Μελετώντας τη βιβλιογραφία των guru διοίκησης, αντιλαμβανόμαστε ότι οι σχολές του management αλλάζουν ραγδαία, προκειμένου να ανταποκριθούν στις ανάγκες των επιχειρήσεων. Εμπλουτίζονται με νέες μεθόδους και με την πάροδο των δεκαετιών αναδεικνύουν όλο και σαφέστερα τη συμβολή των εργαζομένων ως ατόμων με διαφορετική προσωπικότητα στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων.

Επιπλέον, με την εξάπλωση της τεχνολογίας και τη δυνατότητα εργασίας χωρίς καθημερινή φυσική παρουσία στο «γραφείο», διαπιστώνεται ότι είναι απαραίτητη η αύξηση της αυτοδέσμευσης των εργαζομένων στο έργο τους, με σταθερά αναβαθμισμένη απόδοση. Ακόμα, η κατάλυση των πολλαπλών βαθμίδων στη διοικητική ιεραρχία και η εισαγωγή επίπεδων δομών διοίκησης, αυξάνουν τις ευθύνες του manager-προϊσταμένου, για να διοικεί αλλά και να καθοδηγεί, και να διδάσκει τα άτομα μιας ευρύτατης ομάδας που ηγείται, χωρίς ο ίδιος να έχει την «τεχνική» γνώση του αντικειμένου εργασίας καθενός εξ’αυτών. Αντίστοιχα, οι ελεύθεροι επαγγελματίες αλλά και οι σύγχρονοι επιχειρηματίες, αισθάνονται την ανάγκη να «μοιραστούν» τους προβληματισμούς τους, να αντιμετωπίσουν με διαφορετική προσέγγιση τα συνήθη προβλήματα, να θέσουν για τον εαυτό τους και τους συνεργάτες τους ένα υψηλότερο επίπεδο απόδοσης.

Μία νέα μορφή ανάπτυξης στελεχών
Με αυτά τα δεδομένα, οι τελευταίες 2 δεκαετίες έφεραν στο προσκήνιο, μια νέα μορφή ανάπτυξης στελεχών και επαγγελματιών γενικότερα: το Coaching. Το Coaching είναι μια διμερής σχέση, που κτίζεται πάνω στην εμπιστοσύνη και την εχεμύθεια. Ο/H coach δηλαδή ο καθοδηγητής σε κατ’ ιδίαν συζήτηση με τον coachee – καθοδηγούμενο, του απευθύνει σταδιακά ερωτήσεις, με στόχο να βελτιώσει την αντίληψη του ιδίου του coachee για τις ικανότητες και επιδιώξεις του και να τον/την φέρει σε συμφωνία αυτοδέσμευσης για καλύτερα αποτελέσματα.

Ο/H coach δεν πρέπει να επιβάλει την άποψη του, δεν μπορεί να προτρέψει προς δικές του προτάσεις και βελτιώσεις. Ο ίδιος ο coachee πρέπει πρώτα να αποδεχτεί ότι χρειάζεται βελτίωση, να θέσει ο ίδιος τα νέα επίπεδα απόδοσής του και να δεσμευτεί για τον χρόνο και τον τρόπο που θα τα επιτύχει. Γι’ αυτό και οι συνεχείς ερωτήσεις του coach χρειάζονται για να διευρύνουν τις επιλογές του coachee, έτσι ώστε να επιλέξει αυτή που ανταποκρίνεται στις δικές του δυνατότητες και ικανοποιεί τους δικούς του στόχους. Δεν πρέπει να πιστέψει κανείς βεβαίως, ότι το coaching είναι μια ανώδυνη διαδικασία.

Ο/H coach χρειάζεται να έχει εξαιρετικό αυτοέλεγχο, ώστε να τιθασεύει κάθε στιγμή την προσωπική του παρόρμηση ως «manager» ή «trainer-εκπαιδευτής», για να υποδείξει, να επιβάλει, να κατευθύνει. Επίσης είναι εκείνος, που θα διαμορφώσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα ηρεμίας και αφοσίωσης κατά τη διάρκεια του coaching, ώστε να μπορέσει να κερδίσει την προσοχή και τη δέσμευση του coachee. Ο/H coachee απ’ την πλευρά του/της καλείται να συμμετέχει στη διαδικασία coaching με ειλικρίνεια και διάθεση να ξεπεράσει κάθε φορά ένα συγκεκριμένο εμπόδιο απόδοσης ή συμπεριφοράς ή να πετύχει ένα νέο στόχο.

