Σε μια επιχειρηματική πραγματικότητα όπου κάθε ευρώ αλλά και κάθε λεπτό μετράει, η βέλτιστη απόδοση του ανθρώπινου δυναμικού έχει μεγάλη σημασία και κάνει τη διαφορά. Η εκπαίδευση κρίνεται απαραίτητη και δεν είναι λίγοι οι οργανισμοί που, για ποικίλους λόγους, επιλέγουν τη μέθοδο του e-Learning.

Οι επιχειρηματικές δραστηριότητες θα πρέπει να είναι σχετικές με τις αγορές που έχουν ως στόχο τους οι οργανισμοί. Με τις τρέχουσες οικονομικές προκλήσεις, είναι αναγκαίο να προσαρμοστούν οι διαδικασίες εργασίας, οι επιχειρηματικές μέθοδοι και οι οργανωτικές δομές. Η εφαρμογή αλλαγών μπορεί να αποτελέσει πρόκληση για τις μεγάλες επιχειρήσεις, όταν έχει αντίκτυπο στις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τις τεχνολογίες τους. Αυτό ισχύει επίσης, όταν πρόκειται για την εφαρμογή καινοτόμων μεθόδων και μέσων μάθησης. Τα τμήματα Ανθρώπινου Δυναμικού μπορεί να οργανώνουν ποικίλα προγράμματα εκμάθησης και ανάπτυξης.

Αυτό συνεπάγεται ότι ακόμη και μικρές τροποποιήσεις στην υποδομή της εκπαίδευσης μπορεί να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη συνολική οργάνωση. Ένα μέρος του χρόνου των αρμόδιων στελεχών και των πόρων μπορεί να χρειαστεί να επενδυθεί για να διαδοθεί η αλλαγή σε ολόκληρη τη δομή του οργανισμού. Στην πραγματικότητα, οι επιχειρήσεις γνωρίζουν καλά αυτού του είδους τις προκλήσεις και αναζητούν νέους τρόπους δόμησης, διαχείρισης, παράδοσης και νέες πρωτοβουλίες που αφορούν την εκπαίδευση. Η λύση ενδέχεται να είναι η εισαγωγή εναλλακτικών ή συμπληρωματικών μεθόδων εκμάθησης.

Μια μοναδική εμπειρία εκπαίδευσης είναι ζωτικής σημασίας και οι νέες τεχνολογίες βοηθούν σημαντικά στο να επιτευχθεί η αλλαγή ομαλά. Σήμερα, η τεχνολογία προσφέρει τη δυνατότητα ενίσχυσης της εμπειρίας μάθησης και επηρεάζει τις συνέργειες μεταξύ των τριών κλασικών μεθόδων μάθησης: «τυπική», «μη τυπική» και άτυπη». Κάθε μία από αυτές τις πρακτικές μάθησης αποτελεί μια εκπαιδευτική πρόκληση, απαιτεί προσοχή στη διαχείριση ενώ και για κάθε μία από αυτές τις μεθόδους απαιτούνται οι κατάλληλες επενδύσεις.

Με την ενεργοποίηση των τριών διαδικασιών εκπαίδευσης ταυτόχρονα, η εταιρεία έχει την ευκαιρία να καθιερώσει ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα Δια Βίου Μάθησης. To e-Learning αφορά τη χρήση εκείνης της τεχνολογίας που επιτρέπει την εύκολη μάθηση. Κατά τα τελευταία λίγα χρόνια, με την ανάπτυξη του διαδικτύου και των πολυμέσων, ο συγκεκριμένος τρόπος εκπαίδευσης έχει αναπτυχθεί ραγδαία. Οι λόγοι είναι αρκετοί. Το e- Learning παρέχει πολλά πλεονεκτήματα στον τομέα της εταιρικής μάθησης: προσιτές τιμές, μείωση του κόστους, ευκολία πρόσβασης σε παγκόσμιο επίπεδο, ευελιξία κ.λπ. Αν χρησιμοποιηθεί με σύνεση, μπορεί να αποδειχθεί ότι λειτουργεί θετικά στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας των οργανισμών.

