Η εκπαίδευση αποτελεί βασικό εργαλείο έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι απαιτούμενες αλλαγές στη γνώση, στις αξίες, στις συμπεριφορές και στον τρόπο ζωής προκειμένου να επιτευχθεί η βιωσιμότητα και η σταθερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, αποτελούν πολύτιμο σύμμαχο για τα στελέχη και τον ίδιο τον οργανισμό.
Το επιχειρηματικό γίγνεσθαι αποτελεί μία καίρια συνιστώσα στο δυναμικά μεταβαλλόμενο και ρευστό παγκόσμιο περιβάλλον. Παράλληλα, η επιχειρηματική δραστηριότητα αποτυπώνεται εμφανώς στην καθημερινή ροή «πραγμάτων» και επηρεάζει το πώς οι άνθρωποι εργάζονται, πώς ξοδεύουν αλλά και αποταμιεύουν, σε τι τύπου επενδύσεις προχωρούν, πώς αξιοποιούν τον ελεύθερο χρόνο τους κ.ά. Όπως και να έχει, ο εκάστοτε οργανισμός φέρει μία σημαντική θέση ευθύνης ως προς το βιοτικό επίπεδο, την ποιότητα ζωής του ανθρώπου αλλά και την εξέλιξή του μέσα στο οικοσύστημα που κινείται.
Λαμβάνοντας, λοιπόν, υπόψη το πόσο σημαντική κρίνεται η πρόοδος, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επαγγελματικό επίπεδο, οι σπουδές -ανεξαρτήτου γνωστικού αντικειμένου- προτάσσονται ως μία κρίσιμη παράμετρος για κάθε εργαζόμενο. Σε διεθνές πλαίσιο καταδεικνύεται ότι οι σπουδές μπορούν να συνδυαστούν άμεσα με την παραγωγική δραστηριότητα, να παρέχουν γνώσεις και δεξιότητες που μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμες. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση αφορά, σε γενικές γραμμές, στην παροχή εμπειριών μάθησης σχεδιασμένων με τέτοιο τρόπο ώστε να συμβάλλουν στην ανάπτυξη ικανοτήτων και γνώσεων χρήσιμων και σχετικών με τη συμβολή των ατόμων στην επίτευξη αναπτυξιακών στόχων και δραστηριοτήτων.
Οι σπουδές συμβάλλουν στην εξέλιξη και πρόοδο του κάθε ανθρώπου και κατ’ επέκταση του εκάστοτε οργανισμού. Στην ομπρέλα «Επιχειρηματικές σπουδές» συμπεριλαμβάνεται κάθε μορφή εκπαίδευσης: μεταπτυχιακά διπλώματα ειδίκευσης (Master of Arts, Master of Sciences ή Master in Business Administration) αλλά και διδακτορικά προγράμματα, diplomas και κάθε τύπου σεμινάρια που οδηγούν σε πιστοποιήσεις (certificates) και έχουν ως στόχο να εμπλουτίσουν το γνωστικό υπόβαθρο των στελεχών και να παρέχουν νέα ερεθίσματα και ικανότητες που θα συνδράμουν στην επαγγελματική τους πορεία. Αναφορικά με τα οφέλη που αποκομίζει τόσο ο εργαζόμενος όσο και η εταιρεία, ο Καθηγητής Δημήτριος Γεωργακέλλος, Διευθυντής Executive MBA του Πανεπιστημίου Πειραιώς τονίζει ότι «τα Μεταπτυχιακά Προγράμματα προσφέρουν γνώσεις, πιστοποιημένα προσόντα, δεξιότητες και ικανότητες που τους καθιστούν ικανούς να καθιερωθούν στην αγορά εργασίας και να πετύχουν επαγγελματική ανέλιξη και καταξίωση, μέχρι και αλλαγή επαγγελματικής κατεύθυνσης. Παράλληλα, η εκπαίδευση των εργαζομένων, είναι ζωτικής σημασίας για την επιχείρηση μιας και μέσω αυτής, η εταιρεία αξιοποιώντας τις γνώσεις που απέκτησε ο εργαζόμενος γίνεται πιο αποδοτική, παραγωγική και αποκτά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ικανοποιώντας τους στρατηγικούς της στόχους. Οι κύριες ανάγκες που φαίνεται ότι ικανοποιούν είναι της δια βίου μάθησης και της διαχείρισης των συνεχών μεταβολών στο εργασιακό και επιχειρηματικό περιβάλλον βελτιώνοντας την ευελιξία και την προσαρμοστικότητά τους σε αυτές».