Η «αρχή της μειωμένης απόδοσης» επισημαίνει τον ψυχολογικό παράγοντα, που καθηλώνει κάθε άτομο σε συγκεκριμένο επίπεδο απόδοσης, το οποίο θεωρεί αυτονόητα ότι δύναται να φτάσει, έως ότου κάποιος ικανός – ο/η coach – να τον εμπνεύσει και να του μεταδώσει την δική του πίστη για υψηλότερα αποτελέσματα. Η χαρακτηριστική διαφορά του coaching σε σχέση με ψυχολογικές προσεγγίσεις, είναι η προσήλωση στο μέλλον, δηλαδή η ανάγκη ο coachee να οραματιστεί το μέλλον του, την απόδοση που θέλει ο ίδιος να αποκτήσει και με τη συμβολή του coach να χτίσει την «σκάλα» που θα τον φέρει στην επιθυμητή απόδοση ή στόχο.

Τι είναι λοιπόν τελικά το coaching και πως εφαρμόζεται; Το Coaching είναι ένας δομημένος διάλογος μεταξύ δυο ατόμων του coach και του coachee, που αισθάνονται ισοτιμία και εμπιστοσύνη, με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης του ενός με την καθοδήγηση του άλλου. Για να είναι αποτελεσματικό σαν μέθοδος και ευκολότερο στην εφαρμογή συνήθως ακολουθεί διάφορα μοντέλα όπως το GROW (Goal, Reality, Options, Will) και το ARROW (Aim, Reality, Reflection, Options, Way forward) ή το ALC-PC της Integrity Solutions to, που έχουν διαμορφωθεί μέσα από την πολύχρονη εμπειρία καθοδήγησης στελεχών και εκπαιδευτών coaching. Τα βήματα περιλαμβάνουν:

  • Διερευνητικές ερωτήσεις, ώστε να ανακαλύψει ο coach τι συμβαίνει στο περιβάλλον του coachee, να αναδείξει την ανάγκη βελτίωσης και να συμφωνήσουν σε αυτήν.
  • Ενεργητική ακρόαση, που θα του δώσει πληροφορίες για τις προσωπικές αναστολές και προβληματισμούς του καθοδηγούμενου και θα προσδιορίσει την επιθυμητή απόδοση.
  • Κεντρικό κομμάτι της συζήτησης είναι η σταδιακή καθοδήγηση στα συγκεκριμένα σημεία βελτίωσης και η συμφωνία σε ένα σχέδιο δράσης.
  • Ακολουθεί συγκεκριμένη αναγνώριση απόδοσης του coachee, που έως τώρα είναι ικανοποιητική και αποτελεί σημείο στήριξης της σχέσης.
  • Τέλος, είναι η αμοιβαία πρόκληση, ώστε τα συμφωνηθέντα θα ολοκληρωθούν με αποτέλεσμα ένα καλύτερο επίπεδο απόδοσης και προοπτικής στη συνεργασία.

Μια συνάντηση coaching μπορεί να διαρκέσει από λίγα λεπτά, εφόσον είναι σαφής και επικεντρωμένη, μέχρι μια ώρα σε πολύπλοκες καταστάσεις. Δεν έχει νόημα να διαρκεί περισσότερο. Συνιστάται να γίνει μια διακοπή και να επαναληφθεί με περισσότερη προετοιμασία και παραδείγματα προς βελτίωση. Οι έμπειροι coaches μπορούν να οριοθετήσουν κατάλληλα τη συζήτηση ώστε να κλείσει με συμφωνία αυτοδέσμευσης. Η συχνότητα της συνάντησης coaching εξαρτάται από την περίπτωση. Πρέπει πάντως να γίνεται συστηματικά ώστε να σταθεροποιηθεί και επιβεβαιωθεί το νέο επίπεδο απόδοσης π.χ. ανά 15 ημέρες ή ανά μήνα.

Σε περίπτωση που ο/η coach είναι και manager του coachee ή έχουν άλλη μορφή εργασιακής σχέσης, τότε χρειάζεται να του δίνει feedback δηλαδή σύντομη ανατροφοδότηση για μικρά σημεία προόδου, που παρατηρεί κατά τη διάρκεια της συνεργασίας, αναμεταξύ των συναντήσεων coaching. Η συμβολή του coaching στα αποτελέσματα μιας εταιρείας δεν είναι ευθέως μετρήσιμη. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία πάντως συμβάλει μέσω της βελτίωσης της απόδοσης των εργαζομένων, της αύξησης της παραγωγικότητας, της μείωσης των λαθών, της ανάπτυξης νέων ιδεών και της αύξησης της ομαδικότητας, σε ένα πνεύμα αλληλοεκτίμησης και βελτίωσης. Έτσι, η επιχείρηση και ο επιχειρηματίας απολαμβάνουν υψηλότερα αποτελέσματα και παραγωγικότερο κλίμα συνεργασίας με την ενεργό συμμετοχή και αυτοδέσμευση των ιδίων των εργαζομένων.