Αν οι υπεύθυνοι θέλουν να αποκομίσουν τα μέγιστα οφέλη από τα μαθήματα ηλεκτρονικής μάθησης, αυτά θα πρέπει να σχεδιάζονται όχι μόνο με στόχο την αναβάθμιση των δεξιοτήτων των συμμετεχόντων αλλά και να τους προσφέρετε βοήθεια και καθοδήγηση στην εφαρμογή αυτών των δεξιοτήτων στην εργασία τους. «Τα εκπαιδευτικά προγράμματα με τη μέθοδο του e-Learning προσφέρουν τη δυνατότητα επαγγελματικής επιμόρφωσης είτε στο χώρο εργασίας είτε σε οποιονδήποτε χώρο επιλέξει ο εκπαιδευόμενος αρκεί να έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο» εξηγεί η Χριστίνα Τσιλιμπώκου, Managing Director της Being Essential και συνεχίζει: «Υπό την έννοια αυτή δίνουν στον εκπαιδευόμενο την ευελιξία να επιμορφώνεται σε χρόνο που ο ίδιος θα επιλέξει.

Αποτέλεσμα αυτού είναι να μην χάνονται περιττές ώρες για την επιμόρφωση κάθε εργαζόμενου σε μετακινήσεις, σε δέσμευση συγκεκριμένων χώρων εκπαίδευσης και βεβαίως σε προγραμματισμό που απαιτεί όλοι οι εκπαιδευόμενοι να βρίσκονται σε ένα συγκεκριμένο χώρο σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Η συγκεκριμένη όμως μέθοδος εκπαίδευσης απαιτεί ιδιαίτερη δέσμευση από πλευράς του εκπαιδευόμενου, αφού ο ίδιος θα πρέπει να προγραμματίσει το χρόνο ολοκλήρωσης της εκπαίδευσης του. Πέραν όμως αυτού και από πλευράς κόστους, τα e-Learning προγράμματα έχουν σαφώς μικρότερο κόστος από ένα παραδοσιακό εκπαιδευτικό πρόγραμμα ανά εργαζόμενο αλλά και συνολικά για μία εταιρεία, και επιπλέον η συγκεκριμένη διαφοροποίηση του κόστους αυξάνεται σημαντικά όσο αυξάνεται και ο αριθμός των εργαζομένων που πρέπει να εκπαιδευτούν.

Με τα e-Learning προγράμματα η εκπαίδευση προσαρμόζεται στον προσωπικό ρυθμό μάθησης που έχει κάθε εκπαιδευόμενος, προσφέροντας τη δυνατότητα να επαναλάβει μία ενότητα, να την σταματήσει προσωρινά, να δώσει μεγαλύτερη σημασία σε αυτά που τον απασχολούν, αλλά και να αξιολογηθεί με ειδικά πιστοποιημένα εργαλεία. Έχοντας ως μέσο εκπαίδευσης τον υπολογιστή, το laptop, το tablet ή ακόμα και το κινητό τηλέφωνο, οι εκπαιδευόμενοι μπορούν να λάβουν πρακτικές συμβουλές από καθηγητές και συμβούλους παγκόσμιας αναγνώρισης. Τέλος, τα e-Learning προγράμματα λειτουργούν και ως κέντρα γνώσης προσφέροντας ένα οργανωμένο περιβάλλον εκπαίδευσης με προσεγμένες σημειώσεις και videos, στο οποίο ο εκπαιδευόμενος μπορεί να ανατρέξει και μετά το πέρας της εκπαίδευσης» καταλήγει η Χρ. Τσιλιμπώκου. Υπάρχουν ορισμένες βέλτιστες πρακτικές που χρησιμοποιούνται από e-Learning προγραμματιστές, προκειμένου να σχεδιάσουν αποτελεσματικά ένα διδακτικό e-Learning.

