Αν και κανείς θα υποστήριζε ότι η παροχή προγραμμάτων εκπαίδευσης σε ξένες γλώσσες προς τους εργαζομένους αποτελεί συνηθισμένη πρακτική μόνο για τις πολυεθνικές εταιρείες, κάτι τέτοιο σήμερα διαψεύδεται κατηγορηματικά. Το φάσμα τόσο των εταιρειών όσο και των στελεχών που επιλέγουν και επωφελούνται από τα προγράμματα εκμάθησης ξένων γλωσσών έχει διευρυνθεί σημαντικά. «Οι εταιρείες που επιλέγουν τα προγράμματα αυτά είναι όλες όσες λειτουργούν με εξωστρέφεια, σε οποιονδήποτε τομέα. Όλες όσες, δηλαδή, έχουν στο εξωτερικό παρουσία, πελάτες ή/και προμηθευτές. Αυτό έχει, βέβαια, και μία άμεση συσχέτιση με το μέγεθος της εταιρείας.

Έτσι βλέπουμε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις να συμμετέχουν ήδη εδώ και χρόνια στα προγράμματα αυτά, ενώ πλέον υπάρχει σημαντική συμμετοχή και από μεσαίες και μικρότερες επιχειρήσεις» σύμφωνα με την Ζ. Χατζηαναστασίου. Οι κλάδοι στους οποίους η επικοινωνία σε διαφορετική γλώσσα θεωρείται περισσότερο απαραίτητη είναι των καταναλωτικών προϊόντων, του λιανικού εμπορίου, των τεχνολογιών και της παροχής υπηρεσιών.

Αναφορικά με την κατηγορία εργαζομένων στους οποίους απευθύνονται πιο συχνά τα προγράμματα εκμάθησης ξένων γλωσσών εξαρτάται από την ίδια την εταιρεία και μπορεί να αφορά διαφορετικές βαθμίδες σύμφωνα με την Ζ. Χατζηαναστασίου. «Οι πιο συνήθεις κατηγορίες είναι των Πωλήσεων και της Οικονομικής Διεύθυνσης, ακολουθούν το τμήμα Προμηθειών, το τμήμα Ανθρώπινου Δυναμικού και το Νομικό τμήμα. Ιεραρχικά, η συντριπτική πλειοψηφία ανήκει στα μεσαία στελέχη και σε όσους προορίζονται για μεσαία στελέχη» καταλήγει η ίδια.

Αμφίπλευρα οφέλη
Η ανάπτυξη και η εκπαίδευση των εργαζομένων αποτελούσε ανέκαθεν μία από τις σημαντικότερες προτεραιότητες των τμημάτων Ανθρώπινου Δυναμικού. Η επιλογή στην επένδυση για την εξέλιξή τους σίγουρα εσωκλείει μεγάλη προστιθέμενη αξία για την εταιρεία αλλά και για τους ίδιους τους ανθρώπους της. Ικανά στελέχη με υψηλό αίσθημα δέσμευσης και υψηλή απόδοση είναι η ειδοποιός διαφορά έναντι του ανταγωνισμού, ενώ αναμφισβήτητα μία εταιρεία που επενδύει στο ανθρώπινο δυναμικό της αποτελεί πόλο έλξης ταλέντων. Αναφορικά με την εκμάθηση ξένων γλωσσών εκτός από τις εταιρικές ανάγκες που ικανοποιούν προσφέρουν άμεσα οφέλη και στα στελέχη που συμμετέχουν στις εκπαιδεύσεις.

Αρχικά βελτιώνονται οι διαπραγματευτικές τους ικανότητες και αναμφισβήτητα η απόδοσή τους, καθώς η εν λόγω εκπαίδευση συμβάλει στην πνευματική καλλιέργεια του ατόμου, διευρύνοντας τους ορίζοντές του και επιδρώντας θετικά στην ψυχολογία του. Η εσωτερική και εξωτερική επικοινωνία σε μία γενικά αποδεκτή γλώσσα φαίνεται όλο και περισσότερο να ενισχύεται και με τα συνήθη εμπόδια να καταρρίπτονται. Αναφορικά με τα οφέλη των προγραμμάτων αυτών σε εταιρικό επίπεδο η Ζ. Χατζηαναστασίου εξηγεί:

