Η εργασία διαμέσου Εταιρείας Προσωρινής Απασχόλησης (ΕΠΑ), αποτελεί μια από τις μορφές εναλλακτικής απασχόλησης, η οποία σημειώνει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.

Οι εταιρείες προσωρινής απασχόλησης έκαναν νομοθετικά την πρώτη τους εμφάνιση με το Ν. 2956/2001, όπου ρητά πλέον θεσπίστηκε το θεσμικό πλαίσιο προσωρινής απασχόλησης. Η ψήφιση του νόμου αυτού είχε ως στόχο τη ρύθμιση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.

Η εργασία μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης ορίζεται ως «απασχόληση προκαθορισμένης χρονικής διάρκειας που σαν στόχο έχει την κάλυψη των βραχυχρόνιων αναγκών μιας επιχείρησης», ενώ κύριο χαρακτηριστικό της είναι η τριμερής σχέση ανάμεσα στην εταιρεία προσωρινής απασχόλησης (άμεσος εργοδότης), στον εργαζόμενο και στην εταιρεία που «μισθώνει» τις υπηρεσίες του εργαζομένου αυτού προκειμένου να καλύψει έκτακτες ανάγκες της (έμμεσος εργοδότης).

Όμως το νομοθετικό πλαίσιο που χάρασσε ο Ν. 2956/2001, αν και αποτελούσε το πρώτο βήμα για τη διασφάλιση των προσωρινά απασχολούμενων εργαζομένων δεν ήταν αρκετό. Χαρακτηριστικά, μπορούμε να αναφέρουμε τη διάρρηξη της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, αφού οι εργαζόμενοι μέσω εταιρείας προσωρινής απασχόλησης δεν ασφαλίζονταν και αμείβονταν αρκετά λιγότερο από τους «κανονικούς εργαζομένους», ενώ ήταν ευάλωτοι σε παροχή εργασίας με καταχρηστικούς όρους, αφού συχνά οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης ήταν το προκάλυμμα για την ικανοποίηση όχι πρόσκαιρων αλλά πάγιων αναγκών της επιχείρησης.

Ο νέος νόμος 3846/2010 δεν είναι παρά η αποκρυστάλλωση της αναπόδραστης κοινωνικής ανάγκης για πληρέστερη ρύθμιση της θέσης των προσωρινά απασχολούμενων και εξίσωσης τους με τον κύριο όγκο των εργαζομένων.

Αναλυτικότερα, αναφέρεται πλέον ρητά πως «η παραχώρηση μισθωτού σε έμμεσο εργοδότη επιτρέπεται μόνο για συγκεκριμένους λόγους που δικαιολογούνται από έκτακτες, πρόσκαιρες ή εποχιακές ανάγκες».

Έτσι, επιχειρείται η καταπολέμηση του φαινομένου των καταχρηστικών συμβάσεων μερικής απασχόλησης, οι οποίες προσπαθούν να συνδυάσουν φθηνότερο εργατικό δυναμικό με την κάλυψη πάγιων αναγκών της εκάστοτε επιχείρησης.

Επίσης, γίνεται επιτέλους αναφορά στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, και πλέον ορίζεται ρητά πως «οι όροι εργασίας των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας προσωρινής απασχόλησης, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι αποδοχές, κατά τη διάρκεια της τοποθέτησής τους στον έμμεσο εργοδότη είναι τουλάχιστον αυτοί που θα εφαρμόζονταν αν οι εργαζόμενοι είχαν προσληφθεί απευθείας από τον εν λόγω εργοδότη για να καταλάβουν την ίδια θέση».

Επιπλέον, διασφαλίζεται το δικαίωμά τους να διεκδικήσουν μόνιμες θέσεις εργασίας στην επιχείρηση, ακριβώς όπως και οι άλλοι εργαζόμενοι, γεγονός που αποδομεί το χαρακτήρα της μερικής απασχόλησης ως πάντα ευκαιριακής και πρόσκαιρης. Αξίζει να σημειωθεί πως ο νέος νόμος θωρακίζει, δευτερευόντως βέβαια, τους μερικά απασχολούμενους παρέχοντάς τους τη δυνατότητα συμμετοχής στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, αφού πλέον ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να παρέχει πληροφορίες για τον αριθμό των προσωρινά απασχολούμενων, το σχέδιο χρήσης τους, καθώς και για τις προοπτικές πρόσληψής τους απευθείας από αυτόν, αν και πουθενά δε γίνεται μνεία για τη δυνατότητά τους να εγγραφούν στο αντίστοιχο κλαδικό σωματείο.

Μερικές ακόμη σημαντικές μεταβολές που φέρνει η ψήφιση του νέου νόμου είναι το όριο ανώτατης απασχόλησης με σύμβαση μερικής απασχόλησης το οποίο μειώνεται στους 12 μήνες, που μπορούν στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος αναπληρώνει μισθωτό του οποίου η σύμβαση είναι για οποιονδήποτε λόγο σε αναστολή, να φτάσουν συνολικά τους 18.

Η υπέρβαση του ορίου συνεπάγεται και την τροπή της σύμβασης σε αορίστου χρόνου με τον έμμεσο εργοδότη, προστατεύοντας έτσι πληρέστερα το εργασιακό μέλλον του εργαζομένου. Τη μεγαλύτερη τομή όμως αποτελεί το γεγονός ότι για όσο χρόνο ο εν δυνάμει εργαζόμενος παραμένει στην εταιρεία προσωρινής απασχόλησης ή για όσο χρόνο παρέχει υπηρεσίες στον έμμεσο εργοδότη, υπάγεται στον κλάδο παροχής ασθενείας του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και στον επικουρικό φορέα ΕΤΕΑΜ.

Τέλος, αυξάνονται οι περιπτώσεις στις οποίες απαγορεύεται η απασχόληση σε έμμεσο εργοδότη. Συγκεκριμένα αυτές συντρέχουν, όταν αντικαθίστανται εργαζόμενοι που απεργούν, όταν ο έμμεσος εργοδότης το προηγούμενο εξάμηνο είχε πραγματοποιήσει απολύσεις εργαζομένων της ίδιας ειδικότητας για οικονομοτεχνικούς λόγους, όταν ο έμμεσος εργοδότης το προηγούμενο δωδεκάμηνο είχε πραγματοποιήσει ομαδικές απολύσεις, όταν η εργασία λόγω της φύσης της εγκυμονεί ιδιαίτερους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων και όταν ο απασχολούμενος υπάγεται στις ειδικές διατάξεις περί ασφαλίσεων εργατοτεχνιτών οικοδόμων.