Προϋποθέσεις
Ένα πρόγραμμα e-Learning απαρτίζεται από πολλές συνιστώσες: τον εκπαιδευτή, την τεχνολογία, τον υπεύθυνο ανάπτυξης προγράμματος και τον εκπαιδευόμενο. Προκειμένου να δημιουργηθεί ένα αποτελεσματικό πρόγραμμα, όλα αυτά τα συστατικά πρέπει να λειτουργούν σε συνέργεια. Μια σαφώς καθορισμένη, βήμα προς βήμα, διαδικασία θα βοηθήσει να επιτευχθεί αυτό, μαζί με κάποιες βασικές προϋποθέσεις που μπορούν να περιγραφούν ως εξής:

  • Μια μεθοδολογία σχεδιασμού: Αυτή βοηθά τα στελέχη που είναι υπεύθυνα για την εκπαίδευση και την ανάπτυξη να προσδιορίσουν με σαφήνεια τους ρόλους και τις ευθύνες τους στη διαδικασία σχεδιασμού.
  • Η κατανόηση της τεχνολογίας: Η τεχνολογία αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ηλεκτρονικής μάθησης και η κατανόηση των δυνατοτήτων της, η γνώση των διαθέσιμων εργαλείων και η δυνατότητα να επιλέξουν τα πλέον κατάλληλα είναι εξαιρετικά σημαντικό.
  • Μερικές βασικές ικανότητες: Τα μέλη της ομάδας θα πρέπει να έχουν ορισμένες βασικές ικανότητες, όπως η αντίληψη του σχεδιασμού και ο σχεδιασμός προσομοιώσεων.
  • Μια αίσθηση της κλίμακας και του όγκου: Τα στελέχη θα πρέπει να έχουν μια αίσθηση για τον αριθμό των συμμετεχόντων ώστε να προμηθευτούν τον κατάλληλο εξοπλισμό αλλά και να εκτιμήσουν πόσα περίπου «τμήματα» εκπαίδευσης θα δημιουργηθούν και με ποιες εκπαιδευτικές ανάγκες.

«Τα βασικά στοιχεία που διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα αυτών των προγραμμάτων είναι το βάθος και η ολοκληρωμένη προσέγγιση που πρέπει να έχει το περιεχόμενο των μαθημάτων και αυτό είναι το σημαντικότερο στοιχείο για την αξία αυτών των προγραμμάτων» εξηγεί η Χρ. Τσιλιμπώκου. Η ίδια τονίζει ότι πέραν όμως αυτού, η εταιρεία που προσφέρει λύσεις e-Learning θα πρέπει να έχει τις κατάλληλες γνώσεις και υποδομές για να στηρίξει τέτοια προγράμματα. «Πρέπει λοιπόν να διαθέτει έμπειρους συνεργάτες που θα μπορούν να δίνουν άμεσες λύσεις σε οποιοδήποτε τεχνικό θέμα προκύψει, πρέπει να έχει τις κατάλληλες υποδομές και ανθρώπους που να παρέχουν ουσιαστική εξυπηρέτηση του πελάτη, ειδικά σε περιπτώσεις όπου μιλάμε για εκατοντάδες εκπαιδευόμενους ταυτόχρονα, και τέλος θα πρέπει να διαθέτει Solution Architects και άρτια καταρτισμένους Συμβούλους- Εκπαιδευτές που να δίνουν ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία, εάν επιλεγούν μέθοδοι blended learning» επισημαίνει η Managing Director της Being Essential.