Ακαδημαϊκή μόρφωση και απασχολησιμότητα
Οι σπουδές διαδραματίζουν έναν ακόμα σημαντικό ρόλο, ίσως πιο επίκαιρο από ποτέ. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζεται ότι τα μέτρα για την καταπολέμηση της ανεργίας μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: 1. Μέτρα αύξησης της συνολικής ζήτησης και 2. Μέτρα επαγγελματικής κατάρτισης και (επαν)εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού. Πρακτικά, λοιπόν, στόχος των προγραμμάτων επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι να αποκτήσουν όσοι είναι άνεργοι τις κατάλληλες επαγγελματικές γνώσεις ή/και ειδίκευση προκειμένου να απασχοληθούν στις κενές θέσεις εργασίας που δημιουργούνται. Μάλιστα, σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ιούνιος 2017), προκύπτει ότι από το σύνολο των ανέργων αναζητούντων εργασία ανά εκπαιδευτικό επίπεδο, 40.647 άτομα (4,94%) ανήκουν στο εκπαιδευτικό επίπεδο «Χωρίς εκπαίδευση», 244.496 (29,74%) ανήκουν στο εκπαιδευτικό επίπεδο «Υποχρεωτικής εκπαίδευσης» (έως 3η Γυμνασίου), 382.231 (46,49%) ανήκουν στο εκπαιδευτικό επίπεδο «Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης» και 154.750 (18,82%) ανήκουν στο εκπαιδευτικό επίπεδο «Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την έκθεση «Education at a Glance 2016» του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, οι χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ επενδύουν κατά μέσα όρο στην εκπαίδευση 5,2% του ΑΕΠ τους (στο εν λόγω ποσοστό, συμπεριλαμβάνονται όλες οι βαθμίδες εκπαίδευσης και κάθε τύπου χρηματοδότηση). Ταυτόχρονα δε, όπως καταγράφεται, στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ, το μέσο ποσοστό απασχόλησης όσων δεν έχουν τελειώσει το λύκειο είναι 56%, ενώ αγγίζει το 91% στην περίπτωση όσων κατέχουν διδακτορικό δίπλωμα. Στην Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη το υψηλό ποσοστό ανεργίας, η απασχόληση όσων διαθέτουν διδακτορικό ανέρχεται σε 94% έναντι μόλις 59% όσων δεν έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτό που διαφαίνεται εμφανώς είναι ότι το ποσοστό ανεργίας είναι αντιστρόφως ανάλογο του επιπέδου σπουδών και η πιθανότητα απασχόλησης τείνει να αυξάνεται ανάλογα με το εκπαιδευτικό επίπεδο.
Η σημαντικότητα των σπουδών αποτυπώνεται και σε έρευνα που διεξήγαγε η διαΝΕΟσις με σκοπό να χαρτογραφήσει τις σχέσεις των νέων Ελλήνων με τους γονείς τους και να καταγράψει πώς αυτές επηρεάζουν τη στάση τους απέναντι στην απασχόληση και την ανεργία, αλλά και τις προσδοκίες τους για το μέλλον, αποκαλύπτει ότι μεταξύ άλλων, οι νέοι Έλληνες, σε σχέση με τους γονείς τους ,διαθέτουν λίγο καλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης και συμμετέχουν λιγότερο σε πολιτιστικά δρώμενα. Όπως προκύπτει από τα ευρήματα της ποσοτικής έρευνας, φαίνεται πως ο συνδυασμός χαμηλής μόρφωσης, οικονομικής ανεπάρκειας και έλλειψης εμπιστοσύνης στους θεσμούς στους γονείς, έχει ως αποτέλεσμα πολύ υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στα παιδιά τους, σε σχέση με τα παιδιά γονέων με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Τέλος, ανεξάρτητα από το προφίλ των γονιών τους, οι νέοι οι οποίοι δεν θεωρούνται “ενεργοί πολίτες”, αντιδρούν απέναντι στους θεσμούς, δεν είναι ιδιαίτερα μορφωμένοι και δεν αφιερώνουν χρόνο στην πνευματική τους καλλιέργεια, είναι και αυτοί που εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά ανεργίας.
