Η ιστορία απ’ την αρχή: H Γενιά Y απαρτίζεται από όσους έχουν γεννηθεί από το 1980 έως το 2000. Σύμφωνα με μετρήσεις φόρμουλας που καθορίζουν την ευτυχία, μέρος αυτής της γενιάς δηλώνει σε μεγάλο ποσοστό δυστυχισμένο.

Συγκεκριμένα, η φόρμουλα αυτή υποδεικνύει πως, όταν η πραγματικότητα προκύπτει καλύτερη από τις προσδοκίες κάποιου, το αποτέλεσμα κλίνει προς την αίσθηση ευτυχίας, ενώ όταν οι προσδοκίες απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, τότε το άτομο δηλώνει δυστυχισμένο. Ας εξετάσουμε λοιπόν γιατί άτομα αυτής της γενιάς δηλώνουν δυστυχισμένα, λαμβάνοντας υπ’ όψη έναν πολύ σημαντικό παράγοντα – τη γενιά που τους γέννησε, ανέθρεψε και εκπαίδευσε. Η γενιά αυτή αποκαλείται Baby Boomers (γεννημένοι κατά τη δεκαετία του 1950) και έζησε σε μια εποχή όπου, μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την παρακμή που γνώρισαν οι δικοί τους γονείς, “εκπαιδεύτηκε” να αποκτήσει σταθερότητα στην καριέρα και την καθημερινότητά της. Και το κατάφερε! Κι αυτό, γιατί όντως μέσα από την πορεία της, η γενιά πραγματοποίησε πολύ περισσότερα από όσα προσδοκούσε, γνωρίζοντας ότι αυτό θα ήταν εφικτό, αρκεί να δούλευε πολύ σκληρά και για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι συνθήκες και οι “απολαβές” αυτές, άφησαν τη γενιά πολύ ικανοποιημένη και αισιόδοξη.

Έτσι ξεκίνησαν οι Baby Boomers, με τα παραπάνω βιώματα κι αισθήματα, να μεταλαμπαδεύουν στα παιδιά τους (Γενιά Y) παρόμοια κίνητρα και πρότυπα. Κοινώς, ότι μπορούν να επιλέξουν όποιο επάγγελμα θέλουν και να κερδίσουν σταθερότητα στην καριέρα τους. Η διαφορά βέβαια στην πράξη ήταν, ότι τα παιδιά μεγαλώνοντας υπό αυτές τις συνθήκες, ανέπτυξαν πολύ μεγαλύτερες προσδοκίες από τους γονείς τους, πιστεύοντας πραγματικά ότι τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην ευτυχία μέσα απ’ την καριέρα τους. Οι προσδοκίες τους για το τελικό αποτέλεσμα, έφταναν σε τέτοιο βαθμό που θεωρούσαν ότι θα έχουν πολύ καλύτερη μοίρα από τους γονείς τους. Τουτέστιν, όχι απλά μια σταθερή εργασία, αλλά μια καριέρα που θα τους ολοκληρώνει καθολικά σαν όντα, ακριβώς όπως την ονειρεύονται.

Όλα τα παραπάνω, σαν να μην έφταναν για να κακομάθουν τη Γενιά Y, “έδεναν” ακόμα πιο επικίνδυνα με το ότι κάθε γονιός αποκαλούσε το παιδί του “πολύ ξεχωριστό”, το εκπαίδευε να φαντασιώνεται ότι θα μεγαλουργήσει εύκολα και ότι η μοίρα, του επιφυλάσσει κοινωνικές, επαγγελματικές και κερδοφόρες εκπλήξεις – κι αυτό μέσα στα πλαίσια του φυσιολογικού. Έτσι, σημαντικό ποσοστό της Γενιάς Y μεγάλωνε, πιστεύοντας στην εύκολη επαγγελματική αποκατάσταση (με απλές διαδικασίες), σαν να είναι κάτι που “δικαιούται”. Το μόνο που αρκούσε, ήταν να επιλέξει τι ακριβώς επιθυμεί να εξασκήσει.

Η πραγματικότητα, απ’ την άλλη πλευρά, ήταν πολύ διαφορετική από τις παραπάνω “εκπαιδεύσεις/φαντασιώσεις” και προσδοκίες. Για την επαγγελματική αποκατάσταση της Γενιάς Y, φάνηκε περίτρανα ο κόπος και ο ιδρώτας που απαιτείται. Παρ’ όλα αυτά και σύμφωνα με έρευνες καθηγητή του Πανεπιστημίου του New Hampshire, η γενιά δυσκολεύεται να αποδεχθεί τόσο τα παραπάνω γεγονότα, όσο και γενικά την αρνητική κριτική, και τείνει να έχει υπερβολική δόση αυτοπεποίθησης. Εξ ου και προκύπτει μεγάλο ποσοστό αυτής, να παρουσιάζει σημαντικές τάσεις απογοήτευσης, άγχους, μελαγχολίας, ακόμα και κατάθλιψης. Το φαινόμενο έρχεται να ενισχύσει και η τάση του μέσου κοινωνικής δικτύωσης Facebook που εμπνέει τους χρήστες να σκαρφίζονται και να παρουσιάζουν μια τεχνητή πραγματικότητα ευτυχίας, κοινωνικής και επαγγελματικής εξέλιξης και επιτυχίας.

Πώς λοιπόν, μετά από τόση κατακόρυφη “γείωση” προσδοκιών και σύγκριση που προκύπτει με άλλα τεχνητά μοντέλα ζωής και εργασίας στα Social Media (που κρύβουν τη δική τους δυστυχία πίσω από δημοφιλή profiles), να μην οδηγηθεί μεγάλο μέρος της Γενιάς Y στην δυστυχία; Αντίδοτο στα παραπάνω; Ας μείνουμε στο ότι, σίγουρα, όλοι είμαστε ξεχωριστοί. Η εργασία όμως, η απόδειξη αξιών, γνώσεων και δεξιοτήτων, ήταν και παραμένει αποτέλεσμα σκληρής προσπάθειας και εργασίας. Πόσο μάλλον στις δύσκολες συνθήκες που βιώνουμε όλοι – παλαιότερες γενιές ως θεατές και νεότερες ως βιοπαλαιστές.

[Πληροφορίες και κύρια έμπνευση έχει αντληθεί από το άρθρο: http://goo.gl/LPBTMy]