Εστίαση στην εκπαίδευση
Η διαχείριση της εκπαίδευσης σημαίνει πάνω απ ‘όλα διασφάλιση, παρακολούθηση και βελτίωση της αποτελεσματικότητας των επενδύσεων προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό μπορεί να επιτυγχάνεται μέσω πρωτοβουλιών κατάρτισης που έχουν προγραμματιστεί με συνέπεια και επικεντρώνονται στις επιχειρηματικές ανάγκες των βασικών ενδιαφερόμενων φορέων που συμμετέχουν: είτε πρόκειται για ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, διευθυντές εκπαίδευσης, στελεχών του HR ή συνολικά του ανθρώπινου δυναμικού. Γενικά, πρόκειται για ένα θέμα σχεδιασμού, επένδυσης, παρακολούθησης και επίτευξης αποτελεσμάτων.

«Ξεκινάμε από την αντίληψη ότι οι οργανισμοί επιζητούν εκπαιδευτικά προγράμματα που προσθέτουν αξία στους εργαζόμενούς τους» δηλώνει η Χρ. Τσιλιμπώκου και επιχειρηματολογεί ως εξής: «Τα e-Learning προγράμματα από τη φύση τους δεν μπορούν να είναι σχεδιασμένα για τις διαφορετικές ανάγκες των πελατών. Αυτό που κάνει τη διαφορά είναι το εύρος του περιεχομένου, τα διαφορετικά εργαλεία που παρέχει και τα βοηθήματα. Πάνω και μέσα από αυτά κτίζει ο πάροχος της εκπαίδευσης μέσω των συνεργατών του το πρόγραμμα που θα καλύπτει τις συγκεκριμένες ανάγκες του εκάστοτε πελάτη. Συνεπώς, τα e-learning προγράμματα δεν είναι απλώς εκπαιδευτικές ενότητες, αλλά ουσιαστικά εργαλεία ενίσχυσης της απόδοσης και αυτοβελτίωσης των εργαζομένων».

Η παροχή μέσων ποιοτικής εκπαίδευσης, μεταξύ των υπολοίπων, διαχειρίζεται αποτελεσματικά τις επαναλαμβανόμενες εκπαιδευτικές ανάγκες των ανθρώπων, τους επιτρέπει να αξιολογούν τα κενά γνώσεων τους, καθώς και τις ανάγκες των υφισταμένων τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση οδηγούν: ένα σωστό «μείγμα» εκπαιδευτικών μεθόδων, υπενθυμίσεις στους εργαζόμενους για το πότε πρέπει να παρακολουθήσουν κάποια εκπαίδευση, παροχή εκτεταμένων εκθέσεων σχετικά με την πρόοδό τους και ανατροφοδότηση σχετικά με την ποιότητα των υπηρεσιών που τους παραδίδονται.

Η παροχή προγραμμάτων κατάρτισης και πιστοποίησης σε φυσικό χώρο έχει αποδειχθεί ότι είναι χρονοβόρα για εισηγητές και συμμετέχοντες, καθώς και τόσο ακριβά με δεδομένο τα έξοδα ταξιδιού, διαμονής και διάφορα παρελκόμενα. Ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν μπορούν να καλυφθούν όλες οι εκπαιδευτικές ανάγκες με το e-Learning. Για αυτό το λόγο, μια σοφά επιλεγμένη σύνθεση των διαφορετικών καναλιών εκπαίδευσης και εργαλείων μπορούν να βοηθήσουν να μειωθεί το συνολικό κόστος διατηρώντας παράλληλα την ποιότητα των αποτελεσμάτων.