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να αναφερθεί πως, στο χώρο των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, ένας στους τρεις εργοδότες στη χώρα μας (28%) δηλώνει ότι δυσκολεύεται να βρει επαγγελματίες στο εν λόγω πεδίο για να καλύψει κενές θέσεις εργασίας. Ωστόσο, σύμφωνα με την Eurostat, η Ελλάδα είναι από τις χώρες με το χαμηλότερο ποσοστό εταιρειών, που δηλώνουν ότι δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό με τις κατάλληλες δεξιότητες, ώστε να καλύψουν κενές θέσεις, με τον μέσο Κοινοτικό όρο των εταιρειών να κυμαίνεται στο 41%. Πιο συγκεκριμένα, από τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία προκύπτει ότι το 2016 στην Ελλάδα εργάστηκαν συνολικά 51.200 ειδικοί στις Τεχνολογίες Πληροφοριών και Επικοινωνιών από 50.700 το 2011, αντιπροσωπεύοντας το 1,4% το 2016 (και το 1,3% το 2011) του συνολικού εργατικού δυναμικού, με το 87,3% από αυτούς να είναι άνδρες. Τέλος, σε σχετικούς όρους, τα υψηλότερα ποσοστά των ειδικών ΤΠΕ στη συνολική απασχόληση καταγράφηκαν στη Φινλανδία (6,6%) και στη Σουηδία (6,3%), ενώ στον αντίποδα βρέθηκε η Ελλάδα (1,4%) που κατέγραψε το χαμηλότερο ποσοστό, ακολουθούμενη από τη Ρουμανία (2,0%), την Κύπρο και τη Λετονία (2,2%).
Ζήτηση και προσφορά
«Η κρίση της ελληνικής οικονομίας έχει επηρεάσει όλους τους τομείς και φυσικά και τον τομέα της εκπαίδευσης», υπογραμμίζει ο Καθηγητής Δ. Γεωργακέλλος και συμπληρώνει: «Ωστόσο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η οικονομική κρίση έχει παίξει καταλυτικό ρόλο στο διαχωρισμό των προγραμμάτων που προσφέρονται και στη διαφοροποίησή τους. Εκείνα τα μεταπτυχιακά προγράμματα που είναι αναγνωρίσιμα με κύρος και προσφέρουν υψηλό επίπεδο σπουδών εξακολουθούν να παραμένουν ανταγωνιστικά και να μην έχουν επηρεαστεί τα τελευταία χρόνια. Φαίνεται ότι οι πλέον απαιτητικοί υποψήφιοι φοιτητές επιλέγουν το καλύτερο πρόγραμμα που θα τους δώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την επαγγελματική τους ανέλιξη και επιτυχία».
Παράλληλα, ένα από τα σημαντικότερα ζητήματα που προκύπτουν και χρήζουν αντιμετώπισης είναι το γεγονός ότι το εκπαιδευτικό σύστημα παράγει αποφοίτους που σε μεγάλο βαθμό δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς, ενώ, ταυτόχρονα, οι ελληνικές επιχειρήσεις, ακόμη και οι νέες, εστιάζουν κατά βάση σε κλάδους χωρίς προοπτική, και παραβλέπουν τις διεθνείς τάσεις που αλλάζουν ταχύτατα τη δομή της αγοράς εργασίας, όπως αποτυπώνεται στη μελέτη «Εκπαίδευση, επιχειρηματικότητα και απασχόληση: ζητείται προσέγγιση», την οποία διενήργησαν η ΕΥ, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και η Endeavor Greece στα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι το 47% των αποφοίτων που «παράγουν» τα ελληνικά πανεπιστήμια αφορά στους κλάδους και σε αντικείμενα σχετικά με τις ανάγκες της εγχώριας και διεθνούς αγοράς, ενώ 86% των νέων ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί να μην εστιάζει σε παραγωγικούς και εξωστρεφείς τομείς. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι νέοι κατά 82% θεωρούν ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν τους ενημερώνει και δεν τους προετοιμάζει κατάλληλα για την αγορά εργασίας, ενώ 76% των νέων δεν έχει συμμετάσχει ποτέ σε πρόγραμμα πρακτικής άσκησης. Αξίζει να αναφερθεί ότι το 77% των εργοδοτών δηλώνει δυσκολία να βρει ανθρώπινο δυναμικό για να καλύψει συγκεκριμένες θέσεις απασχόλησης. Ταυτόχρονα, οι νέοι δηλώνουν (88%) ότι οι επιχειρήσεις είναι εκείνες που δεν προσφέρουν ποιοτική και καλά αμειβόμενη απασχόληση.
