Με τον πρόσφατο νόμο 4024/2011 απλοποιείται η διαδικασία σύναψης επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας, δίνεται προβάδισμα στην επιχειρησιακή ΣΣΕ έναντι της κλαδικής, ενισχύεται ο θεσμός της ένωσης προσώπων και αναστέλλεται η κήρυξη των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ ως γενικών υποχρεωτικών.
Εναλλακτικές που δίνουν την ευκαιρία σε εργοδότες και εργαζόμενους μέσω των συλλογικών διαπραγματεύσεων να οδηγούνται σε λύσεις προσφορότερες και για τις δύο πλευρές, ενισχύοντας τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων σε μία περίοδο οικονομικής δυσπραγίας και μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών.
Σε κάθε επιχείρηση ανεξάρτητα από τον αριθμό των εργαζομένων δύναται να συνάπτεται επιχειρησιακή ΣΣΕ, από την πλευρά των εργαζομένων, κατά προτεραιότητα, από την πλέον αντιπροσωπευτική συνδικαλιστική οργάνωση της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσης, στην οποία υπάγονται οι περισσότεροι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από τη θέση ή την ειδικότητά τους είτε από το πρωτοβάθμιο κλαδικό σωματείο.
Για πρώτη φορά, πλέον, επιχειρησιακή ΣΣΕ μπορούν να καταρτίζουν και ενώσεις προσώπων (ν.1264/1982), σε περίπτωση που δεν υπάρχει επιχειρησιακή συνδικαλιστική οργάνωση.
Ενώσεις προσώπων ιδρύονται ανεξαρτήτως του αριθμού των εργαζομένων στην επιχείρηση και χωρίς χρονικό περιορισμό, ενώ για την ίδρυσή τους απαιτείται τουλάχιστον συμμετοχή των 3/5 των εργαζομένων και όχι αναγκαία συμμετοχή 10 εργαζομένων όπως ίσχυε προηγουμένως. Σημαντική αλλαγή που πρόκειται να επηρεάσει τις επιχειρήσεις και πιθανότατα να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά τους μέσω της μείωσης των εξόδων, αφορά τη διαφορετική ρύθμιση των σχέσεων επιχειρησιακής και κλαδικής ΣΣΕ. Μέχρι σήμερα ίσχυε η αρχή της εύνοιας, δηλαδή σε περίπτωση συρροής κλαδικής και επιχειρησιακής ΣΣΕ με δυσμενέστερους όρους για τους εργαζομένους, υπερίσχυε η κλαδική ΣΣΕ.
Βάσει του προγενέστερου καθεστώτος, οι εργαζόμενοι της επιχείρησης που κατάρτιζαν επιχειρησιακές ΣΣΕ με δυσμενέστερες ρυθμίσεις από εκείνες της κλαδικής, μπορούσαν να επικαλεστούν την κλαδική ΣΣΕ και κατ’ ουσίαν να ακυρώσουν τους δυσμενέστερους όρους, οδηγώντας και τις επιχειρήσεις σε αδυναμία κάλυψης των αναγκών.
Ωστόσο, οι επιχειρησιακές ΣΣΕ, που υπογράφονται από την ισχύ του νόμου και μετά, θα ισχύουν ακόμη και αν περιέχουν δυσμενέστερες ρυθμίσεις της ισχύουσας κλαδικής ΣΣΕ όχι όμως και των εθνικών γενικών ΣΣΕ. Περαιτέρω η αναστολή κήρυξης των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ ως γενικών υποχρεωτικών πρόκειται να επηρεάσει τις επαγγελματικές συνθήκες. Με την αναστολή κήρυξης των ΣΣΕ ως γενικών υποχρεωτικών από τον Υπουργό Εργασίας, οι κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές ΣΣΕ, που θα συνάπτονται εφεξής θα δεσμεύουν μόνο τους εργοδότες και εργαζομένους, οι οποίοι είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, ενώ οι μη συμμετέχοντες στις συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν θα δεσμεύονται.
Όσον αφορά τους τελευταίους θα μπορούν είτε με ατομικές συμφωνίες να καθορίζουν ειδικότερα τους όρους εργασίας είτε μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων να συνάπτουν επιχειρησιακές ΣΣΕ σε επίπεδο βέβαια επιχείρησης, οι οποίες θα ανταποκρίνονται και ουσιαστικότερα στις ανάγκες και τη βιωσιμότητά της επιχείρησης.
Επιπλέον, για όσες ΣΣΕ κηρυχθούν υποχρεωτικές στο μέλλον, μετά την παύση ισχύος του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, από το οποίο εξαρτάται και η ισχύς του μέτρου αυτού, η επέκταση της ισχύος τους θα αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης στο ΦΕΚ και όχι από την ημερομηνία έκδοσης ή την υποβολή της αίτησης με την οποία ζητείται η επέκταση. Τέλος, επιταχύνεται και η διαδικασία ίδρυσης συνδικαλιστικής οργάνωσης με τη μορφή του σωματείου καθώς και η τροποποίηση του καταστατικού του. Η συζήτηση αναφορικά με την αίτηση εγγραφής στο βιβλίο σωματείων δεν θα ξεπερνά τις 10 ημέρες, ενώ η σχετική δικαστική απόφαση θα εκδίδεται και θα δημοσιεύεται αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός 48 ημερών.
Τα νέα μέτρα, τα οποία έχουν χρόνο ισχύος αντίστοιχο του Μεσοπρόθεσμου Πλαίσιου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, προσφέρουν στήριξη στις επιχειρήσεις, παρέχουν τη δυνατότητα προσαρμογής των επιχειρήσεων στις νέες συνθήκες της αγοράς και σκοπεύουν στη διατήρηση των θέσεων εργασίας, βελτιώνοντας παράλληλα την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Επιπλέον, το μέτρο αυτό προστατεύει και τους εργαζομένους, οι οποίοι προσωρινά ανέχονται συρρίκνωση των κεκτημένων τους, ωστόσο μακροπρόθεσμα στηρίζουν τις επιχειρήσεις τους και την αγορά, διατηρώντας παράλληλα τις θέσεις απασχόλησής τους, συνεπικουρώντας τέλος και στη δημιουργία νέων.