«Εάν δεχτούμε την εκπαίδευση σε μία ξένη γλώσσα ως κομμάτι ανάπτυξης κοινωνικών δεξιοτήτων (soft skills) θα συναντήσουμε τις συνήθεις δυσκολίες στην ακριβή αξιολόγηση της ανταποδοτικότητάς της. Παρόλα αυτά, στην πράξη, παρουσιάζει πολύ άμεσα οφέλη, καθώς ένα σωστά σχεδιασμένο γλωσσικό πρόγραμμα οδηγεί τον εργαζόμενο σε επιτυχημένη εκτέλεση σημαντικών καθημερινών εργασιών» καταλήγει η ίδια. Η επιλογή λοιπόν, των κατάλληλων προγραμμάτων εκμάθησης ξένων γλωσσών προϋποθέτει την πλήρη ευθυγράμμιση με τις «εξατομικευμένες» ανάγκες των εταιρειών αλλά και των στελεχών. Η γλωσσομάθεια εξάλλου έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια και θεωρείται δικαιολογημένα ως μία πάγια πρακτική για τη λειτουργία στο πλαίσιο μίας παγκόσμιας αγοράς.

Η Τ. Ζαχαροπούλου αναφέρει σχετικά: «Μια εταιρεία για να επιτύχει την επιχειρηματική αριστεία σε διεθνές επίπεδο, πρέπει να διαθέτει ένα καλά εκπαιδευμένο και ικανό ανθρώπινο δυναμικό έτοιμο να επικοινωνήσει άμεσα, αποτελεσματικά και αποδοτικά, έτσι ώστε να είναι ανταγωνιστική στις ξένες αγορές και σε θέση να παρέχει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες». «Στις μέρες μας δεν είναι αρκετή η απόκτηση ενός πιστοποιητικού που να αποδεικνύει τη γνώση της γλώσσας, αλλά η ευχέρεια και η ακρίβεια στη γλώσσα που μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσω της συνεχούς κατάρτισης».

Νέες τάσεις και διδασκαλία
Ο περιορισμένος διαθέσιμος χρόνος των στελεχών μεταβάλλει σταθερά τα τελευταία χρόνια τον τρόπο και τις μεθόδους διδασκαλίας που πραγματοποιούνται πλέον οι εκπαιδεύσεις, ανταποκρινόμενες και αυτές με τη σειρά τους στις σύγχρονες ανάγκες. Επιπρόσθετα, η εξέλιξη της τεχνολογίας συμβάλει και αυτή με τον τρόπο της στις νέες τάσεις και εξελίξεις στον τρόπο εκμάθησης με μοναδικό γνώμονα την επιτυχημένη απόκτηση γνώσεων στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Όσον αφορά τα εκπαιδευτικά προγράμματα ξένων γλωσσών εκτός από τις συνηθισμένες μορφές παρακολούθησης έχουν και αυτά προσαρμοστεί στους γρήγορους ρυθμούς επαγγελματικής ζωής των ατόμων.

«Οι τρέχουσες τάσεις στην εκμάθηση ξένων γλωσσών και τη μεθοδολογία περιλαμβάνουν τη χρήση της τεχνολογίας με εργαλεία όπως το Skype και πλατφόρμες e-learning που προσφέρουν καινοτόμες εμπειρίες στην εκμάθηση σε μειωμένο χρόνο, πάντα σε συνδυασμό με την απαραίτητη πρόσωπο με πρόσωπο επικοινωνία για παροχή στους εκπαιδευόμενους καθοδήγησης και υποστήριξης στη γλώσσα» αναφέρει η Τ. Ζαχαροπούλου. Εκτός όμως από τις νέες τάσεις που επικρατούν ως προς τη διδασκαλία, αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πιο διαδεδομένες ξένες γλώσσες ως προς την επιλογή τους στην Ελλάδα. Πέρα από την αγγλική γλώσσα που θεωρείται ως η κατεξοχήν γλώσσα του εμπορίου, οι Έλληνες φαίνεται να στρέφονται και σε άλλες γλώσσες λιγότερο διαδεδομένες.