Όπως σημειώνεται στην εν λόγω μελέτη, λίγες μόνο επιχειρήσεις προσφέρουν προγράμματα πρακτικής άσκησης ή μετεκπαίδευσης των στελεχών τους. Σύμφωνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), το ποσοστό των εργαζομένων που έχουν συμμετάσχει σε προγράμματα κατάρτισης που χρηματοδοτήθηκαν από τον εργοδότη τους ξεπερνά μόλις το 30%, έναντι αντίστοιχου μέσου όρου (73%) στην Ε.Ε. Αντίστροφα, το ποσοστό όσων συμμετείχαν σε προγράμματα κατάρτισης εκτός ωρών εργασίας είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ευρώπη. Ελάχιστες είναι και οι πρωτοβουλίες προσέγγισης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εκ μέρους των επιχειρήσεων και διασύνδεσής τους με την πανεπιστημιακή κοινότητα. Το μικρό μέγεθος της αγοράς, αλλά και των ίδιων των επιχειρήσεων, και η έλλειψη εξωστρέφειας δε συμβάλλουν, επίσης, στην ανάληψη παρόμοιων πρωτοβουλιών.
Από την πλευρά της, η μελέτη καταγράφει και αναλύει ορισμένες βέλτιστες πρακτικές που αφορούν στη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Ενδεικτικά, αναφέρεται ο επανασχεδιασμός των πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών, με έμφαση στην αγορά εργασίας καθώς επίσης και η οργάνωση μεταπτυχιακών προγραμμάτων, με έμφαση σε νέες ή/και υβριδικές ειδικότητες. Επίσης, προτείνεται ο σχεδιασμός στοχευμένων προγραμμάτων επανειδίκευσης για εργαζομένους και στελέχη αλλά και η λειτουργία στην Ελλάδα διεθνών κέντρων εκπαίδευσης σε τομείς στρατηγικής σημασίας όπως είναι ο τουρισμός, η ναυτιλία, η αγροτική παραγωγή κ.ά.
Το μέλλον είναι το «παρόν»
Σε όλα τα παραπάνω συνηγορεί η διαπίστωση ότι το 2030, κάθε οργανισμός θα έχει τεχνολογική υπόσταση και ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις οφείλουν να σκέπτονται από τώρα πως θα διασφαλίσουν το μέλλον τους, όσον αφορά τις υποδομές και το εργατικό δυναμικό τους, όπως σημειώνεται σε έρευνα της Dell Technologies. Η έρευνα, της οποίας επικεφαλής είναι το Institute for the Future (IFTF), σε συνεργασία με 20 ειδικούς τεχνολογίας, ακαδημαϊκούς και επιχειρηματίες από όλον τον κόσμο, εξέτασε τον τρόπο με τον οποίο οι αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη, θα μετασχηματίσει τις ζωές μας, αλλά και τον τρόπο εργασίας μας, μέσα στην επόμενη δεκαετία. Μεταξύ άλλων, το 2030 η εξάρτηση των ανθρώπων από τις μηχανές θα έχει εξελιχθεί σε μια σχέση συνεργατικότητας, με τους ανθρώπους να παρέχουν από τη δική τους μεριά δεξιότητες, όπως δημιουργικότητα, πάθος και επιχειρηματικό πνεύμα. Ωστόσο, η τεχνολογία δεν θα αντικαταστήσει, κατ’ ανάγκη, τους εργαζομένους, αλλά η διαδικασία εξεύρεσης εργασίας θα αλλάξει. Συνεπώς, η μηχανική μάθηση θα καταστήσει τις δεξιότητες και ικανότητες των ατόμων εντοπίσιμες και οι οργανισμοί θα αναζητούν τα καλύτερα ταλέντα για συγκεκριμένες εργασίες. Μάλιστα, η ικανότητα απόκτησης νέων γνώσεων θα είναι πιο πολύτιμη από τη γνώση αυτή καθ’ αυτή.
