Ζητήματα συνταγματικότητας τίθενται από τη νομοθετική επέμβαση στη ρύθμιση των αποδοχών.

Με το άρθρο 1 παρ. 6 του νόμου 4046/2012 και την εφαρμοστική Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, στα πλαίσια της σύναψης της νέας δανειακής σύμβασης της χώρας, νομοθετήθηκαν αλλαγές στο δίκαιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και μείωση των κατωτάτων ορίων μισθών. Οι ρυθμίσεις αυτές δικαιολογήθηκαν από την ανάγκη εφαρμογής συνολικών και σημαντικών διαρθρωτικών ρυθμίσεων, με στόχο την τόνωση της απασχόλησης και της παραγωγής και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Σύμφωνα με αυτά, από 14-2-2012 και μέχρι την ολοκλήρωση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, τα κατώτατα διαμορφωμένα όρια μισθών και ημερομισθίων της από 15-7-2010 ισχύουσας Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όπως αυτά προβλέπονταν και ίσχυαν κατά την 1-1-2012, μειώνονται κατά 22%. Επίσης, μειώνονται κατά 32% τα κατώτατα διαμορφωμένα όρια μισθών για νέους, ηλικίας κάτω των 25 ετών και για τους μαθητευόμενους.

Περαιτέρω, αναστέλλονται οι διατάξεις του νόμου και των συλλογικών συμβάσεων που προβλέπουν αυτόματες αυξήσεις μισθών, περιλαμβανομένων εκείνων περί υπηρεσιακών ωριμάνσεων, με μόνη προϋπόθεση την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας, όπως ενδεικτικά το επίδομα πολυετίας. Το «πάγωμα» των ωριμάνσεων σημαίνει ότι δεν πρόκειται να χορηγηθεί καμία αύξηση λόγω συμπλήρωσης ετών προϋπηρεσίας.

Ομοίως και το επίδομα ωρίμανσης διατηρείται αλλά σε αναστολή και καταβάλλεται ως έχει διαμορφωθεί χωρίς καμία αύξηση. Αλλαγές επήλθαν και σχετικά με τη χρονική διάρκεια των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και τη μετενέργεια των όρων τους μετά τη λήξη ή καταγγελία τους.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 ν. 1876/1990, προβλέπεται η παράταση ισχύος μιας συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε, δηλαδή ότι οι κανονιστικοί όροι της εξακολουθούν να ισχύουν επί ένα εξάμηνο και εφαρμόζονται και στους εργαζομένους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό. Η ίδια διάταξη προβλέπει, επίσης, τη μετενέργεια ισχύος μιας συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε, μετά την πάροδο του εξαμήνου της παράτασης, δηλαδή ότι οι υφιστάμενοι όροι εργασίας εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου λυθεί ή τροποποιηθεί η ατομική σχέση εργασίας.

Κατά το διάστημα της μετενέργειας, οι ατομικές σχέσεις εργασίας μπορούν να τροποποιούνται και με οποιοδήποτε τρόπο (λ.χ., νέα ατομική σύμβαση εργασίας) και προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, δηλαδή και εις βάρος των εργαζομένων.

Με τις νέες διατάξεις το διάστημα της παράτασης ισχύος των ΣΣΕ περιορίζεται από έξι σε τρεις μήνες. Ορίζεται επίσης ότι «εάν δεν συναφθεί νέα συμφωνία, μετά το διάστημα αυτό, η αμοιβή θα επανέλθει στο βασικό μισθό και τα επιδόματα ωρίμανσης, τέκνων, εκπαίδευσης και βαρέων επαγγελμάτων θα συνεχίσουν να ισχύουν, έως ότου αντικατασταθούν από εκείνα της νέας συλλογικής σύμβασης ή των νέων ή τροποποιημένων ατομικών συμβάσεων».

Περιορίζεται, δηλαδή, η μετενέργεια σε ορισμένους μόνο όρους της συλλογικής σύμβασης εργασίας και οι λοιπές αποδοχές των εργαζομένων θα μπορούν να μειώνονται χωρίς, πλέον, να είναι αναγκαία η συμφωνία των εργαζομένων, ενώ δεν θα είναι εφαρμοστέες διατάξεις, οι οποίες αναφέρονται σε άλλα, πλην των μισθολογικών, ζητήματα.

Η προβληματική διάταξη, σύμφωνα με την οποία κανονιστικοί όροι ΣΣΕ που έχει ήδη λήξει ή καταγγελθεί ισχύουν για ένα τρίμηνο από την ισχύ του ν. 4046/2012, όπως έχει ερμηνευτεί και από εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας, ισχύει μόνο για ΣΣΕ οι οποίες έληξαν ή καταγγέλθηκαν εντός του τελευταίου εξαμήνου πριν την έναρξη ισχύος του νόμου, δίνοντάς τους ένα επιπλέον τρίμηνο παράτασης. ΣΣΕ που έχουν λήξει ή καταγγελθεί και έχει παρέλθει και το εξάμηνο παράτασής τους πριν την ισχύ του νόμου δεν δεσμεύουν τον εργοδότη στις νέες προσλήψεις και δεν υφίσταται ανάγκη τροποποίησης των ήδη συμφωνηθέντων με ατομική σύμβαση εργασίας.

Οι ρυθμίσεις αυτές, ως απόρροια της οικονομικής κρίσης, επιδρούν και αλλάζουν σε μεγάλο βαθμό τον διαμορφωμένο χώρο των εργασιακών σχέσεων,  ενώ υπάρχουν έντονα στοιχεία κρατικού παρεμβατισμού στην συλλογική αυτονομία των κοινωνικών εταίρων για την ελεύθερη ρύθμιση των όρων εργασίας, θέτοντας ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Εν προκειμένω, οι ρυθμίσεις δικαιολογήθηκαν από λόγους γενικότερου συμφέροντος συνδεόμενοι με τη λειτουργία της εθνικής οικονομίας. Το αν η νομοθετική επέμβαση δικαιολογείται θα κριθεί από τα Δικαστήρια, τα οποία πάντως έως τώρα φαίνονται να δέχονται τους λόγους γενικότερου συμφέροντος.

Για περισσότερες πληροφορίες επί ζητημάτων σχετικών με εργασιακές σχέσεις επικοινωνήστε: E: [email protected], T: 210-6431387, F: 210-6460313.