Στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε, η κρίση, η οποία μαστίζει τις εργασιακές σχέσεις και έχει οδηγήσει σε ριζική αναθεώρηση το ισχύον καθεστώς που διέπει την απασχόληση, έχει επαναφέρει στο προσκήνιο κατά τρόπο επιτακτικό το συνταξιοδοτικό ζήτημα. Η παραμονή ή έξοδος από την επιχείρηση αναδεικνύεται σε μείζον δίλημμα για χιλιάδες εργαζομένους, υπό το βάρος των εξελίξεων σε εθνικό επίπεδο.

Η εργασία συνδέεται άρρηκτα με τη συνταξιοδοτική προοπτική. Είναι γεγονός ότι ο νεοεισερχόμενος στην αγορά εργασίας δεν μπορεί εύκολα να συνειδητοποιήσει ότι οι επιλογές που θα κάνει διαχρονικά στην απασχόληση θα καθορίσουν καταλυτικά τη συνταξιοδοτική του πορεία στο απώτερο μέλλον, καθώς επικεντρώνεται, κατά κύριο λόγο, στην ενδυνάμωση των σωματικών, ψυχικών και πνευματικών του δυνάμεων μέσα από την τριβή με το αντικείμενο εργασίας και στην απόκτηση εμπειρίας που θα τον καταστήσουν πιο ανταγωνιστικό έναντι άλλων.

Ωστόσο, ο χρόνος που διανύεται στην εργασία, σε συνδυασμό με τη φύση της εργασίας (εξαρτημένη ή μη), καθορίζουν τον ασφαλιστικό φορέα, από τον οποίο θα συνταξιοδοτηθεί (τούτο έχει μεγάλη σημασία στις περιπτώσεις της διαδοχικής ασφάλισης) και τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης (έτη ασφάλισης-όριο ηλικίας), οι οποίες θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά ή μη, ανά περίπτωση και ανά φορέα για τη λήψη της συνταξιοδοτικής παροχής.

Από τη θέσπιση των Νόμων 3863/2010, 3865/2010 και μετά (με τελευταία νομοθετική εξέλιξη τον Ν. 4093/2012), εισήχθη στην ορολογία της κοινωνικής ασφάλισης, η λεγόμενη «θεμελίωση δικαιώματος», όρος που ακούγεται συχνά πυκνά σε κάθε συζήτηση επί κοινωνικοασφαλιστικών ζητημάτων. Το κρισιμότερο ζήτημα, λοιπόν, για τη συνταξιοδότηση του ασφαλισμένου από οποιοδήποτε Ταμείο είναι το πότε θεμελιώνει και κατοχυρώνει συνταξιοδοτικό δικαίωμα. 

Η θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος προηγείται χρονικά της συνταξιοδότησης, σε πολλές δε περιπτώσεις λαμβάνει χώρα πολλά έτη πριν την αίτηση συνταξιοδότησης. Με απλά λόγια, θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος σημαίνει ότι ο ασφαλισμένος κατοχυρώνει («κλειδώνει») τους όρους και τις προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες θα εξέλθει της εργασίας του, όταν πληρεί σωρευτικά τον απαιτούμενο χρόνο ασφάλισης αλλά και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ελάχιστο απαιτούμενο όριο ηλικίας του ασφαλιστικού φορέα, από τον οποίο θα συνταξιοδοτηθεί.

Η κατοχύρωση αυτή είναι άκρως σημαντική, καθώς ο ασφαλισμένος, ο οποίος την έχει επιτύχει, θα συνταξιοδοτηθεί με ευνοϊκότερες διατάξεις, σε χέση με εκείνες που θα ισχύουν για τους λοιπούς ασφαλισμένους, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησής του για συνταξιοδότηση. Μάλιστα, η κατοχύρωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος, σε συνδυασμό με την αναγνώριση πλασματικών ετών, μπορεί να γλιτώσει τον ασφαλισμένο από αρκετά χρόνια επιπλέον εργασίας. Θα πρέπει, τέλος, να τονιστεί ότι η κατοχύρωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν σημαίνει ότι ο ασφαλισμένος θα διακόψει αναγκαστικά την εργασία του.

Αντιθέτως, μπορεί να συνεχίσει να εργάζεται κανονικά και είναι προσωπική του απόφαση το πότε θα υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης.Αλλά, ακόμη και αν ο ασφαλισμένος συνταξιοδοτηθεί, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η εργασία μπορεί να παρέχεται και μετά τη λήψη της συνταξιοδοτικής παροχής ή ακόμη και όταν η συνταξιοδοτική διαδικασία παραμένει εκκρεμής. Σε αυτή την περίπτωση, ομιλούμε περί της «απασχόλησης συνταξιούχου», η οποία προβλέπεται κανονικά στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο (Ν. 2676/99, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 3863/10).

Ειδικότερα, ο Ν. 3863/10 για τον ιδιωτικό τομέα τροποποιεί τις προϋποθέσεις, κάτω από τις οποίες μπορεί κάποιος συνταξιούχος να εργαστεί νόμιμα, ενώ ο μεταγενέστερος Ν. 3865/10 για το δημόσιο τομέα θέτει τα ίδια αυστηρά κριτήρια και για την εργασία των πολιτικών και στρατιωτικών συνταξιούχων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως το δίλημμα «ή εργαζόμενος ή συνταξιούχος» έχει ήδη τεθεί από τη θέσπιση των ανωτέρω Νόμων, καθώς, πέραν των αυστηρών όρων που προβλέπονται στην απασχόληση των συνταξιούχων, η σύνταξη στερείται σε όσους είναι κάτω των 55 ετών και αναλάβουν εργασία.

Συμπερασματικά, καθίσταται πρόδηλο ότι οι έννοιες «εργασία» και «συνταξιοδοτικό δικαίωμα» δεν τελούν απλώς σε σχέση συνάφειας, αλλά είναι αναπόσπαστες. Σε μια εποχή δε, που οι εργασιακές σχέσεις βρίσκονται σε απόλυτη ρευστότητα και αβεβαιότητα, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα, εφόσον η εργασιακή σχέση δεν εξελίσσεται ομαλά ή διακοπεί αιφνιδίως, μπορεί να θιγεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε είτε να ανασταλεί είτε να ματαιωθεί πλήρως η όποια συνταξιοδοτική προοπτική.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητηµάτων σχετικών µε εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε:
E: [email protected]
T: 210-6431387
F: 210-6460313