Διεθνώς, τα στοιχεία υποστηρίζουν ότι, στον τομέα του ανθρώπινου δυναμικού, είναι περισσότερο επιτακτικό από ποτέ οι επιχειρήσεις να στρέψουν το βλέμμα τους στην κατηγορία εκείνη των δεξιοτήτων που δε συνδέεται με συγκεκριμένα γνωστικά αντικείμενα, αλλά αφορά στη γενικότερη επαγγελματική συμπεριφορά, στα soft skills. Όλα εκείνα τα προσόντα και στοιχεία του χαρακτήρα που συνδέονται με την κατανόηση της λειτουργίας μιας επιχείρησης και του ρόλου του εργαζομένου σε αυτήν. Από την άλλη, σημειώνεται μία συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη για απόκτηση εξειδικευμένων δεξιοτήτων. Για παράδειγμα, στον τομέα του marketing γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρη η σημασία του data analysis. Είναι ίσως κοινά αποδεκτό πόσο απαραίτητο είναι να μπορεί ο εργαζόμενος να κατανοεί και να διαχειρίζεται τα δεδομένα που έχει στη διάθεσή του. Επιπρόσθετα, είναι «κοινό μυστικό» ότι τα social skills είναι πολύ σημαντικά αναφορικά με τον τρόπο που επικοινωνούν και συνεργάζονται τα στελέχη και εν τέλει, έχουν τη δυνατότητα να συμβάλλουν στη στρατηγική διαφοροποίησης των οργανισμών στο ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον που διαμορφώνεται.
Με τη σειρά του, ο Καθηγητής Δ. Γεωργακέλλος υπογραμμίζει ότι «το συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον καθιστά επιτακτική τη δημιουργία στελεχών, τα οποία θα είναι ικανά να προωθήσουν νέα μοντέλα διοίκησης. Σε απάντηση των νέων αυτών προκλήσεων οι εργαζόμενοι σήμερα επιλέγουν κατά κύριο λόγο εκείνα τα εκπαιδευτικά προγράμματα που θα τους προσφέρουν γνώσεις και επαγγελματικά προσόντα που θα τους βοηθήσουν να ακολουθούν αποτελεσματικά τις εξελίξεις και θα τους καταστήσουν ανταγωνιστικούς στην συνεχώς μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας. Σε κάθε αντικείμενο και ρόλο απαιτoύνται πλέον περισσότερο από ποτέ καλές επικοινωνιακές δεξιότητες, ευελιξία, προσαρμοστικότητα, “emotional intelligence” αλλά και εξωστρέφεια και επαφή με τις διεθνείς τάσεις και εξελίξεις στις επιχειρήσεις. Επομένως, οι εργαζόμενοι επιλέγουν προγράμματα που μπορούν να συνδυαστούν με την επαγγελματική τους ζωή, που θα τους δώσουν πρακτικά καθημερινά και εφαρμόσιμα εργαλεία και που θα τους διατηρήσουν ανταγωνιστικούς εντός και εκτός της σημερινής τους εργασίας».
Σύμφωνα με την μελέτη των EY, ΟΠΑ και Endeavor Greece, όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες στην έρευνα να κατονομάσουν τα μεγαλύτερα κενά οι συχνότερες αναφορές ήταν: κοινή λογική, ομαδική εργασία, ικανότητα επίλυσης προβλημάτων, θετικός χαρακτήρας, διαχείριση της πληροφορίας, επικοινωνιακές δεξιότητες, δημιουργικότητα, πελατοκεντρική νοοτροπία. Μάλιστα, αρκετοί από τους συμμετέχοντες πρόσθεσαν και τη γνώση της αγγλικής γλώσσας, η οποία σε πολλούς νέους εργαζόμενους δεν ξεπερνά το στοιχειώδες επίπεδο. Παράλληλα με τις ελλείψεις σε soft skills, οι επιχειρήσεις διαπιστώνουν και ένα γενικότερο πρόβλημα νοοτροπίας σε αρκετούς νέους εργαζόμενους, το οποίο συνδέεται με μια έλλειψη κατανόησης του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι επιχειρήσεις. Ωστόσο, η εν λόγω μελέτη σημειώνει πως, σε μεγάλο βαθμό, το πρόβλημα αυτό αντανακλά τις παγιωμένες αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας για την επιχειρηματικότητα, παρότι αυτές έχουν αρχίσει σταδιακά να αλλάζουν, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων.
Εν κατακλείδι, ο ρυθμός της τεχνολογικής και της ψηφιακής αλλαγής έχει ισχυρή επίδραση στις οικονομίες και στις κοινωνίες μας. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή επιτροπή δε, πολλά από τα σημερινά παιδιά σχολικής ηλικίας θα εργαστούν στο μέλλον σε μορφές απασχόλησης που ακόμα δεν υπάρχουν. Άξιο αναφοράς είναι, επίσης, ότι βάσει της Ευρωπαϊκής έκθεσης για την ψηφιακή πρόοδο (2017), ήδη, το 90 % όλων των σημερινών θέσεων απασχόλησης απαιτεί τουλάχιστον κάποιο επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων.