«Τα αγγλικά παραμένουν παγκοσμίως το κύριο κανάλι επικοινωνίας των επιχειρήσεων, αν και οι οργανισμοί αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι είναι σημαντικό να γνωρίζουν οι εργαζόμενοι τη γλώσσα της χώρας στην οποία δραστηριοποιούνται, γιατί η γλώσσα δεν είναι μόνο λέξεις! Είναι η βάση για την επιτυχία ή την αποτυχία στις επιχειρηματικές δραστηριότητες» εξηγεί η Τ. Ζαχαροπούλου. Με γνώμονα, λοιπόν, αυτό το κριτήριο οι επιχειρήσεις αλλά και τα ίδια τα στελέχη στρέφονται και σε άλλες γλώσσες πέρα από τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά που αποτελούν τις τρεις συνηθέστερες επιλογές με τα κινέζικα και ρωσικά να είναι μόνο κάποιες από αυτές.

Γλωσσομάθεια Ελλήνων
Σε μία χώρα σαν την Ελλάδα όπου αρκετοί υποστηρίζουν ότι το «εξαγώγιμο προϊόν» της είναι ο τουρισμός, η εκμάθηση μία ξένης γλώσσας θεωρείται επιτακτική και απαραίτητο εργαλείο για κάθε επαγγελματία. Εκτός όμως από τον τουρισμό, ο ελληνικός επιχειρηματικός κόσμος και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο κράτος μας, έχουν «επιβάλλει» σιωπηρά την υποχρεωτική πλέον γνώση τουλάχιστον μίας επιπλέον γλώσσας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζεται και ως απαραίτητο προσόν για την ενσωμάτωση ενός στελέχους στους κόλπους τους.

Σύμφωνα με έρευνες οι Έλληνες παρουσιάζουν από τα υψηλότερα ποσοστά γλωσσομάθειας στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς το 50% περίπου του πληθυσμού ηλικίας 25-64 ετών δηλώνει ότι μιλάει τουλάχιστον μία ξένη γλώσσα με το αντίστοιχο ποσοστό στην Ευρώπη να διαμορφώνεται στο 35,7% και το 21,9% των Ελλήνων να μιλάει δύο ή περισσότερες ξένες γλώσσες. Στην πρώτη θέση επιλογής συναντάμε τα αγγλικά (51%), ενώ ακολουθούν με μεγάλη διαφορά τα γαλλικά (9%) και τα γερμανικά (5%). Βέβαια τα ποσοστά αυτά τείνουν να αλλάζουν με τα γερμανικά να αποκτούν μεγαλύτερο κοινό ως προς την επιλογή τα τελευταία χρόνια, χωρίς ωστόσο η αγγλική γλώσσα να χάνει την πρωτοκαθεδρία της.

Μέλος της Ευρώπης
Μία από τις σημαντικότερες έννοιες που προωθείται στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αυτή του Ευρωπαίου πολίτη, ο οποίος απαλλαγμένος από τα στενά εθνικά και πολιτισμικά όρια μπορεί να μετακινηθεί και να δραστηριοποιηθεί σε οποιοδήποτε κράτος-μέλος της και χωρίς αποκλεισμούς. Βασική επιδίωξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι η προώθηση της πολυγλωσσίας με σεβασμό, ωστόσο, απέναντι στις μειονοτικές γλώσσες. Απώτερος σκοπός όλων αυτών είναι οι πολίτες κάθε κράτους ξεχωριστά να έχουν τη δυνατότητα να σπουδάσουν στο εξωτερικό και να απορροφηθούν επί ίσης όροις από την ευρωπαϊκή αγορά εργασίας και όχι μόνο από τις αντίστοιχες εθνικές. Επιπρόσθετα, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη γλωσσική και εκπαιδευτική πολιτική του «ένα συν δύο», σύμφωνα με την οποία όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες κατά τη διάρκεια της υποχρεωτικής τους εκπαίδευσης έχουν τη δυνατότητα να μάθουν ακόμη δύο ευρωπαϊκές γλώσσες πέρα από τη μητρική τους.