Για την ιστορία
Η τεχνολογία του εταιρικού e -Learning έχει μια μακρά και ποικιλόμορφη ιστορική αναδρομή. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ΄80 οι εταιρείες υιοθετούσαν εκπαιδεύσεις μέσω υπολογιστή να συμπληρώνουν τις παραδοσιακές μεθόδους τάξης. Στο πρόσφατο παρελθόν, εμπλουτισμένες εφαρμογές που βασίζονται στο διαδίκτυο έχουν προσθέσει οπτικοακουστικές μεθόδους σε πραγματικό χρόνο και άλλα, νέα εργαλεία για την υλοποίηση του e-Learning. Ταυτόχρονα, η αυξανόμενη διαθεσιμότητα εργαλείων άτυπης μάθησης –μια κατηγορία που περιλαμβάνει τα πάντα, από αναζητήσεις στο διαδίκτυο μέχρι αναρτήσεις στα social media – έχουν σημαντικές επιπτώσεις για το πώς, το πού και το πότε οι εργαζόμενοι αφοσιώνονται σε εκπαίδευση που αφορά την εργασίας τους. Κατά κάποιο τρόπο, οι αλλαγές αυτές έχουν μεταμορφώσει το τοπίο του εταιρικού e –Learning σε τέτοιο βαθμό που οι εργαζόμενοι πριν από 20 χρόνια δεν θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν.

Μάλιστα έρευνες αποδεικνύουν ότι το 70 % του συνόλου της εταιρικής εκπαίδευσης σήμερα γίνεται πλέον online. Παρά τις αλλαγές όμως, ορισμένες πτυχές του e-Learning δεν έχουν εξελιχθεί. Πολλές από τις φερόμενες ως «νέες» εφαρμογές μάθησης, παρέχουν απλώς άλλο κανάλι για την παρουσίαση παραδοσιακών υλικών στην τάξη, όπως διαλέξεις και παρουσιάσεις. Ως αποτέλεσμα, το e-Learning συχνά εξακολουθεί να είναι μια σχετικά παθητική, υπέρ του δέοντος δομημένη δραστηριότητα, η οποία έχει τις ρίζες του σταθερά στο παρελθόν. Ωστόσο, αναμένεται ότι τα επόμενα χρόνια, η κατάσταση αυτή θα αλλάξει. Η νέα τεχνολογία υπόσχεται να παραλάβει το e-Learning από την παραδοσιακή και αυστηρά δομημένη μορφή του και να το προσγειώσει σε ένα πλαίσιο «ψηφιακής εποχής». Αυτά τα νέα εργαλεία e-Learning θα επιτρέπουν στους εργαζομένους να συμμετάσχουν σε πιο ενεργές και ρεαλιστικές δραστηριότητες κατάρτισης, και θα ενσωματώνουν τις αναδυόμενες μεθόδους κοινωνικής και της άτυπης μάθησης.

Παθητική vs Ενεργητική Εκπαίδευση
Οι παθητικές μέθοδοι εκπαίδευσης εξακολουθούν ακόμα να διαδραματίζουν σημαντικό και κυρίαρχο ρόλο σε πολλά εταιρικά προγράμματα κατάρτισης. Ο εργαζόμενος που παρακολουθεί παθητικές δραστηριότητες εκπαίδευσης συνήθως κάθεται, ακούει, σημειώνει και στη συνέχεια μελετά αυτά που διδάχθηκε. Έχει πολύ περιορισμένο έλεγχο του μαθησιακού περιβάλλοντος και η δυνατότητά τους να αλληλεπιδρούν με ένα σύστημα e-Learning μπορεί να περιορίζεται σε κλικ στο «επόμενο» ή «προηγούμενο» πεδίο στην οθόνη ενός υπολογιστή. Αυτού του είδους η παθητική εκπαίδευση είναι απλή, σχετικά φθηνή και εύκολη στην εφαρμογή της. Ωστόσο, είναι επίσης λιγότερο αποτελεσματική.

Οι εργαζόμενοι έχουν λιγότερες πιθανότητες να μεταφράσουν αυτά που μαθαίνουν σε πρακτικές γνώσεις και αναγκάζονται να επικεντρωθούν στο να αναμασάνε αυτά που μαθαίνουν και όχι στην ανάπτυξη δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων. Αντίθετα, η ενεργητική εκπαίδευση βασίζεται στη μάθηση μέσω της πράξης. Παρουσιάζονται στους εκπαιδευόμενους πολλαπλές ευκαιρίες να εφαρμόσουν τις γνώσεις τους, να εξασκήσουν τις δεξιότητες τους και να λάβουν ανατροφοδότηση σε πραγματικό χρόνο σχετικά με τις δραστηριότητές τους. Η ενεργητική μάθηση, επίσης, επικεντρώνεται στην εμπειρία που προσφέρουν οι καταστάσεις σε πραγματικό χρόνο.

