Οι εργασιακοί πόροι ενισχύουν την εργασιακή ευζωία και την εργασιακή απόδοση, γιατί προσφέρουν τα μέσα για την επίτευξη των εργασιακών στόχων.

Αυτό που απασχολεί τους οργανισμούς διαχρονικά είναι πώς μπορούν να βελτιώσουν την εργασιακή απόδοση των μελών τους. Αν και οι τρόποι είναι πολλοί, η έρευνα στο πεδίο της οργανωσιακής ψυχολογίας αναδεικνύει τη σημασία της εργασιακής ευζωίας για την ενίσχυση της εργασιακής απόδοσης. Πολύ απλά, τα εργαζόμενα άτομα που είναι ευτυχισμένα στην εργασία τους και νιώθουν ενθουσιασμό και περηφάνεια για τη δουλειά που κάνουν, μπορούν και θέλουν να επενδύσουν ενέργεια και προσπάθεια όχι μόνο για να φέρουν εις πέρας τα καθήκοντά τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αλλά και για να συμβάλουν στην ανάπτυξη του οργανισμού. Μπορούν, γιατί τα θετικά συναισθήματα τους ενεργοποιούν να δράσουν. Θέλουν, γιατί νιώθουν ότι έτσι ανταποδίδουν για τις θετικές εμπειρίες που τους προσφέρει ο οργανισμός.

Τι είναι, όμως, αυτό που κάνει τα εργαζόμενα άτομα να νιώθουν καλά στη δουλειά τους; Αν σκεφτούμε μια καθημερινή μέρα στη δουλειά, θα λέγαμε ότι μάλλον θα νιώθαμε καλύτερα, αν είχαμε λιγότερα πράγματα να κάνουμε ή αν οι πελάτες μας μάς συμπεριφέρονταν με μεγαλύτερο σεβασμό και ευγένεια. Αν και αυτοί οι παράγοντες είναι σημαντικοί για την εργασιακή μας ευζωία, συχνά, βρίσκονται έξω από τον έλεγχό μας ή ακόμα και έξω από τον έλεγχο του ίδιου του οργανισμού. Επομένως, τι μένει; Η απάντηση είναι οι εργασιακοί πόροι.

Σύμφωνα με τη θεωρία εργασιακών απαιτήσεων-πόρων (Bakker & Demerouti, 2017), oι εργασιακοί πόροι είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά του φυσικού και ψυχοκοινωνικού περιβάλλοντος της εργασίας που έχουν τρεις λειτουργίες: α. βοηθούν στην καλύτερη διαχείριση των εργασιακών απαιτήσεων, αποτρέποντας τις αρνητικές τους συνέπειες, β. αποτελούν τα μέσα για την επίτευξη των εργασιακών στόχων, και γ. ενισχύουν την προσωπική ανάπτυξη. Χαρακτηριστικά παραδείγματα πόρων είναι η υποστήριξη από τους συναδέλφους, η συστηματική καθοδήγηση από τον/την προϊστάμενο/η και η δυνατότητα να αποφασίζουμε με ποιον τρόπο θα ολοκληρώσουμε μια εργασία.

Όταν τα επίπεδα εργασιακών πόρων είναι υψηλά, τα εργαζόμενα άτομα έχουν δύο δυνατότητες. Η πρώτη είναι να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους πόρους για να διαχειριστούν πιο αποτελεσματικά τις εργασιακές τους απαιτήσεις και άρα, να μετριάσουν τις αρνητικές επιπτώσεις των απαιτήσεων στην ενέργειά τους. Για παράδειγμα, σε συνθήκες υψηλού φόρτου, οι εργαζόμενοι που μπορούν να ζητήσουν βοήθεια από τους συναδέλφους τους, διαχειρίζονται αποτελεσματικότερα τον φόρτο, μετριάζοντας την κόπωση και τις αρνητικές επιπτώσεις της στην εργασιακή απόδοση. Η δεύτερη δυνατότητα είναι να χρησιμοποιήσουν τους διαθέσιμους πόρους για να πετύχουν τους εργασιακούς τους στόχους και άρα, να παραμείνουν κινητοποιημένοι και να έχουν καλύτερη απόδοση. Για παράδειγμα, η υποστήριξη από τους συναδέλφους κάνει τα άτομα να νιώθουν σιγουριά ότι μπορούν να τα καταφέρουν, με αποτέλεσμα να θέλουν και να μπορούν να επενδύσουν προσπάθεια στην εργασία.

Συμπερασματικά, οι εργασιακοί πόροι είναι το κλειδί για την ενίσχυση της εργασιακής ευζωίας και, μέσω αυτής, της εργασιακής απόδοσης. Επομένως, οι οργανισμοί πρέπει να εμπλουτίζουν τα εργασιακά περιβάλλοντα με πόρους μέσω του εργασιακού (επανα)σχεδιασμού. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι οι εργαζόμενοι μπορούν να αναλάβουν πρωτοβουλίες για τη βελτίωση του εργασιακού τους περιβάλλοντος, αναζητώντας περισσότερους πόρους, όταν αυτοί δεν υπάρχουν. Αυτές οι τεχνικές είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές για την ενίσχυση του νοήματος της εργασίας και την άνθιση του εργατικού δυναμικού.

SHORT BIO
H Δέσποινα Ξανθοπούλου είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Οργανωσιακής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Α.Π.Θ. Έλαβε το διδακτορικό της από το Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και στη συνέχεια εργάστηκε ως μετα-διδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο Εράσμους του Ρόττερνταμ και ως Λέκτορας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το ερευνητικό της έργο έχει συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό ετεροαναφορών. Είναι Αναπληρώτρια Σύνταξης του European Journal of Work and Organizational Psychology και συντονίστρια του Κλάδου Εργασιακής και Οργανωσιακής Ψυχολογίας της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας. Τέλος, διαθέτει σημαντική εμπειρία στη συμβουλευτική οργανισμών.