Η συνδικαλιστική δράση για την προστασία των συλλογικών συμφερόντων και τη βελτίωση των όρων εργασίας των εργαζομένων είναι μια διαρκής συμμετοχική διαδικασία και επιβάλλει στους εκπροσώπους των εργαζομένων το καθήκον και την ευθύνη άσκησης του έργου αυτού απέναντι στην εργοδοσία.
Ο προστατευτικός σκοπός των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας (ΣΣΕ) συνδέεται άμεσα με τη θεμελιώδη αρχή της εύνοιας υπέρ του εργαζομένου. Μόνο οι όροι των ατομικών συμβάσεων που είναι ευνοϊκότεροι για τους εργαζομένους υπερισχύουν των ρυθμίσεων των ΣΣΕ, αλλά και των νόμων, εκτός αν πρόκειται για διατάξεις με αμφιμερή αναγκαστική ενέργεια (κανόνες δημόσιας τάξης που ισχύουν αναγκαστικά και για τα δύο μέρη της εργασιακής σχέσης). Η προστατευτική αρχή αποτελεί το ακρογωνιαίο δομικό στοιχείο για τη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Ο νόμος που διέπει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και τις ΣΣΕ είναι ο Ν. 1876/1990, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, που στο σύνολό του εξασφάλιζε και προωθούσε μέχρι σήμερα ένα σύστημα ελεύθερης συλλογικής διαπραγμάτευσης. Ο ίδιος ήταν αποτέλεσμα «κοινωνικής συμφωνίας» που επιτεύχθηκε το 1990, με ομοφωνία όλων των κομμάτων της Βουλής και με την προηγούμενη συμφωνία των κορυφαίων οργανώσεων εργοδοτών και εργαζομένων.
Αλλαγές στην αγορά εργασίας
Ύστερα από 20 χρόνια ισχύος του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και ΣΣΕ του νόμου αυτού, οι ραγδαίες εξελίξεις στο οικονομικό περιβάλλον της χώρας, στο πλαίσιο της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, οδήγησαν στη λήψη επώδυνων μέτρων στα θέματα της λεγόμενης «αγοράς εργασίας». Οι νομοθετικές ρυθμίσεις που τέθηκαν σε ισχύ από την ενεργοποίηση του διεθνούς μηχανισμού δανεισμού της χώρας (Ν. 3845/2010, Ν. 3863/2010, Ν. 3899/2010, Ν. 4024/2011, Ν. 4046/2012, Π.Υ.Σ. 6/2012), αλλά και οι διεθνείς δεσμεύσεις της για τη λήψη περαιτέρω μέτρων, τόσο μέσω των αρχικών Μνημονίων όσο και των επικαιροποιημένων, έθεσαν στο στόχαστρο τις ΣΣΕ και τα κατώτατα όρια προστασίας της εργασίας για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, αγνοώντας τις πραγματικές αιτίες των στρεβλώσεων στην ελληνική αγορά εργασίας.
Με τα νέα μέτρα που τέθηκαν σε ισχύ από το 2010 και μετά, με τα οποία το κράτος με ρυθμίσεις μόνιμου χαρακτήρα παρενέβη στο σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων και στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, προκύπτει το ζήτημα της παραβίασης της συλλογικής αυτονομίας και κατ’ επέκταση σημαντικού περιορισμού της συνδικαλιστικής ελευθερίας. Όπως είναι γνωστό, σκοπός των συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι η προαγωγή των εργασιακών, οικονομικών, ασφαλιστικών, κοινωνικών και συνδικαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων.
Κορυφαία εκδήλωση άσκησης των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και ελευθεριών αλλά και υλοποίησης της συνδικαλιστικής δράσης αποτελεί η δυνατότητα των συνδικαλιστικών οργανώσεων σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η τήρησή τους από τα αντισυμβαλλόμενα μέρη.
Μέτρα προσωρινού ή μόνιμου χαρακτήρα;
Ένα κρίσιμο ερώτημα που τίθεται λοιπόν όλο αυτό το διάστημα είναι εάν αυτά τα μέτρα είναι προσωρινά ή έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Η απάντηση είναι ότι, εφόσον δεν προβλέπεται από κάποιον νόμο συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο τα μέτρα αυτά θα είναι σε ισχύ, τότε δεν μπορούμε παρά να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για παρεμβάσεις μόνιμου χαρακτήρα σε βάρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων.
Το βασικό «πείραμα», που έχει ήδη αρχίσει από το Μάιο του 2010 συνεχίζεται μέχρι σήμερα και, με κάθε βεβαιότητα θα συνεχισθεί στο πλαίσιο εφαρμογής των όρων των επόμενων δανειακών συμβάσεων της Ελλάδας, γίνεται υπό τη μόνιμη απειλή και υπενθύμιση της κατάργησης των ελάχιστων ορίων προστασίας της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ.
Με στόχο την τελική επίτευξη αυτού του αποτελέσματος έχουν επιβληθεί ταυτόχρονα και συνδυαστικά μέτρα, με τα οποία γίνεται βίαιη κρατική παρέμβαση στο σύστημα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, μειώνεται η διαπραγματευτική δύναμη και αποδυναμώνονται συνεχώς ο ρόλος και τα μέσα των μαζικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.