«Παραδοσιακό» ή «μοντέρνο»;
Το παραδοσιακό e – Learning βασίζεται σε μια στατική προσέγγιση για την οργάνωση και την παρουσίαση της εκπαίδευσης. Το εκπαιδευτικό υλικό ακολουθεί μια προκαθορισμένη διδακτέα ύλη. Ο κάθε εργαζόμενος αναμένεται να ακολουθήσει περίπου την ίδια πορεία μέσω μιας προσεκτικά καθορισμένης διαδικασίας κατάρτισης. Με αυτή την έννοια, το «παραδοσιακό» e -Learning είναι στην πραγματικότητα μια οπισθοδρόμηση προς τις πρόσωπο – με – πρόσωπο εκπαιδευτικές μεθόδους, όπου η αλληλεπίδραση μεταξύ του εργαζομένου και του εκπαιδευτή μπορεί να είναι δυναμική αλλά και πολύ αυθόρμητη. Οι πιο «μοντέρνες» τεχνικές e-Learning επιχειρούν να αποκαταστήσουν αυτή την αίσθηση αυθορμητισμού στη διαδικασία της μάθησης. Τα εργαλεία e – Learning έχουν σχεδιαστεί για να δώσουν στους μαθητές πολλαπλές ευκαιρίες για να κατανοήσουμε ένα συγκεκριμένο θέμα.

Ο εκπαιδευόμενος μπορεί να διαλέξει τις εκπαιδευτικές δραστηριότητές του με βάση τις ατομικές προτιμήσεις, το επίπεδο των δεξιοτήτων και των εκπαιδευτικών αναγκών. Κάθε σύστημα e – Learning που βασίζεται σε υπολογιστή μπορεί να έχει «παραδοσιακά» συστατικά. Για παράδειγμα, το Web-based περιεχόμενο, συχνά περιλαμβάνει υπερσυνδέσμους που επιτρέπουν στους εκπαιδευόμενους να εξερευνήσουν εκπαιδευτικό περιεχόμενο με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Πιο προηγμένα εργαλεία e-Learning, ωστόσο, όπως οι προσομοιώσεις σε εικονικά περιβάλλοντα και οι πλατφόρμες εκπαίδευσης, έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που βοηθούν τους ανθρώπους να αποκτήσουν γνώσεις με έναν μη «παραδοσιακό» τρόπο.

Η εκπαίδευση της δικτύωσης Ο όρος «κοινωνική εκπαίδευση» φέρνει στο μυαλό τις πλατφόρμες κοινωνική δικτύωσης όπως το Facebook, το Twitter και το LinkedIn. Ωστόσο, τα κοινωνική εργαλεία e-Learning μπορεί να περιλαμβάνουν μια πληθώρα άλλων επιλογών, συμπεριλαμβανομένων των blogs, των wikis, των ομάδων συζήτησης, e-mail και online περιεχόμενο που προκύπτει με τη χρήση εργαλείων αναζήτησης. Οι εργαζόμενοι είναι πιο πιθανό να συμμετέχουν στην κοινωνική εκπαίδευση σε μια βάση όταν παραστεί συγκεκριμένη ανάγκη, αντί να την χρησιμοποιούν ως μέρος της επίσημης διαδικασίας κατάρτισης.