Case Study
Άρτεμις Καπουράλου,
Country HR Manager Greece, Bulgaria & Cyprus, H & M Hennes & Mauritz SA
“You Grow, We Grow!” by H&M
Πολλές συζητήσεις γίνονται κατά καιρούς για την αξία των μεταπτυχιακών επαγγελματικών σπουδών και κατά πόσον αυτές αποτελούν πανάκεια για μία επιτυχημένη επαγγελματική πορεία.Οι προπτυχιακές σπουδές αποτελούν για τους φοιτητές πηγή γενικών γνώσεων στους διάφορους κλάδους της επιστήμης την οποία μελετούν. Από την άλλη, ένας μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών βοηθάει στο να εμβαθύνει κάποιος ουσιαστικότερα στον τομέα που τον αφορά.
Αποτελέσματα σχετικών ερευνών στην Ελλάδα έχουν δείξει ότι οκτώ στους δέκα προτιμούν μεταπτυχιακές σπουδές στη διοίκηση επιχειρήσεων (MBA) για την ενίσχυση των επαγγελματικών δεξιοτήτων τους. Ένας τέτοιος τίτλος βοηθάει στο να κατανοήσει ένας επαγγελματίας συνολικά τη λειτουργία μίας επιχείρησης: τη δομή, τη στρατηγική και την κουλτούρα αυτής.
Καίρια δεν είναι μόνο η ορθή επιλογή της κατεύθυνσης του μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών αλλά και η χρονική στιγμή που θα αποφασίσει ένα νέο στέλεχος να παρακολουθήσει έναν τέτοιο κύκλο σπουδών. Η απόδοση του τίτλου αυξάνει γεωμετρικά εάν το στέλεχος έχει κάνει ήδη τα πρώτα του βήματα και διαθέτει ορισμένη επαγγελματική εμπειρία. Ειδικότερα στην περίπτωση ενός MBA, το έμπειρο στέλεχος θα μπορέσει να αξιοποιήσει στο μέγιστο όλα εκείνα τα γνωστικά εφόδια που παρέχει ένας τέτοιος τίτλος, ώστε ολοκληρώνοντας τις σπουδές να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται “the big picture” όπως λέμε χαρακτηριστικά, εφόσον έχει ήδη κάνει κάποια χιλιόμετρα στον επαγγελματικό στίβο.
Το ιδανικό είναι η λήψη ενός μεταπτυχιακού τίτλου για ένα στέλεχος αλλά και για την εταιρεία του να αποτελέσει μία αειφόρα απόφαση που θα προσδώσει και στις δύο πλευρές τα μέγιστα οφέλη.
Στην H&M πιστεύουμε στη Συνεχή Ανάπτυξη, είναι μία από τις αξίες μας άλλωστε. Στοχεύουμε στη δέσμευση των ανθρώπων μας έναντι της συνεχούς εξέλιξής τους, η οποία αποτελεί μέσο για την επίτευξη και των εταιρικών στόχων.
Για το λόγο αυτό διαθέτουμε μία ηλεκτρονική πλατφόρμα εκπαίδευσης η οποία περιλαμβάνει βασικές εκπαιδεύσεις που αναφέρονται στις Αξίες, την Κουλτούρα και το Όραμα της εταιρείας. Όλοι οι εργαζόμενοί μας έχουν πρόσβαση σε εκπαιδευτικές θεματικές ενότητες, οι οποίες πραγματοποιούνται είτε ηλεκτρονικά είτε με φυσική παρουσία σε αίθουσα διδασκαλίας. Και δεν σταματάμε εκεί. Δεδομένου ότι προτεραιότητά μας είναι η εξασφάλιση και διατήρηση ενός pipeline στελεχών επενδύουμε σε εκπαιδεύσεις & πιστοποιήσεις που αφορούν Υγιεινή & Ασφάλεια, Βασικά θέματα ηγεσίας (Leadership), Εμπορικότητα, Coaching, Recruitment workshops, Presentation techniques, Train the Trainer, Feedback, κ.ά.
Παράλληλα, είμαστε σε συνεχή επικοινωνία με εκπαιδευτικούς οργανισμούς και φορείς που αντιστέκονται στο brain drain της χώρας προκειμένου να έχουμε άμεση επαφή με νέα στελέχη της αγοράς που διαθέτουν υψηλή κατάρτιση.
Μία από τις αξίες μας επίσης είναι ότι Πιστεύουμε στους Ανθρώπους και για αυτό η συνεχής ανάπτυξη είναι κομμάτι της κουλτούρας μας. You Grow, We Grow!