Τα πρότυπα εταιρικής ακεραιότητας σε όλον τον κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα, ενισχύονται χάρη στην καθοδήγηση από τις ηγεσίες των επιχειρήσεων και την αυστηροποίηση του ρυθμιστικού περιβάλλοντος. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σημαντικές εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις για την ανοχή συμπεριφορών που παραβιάζουν την ακεραιότητα. Αυτά είναι μερικά από τα βασικά συμπεράσματα της παγκόσμιας έρευνας της ΕΥ, 2024 Global Integrity Report, η οποία κατέγραψε τις απόψεις 5.464 εργαζομένων από 53 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας. Σύμφωνα με αυτήν, το 19% των ερωτηθέντων από την Ελλάδα δηλώνει ότι ο οργανισμός του έχει αντιμετωπίσει ένα σημαντικό περιστατικό ακεραιότητας τα τελευταία δύο χρόνια. Τα πιο διαδεδομένα περιστατικά αφορούσαν συγκρούσεις συμφερόντων (32%), ζητήματα απορρήτου και ασφάλειας δεδομένων (26%), διαφθορά και δωροδοκία (21%), πρότυπα ESG (21%), δημόσιες γνωστοποιήσεις και οικονομικές αναφορές (21%), καθώς και απάτη και υπεξαίρεση (21%), ενώ στο 68% των περιστατικών αυτών στην Ελλάδα, εμπλεκόταν τρίτο μέρος. Επιπρόσθετα, το 44% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα πιστεύει ότι η συμμόρφωση με τα πρότυπα ακεραιότητας του οργανισμού του έχει βελτιωθεί τα τελευταία δύο χρόνια, με βασικές αιτίες την καθοδήγηση από τη διοίκηση ή την ηγεσία (73%) και τους αυστηρότερους κανόνες και την πίεση από τις ρυθμιστικές αρχές και τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου (41%). Επιπλέον, το 34% των Ελλήνων θα ήταν διατεθειμένο να παρακάμψει τους κανόνες για να βελτιώσει τις αποδοχές του ή την καριέρα του, με το 39% να ήταν διατεθειμένο να παραβιάσει την ακεραιότητα ή να διαπράξει απάτη, εφόσον του το ζητούσε η ανώτερη διοίκηση, ενώ το 43% θεωρεί ότι υπάρχουν managers που θα θυσίαζαν την ακέραιη συμπεριφορά, υπέρ του βραχυπρόθεσμου οφέλους του οργανισμού και 51% για βραχυπρόθεσμο προσωπικό οικονομικό του όφελος.

Το 52% στην Ελλάδα ένιωσε πίεση για να μην αναφέρει περιστατικά μη συμμόρφωσης
Η έρευνα της EY έδειξε ακόμα ότι το 29% των Ελλήνων εργαζόμενων έχει αναφέρει, στη διάρκεια των τελευταίων δυο ετών, περιστατικά παραβίασης των κανόνων, ενώ το 52% υποστήριξε ότι, σε περιπτώσεις που ανέφερε περιστατικά μη συμμόρφωσης, ένιωσε πίεση να μην το πράξει. Εντούτοις, το 38% είχε ανησυχίες για παραβατικές συμπεριφορές, τις οποίες τελικά δεν ανέφερε σε κάποιον αρμόδιο ή στη διοίκηση. Ως κύριοι λόγοι αναδεικνύονται η πεποίθηση ότι οι προβληματισμοί τους δεν θα έβρισκαν ανταπόκριση από την εταιρεία (47%), ή ότι δεν ήταν δική τους ευθύνη να αντιμετωπίσουν το περιστατικό (32%), καθώς και οι ανησυχίες για τη μελλοντική τους επαγγελματική εξέλιξη (26%) και η πίεση από τη διοίκηση να μην αναφέρουν τέτοια περιστατικά (24%). Την ίδια στιγμή, η ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για το whistleblowing στην ελληνική νομοθεσία φαίνεται να έχει βελτιώσει την εικόνα, χωρίς, ωστόσο, να επιφέρει ακόμη τα επιθυμητά αποτελέσματα. Έτσι, το 37% των Ελλήνων συμμετεχόντων επισημαίνει ότι έχει γίνει ευκολότερο για τους εργαζόμενους να αναφέρουν τις ανησυχίες τους, ενώ το 24% στην Ελλάδα δηλώνει ότι στον οργανισμό του προσφέρεται, πλέον, περισσότερη προστασία από αντίποινα.

Τεχνητή νοημοσύνη και Συμμόρφωση ESG
Παράλληλα, η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η διείσδυση της τεχνητής νοημοσύνης για την ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου και της ακεραιότητας, παραμένει χαμηλότερη στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο, αν και οι οργανισμοί στην Ελλάδα αντιλαμβάνονται τη σημαντικότητα των ελεγκτικών μηχανισμών και των μέτρων διαχείρισης των κινδύνων που απορρέουν από την ανάπτυξη και τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, παρά το γεγονός ότι φαίνεται να λαμβάνουν λιγότερα μέτρα σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο. Τέλος, παρά το γεγονός ότι το κανονιστικό πλαίσιο για το ESG αυστηροποιείται, το ποσοστό των ερωτηθέντων στην Ελλάδα που είναι εξοικειωμένοι με τους κανονισμούς ESG και τον αντίκτυπό τους στον οργανισμό τους όσον αφορά τα θέματα ακεραιότητας, παραμένει εξαιρετικά χαμηλό. Συγκεκριμένα, μόλις το 14% γνωρίζει πολλά ή αρκετά σχετικά με το θέμα, έναντι 30% στην Ευρώπη, 33% στις ανεπτυγμένες αγορές και 40% παγκοσμίως. Από την άλλη πλευρά, σχεδόν έξι στους 10 (59%) θεωρούν ότι ο οργανισμός τους είναι καλά προετοιμασμένος να ανταποκριθεί στις εξελισσόμενες απαιτήσεις για τις αναφορές και γνωστοποιήσεις ESG, όπως η Οδηγία CSRD.