Ίσως επειδή οι μέθοδοι της κοινωνικής εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα προσαρμοσμένες ώστε να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που σχετίζονται με την εργασία, όταν αυτά προκύπτουν. Για παράδειγμα ένας εργαζόμενος στο τμήμα Πληροφορικής που αντιμετωπίζει άγνωστα τεχνολογικά προβλήματα μπορεί να στραφεί σε κάποιο σχετικό φόρουμ για να αναζητήσει συμβουλές. Το social learning, επίσης, δίνει την ευκαιρία στους λιγότερο εξωστρεφής εργαζόμενους να συμμετάσχουν ενεργά σε συνεργατικές δραστηριότητες εκπαίδευσης χωρίς τις πιέσεις που σχετίζεται με ένα παραδοσιακό περιβάλλον τάξης.

Επιπλέον, η κοινωνική εκπαίδευση συνδέεται με μια συγκεκριμένη ομάδα εταιρικών εφαρμογών που είναι σχεδιασμένες να συνδυάζουν τη συνεργασία και ανταλλαγή γνώσεων με μια σειρά από εργαλεία που μπορεί να προάγουν την άτυπη μάθηση στο πλαίσιο ενός οργανισμού. Περιλαμβάνουν εργαλεία για τη δημιουργία και την ανταλλαγή κοινωνικού περιεχομένου, όπως τα blogs , τα wikis και τα «θέματα» συζήτησης, οι απαντήσεις εμπειρογνωμόνων, τα κοινωνικά δίκτυα που μπορούν να μιμούνται τη λειτουργικότητα του site όπως το Facebook ή το LinkedIn, ενώ παράλληλα διατηρούν ένα αποδεκτό επίπεδο ασφάλειας, προστασίας της ιδιωτικής ζωής και του διοικητικού ελέγχου.

Το social learning παρουσιάζει άξιες αναφοράς προκλήσεις για τις επιχειρήσεις. Μπορεί να δημιουργούνται ανησυχίες για την ασφάλεια και την ιδιωτικότητα και ως μορφή άτυπης εκπαίδευσης μπορεί να είναι δύσκολο να οδηγεί το περιεχόμενο ώστε να καλύψουν συγκεκριμένες γνώσεις των εργαζομένων που σχετίζονται τόσο με τους δικούς τους όσο και με τους εταιρικούς στόχους. Ωστόσο, το social learning είναι μια εξαιρετικά πολύτιμη και δημοφιλής μέθοδος και διαδραματίζει έναν ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στην επόμενη γενιά τεχνολογιών e – Learning.

Mobile learning
Η αυξανόμενη χρήση των smart phones και tablets, σε συνδυασμό με τη διάδοση των κινητών συσκευών που άπαντες πλέον κατέχουν, δημιουργεί τόσο προκλήσεις όσο και ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις. Αφενός, σχεδόν κάθε εργαζόμενος έχει τώρα on-demand πρόσβαση σε μια ευρεία ποικιλία εργαλείων e-Learning και το αντίστοιχο περιεχόμενο. Από την άλλη πλευρά, η διαδικασία δημιουργίας και συντήρησης ενός περιεχομένου που αποκαλείται «m-Learning» περιεχόμενο ενδέχεται να προσθέσει κόστος και πολυπλοκότητα στις ήδη υπάρχουσες δραστηριότητες e-Learning της εταιρείας. Παρά την προστιθέμενη πολυπλοκότητα, οι δυνατότητες m-Learning αποτελούν σήμερα ένα ουσιαστικό μέρος της κάθε καινοτόμας στρατηγικής e-Learning.

Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη, σχεδόν το 70% των ερωτηθέντων ανέφερε το mobile learning ως ένα ουσιαστικό στοιχείο για το σύστημα διαχείρισης της εκπαίδευσης. Εκτός από την παροχή εξαιρετικής ευελιξίας στους εργαζόμενους να εκπαιδευτούν σύμφωνα με το δικό τους χρόνο και το δικό τους ρυθμό, το mobile learning μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό εργαλείο για τους εκπαιδευτές που θέλουν να σχεδιάσουν ένα blended e-Learning σύστημα.