H απρόσκοπτη προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, μέσω της λήψης προληπτικών θεσμικών μέτρων, αποτελούσε ανέκαθεν τον απώτερο σκοπό του νομοθέτη. Σήμερα, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται και στους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες, όπως το εργασιακό στρες, έτσι ώστε πλέον να μιλάμε για την «ευζωία στην εργασία».
Γράφει η Φανή Μπατσίλα, Δικηγόρος, LLM, ΚΡΕΜΑΛΗΣ Δικηγορική Εταιρεία

Θεμελιώδους σημασίας για την προάσπιση της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων αποτέλεσε η θέσπιση της Οδηγίας-πλαισίου 89/391, που μεταφέρθηκε αρχικά στο ελληνικό δίκαιο με το π.δ. 17/1996, προτού κωδικοποιηθεί στον ν. 3850/2010, ενώ ρητή αναφορά στο εργασιακό στρες και στην πρόληψη και διαχείριση των προβλημάτων του επιχείρησε και η ΕΓΣΣΕ 2008-2009. Η ανωτέρω Οδηγία έχτισε έναν πυρήνα προστασίας της υγείας και της ασφάλειας στους χώρους εργασίας, ως απόρροια της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη, διαμορφώνοντας ενιαίους ελάχιστους κανόνες, ενώ παράλληλα θέσπισε ένα γνήσιο δικαίωμα των εργαζομένων σε ασφαλείς συνθήκες εργασίας. Στους στόχους της ανήκει και η προάσπιση της ψυχικής υγείας, ήτοι της κατάστασης συναισθηματικής ευεξίας στην οποία το άτομο αντιλαμβάνεται τις ικανότητες του, δύναται να αντιμετωπίζει τα άγχη της καθημερινότητας και να εργαστεί παραγωγικά. Μάλιστα, στο άρθρο 42 του ν. 3850/2010 ορίζεται ειδικώς πως η ανάθεση καθηκόντων από τον εργοδότη στον τεχνικό ασφαλείας ή και στον ιατρό εργασίας, δεν τον απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις και την ευθύνη του.

Ανάλογη θέση έχει υιοθετήσει και η νομολογία της χώρας μας, η οποία στην ερμηνεία του εργατικού ατυχήματος εμπεριέχει και τους ψυχοκοινωνικούς κινδύνους. Με την ΑΠ 998/2012 απόφαση κρίθηκε ότι απόπειρα εργαζομένης να αυτοκτονήσει ως συνέπεια έντονου διαπληκτισμού με τον εργοδότη της κατά τη διάρκεια του ωραρίου της, συνιστά εργατικό ατύχημα ενόψει της ψυχολογικής πίεσης που υφίστατο σχετικά με εργασιακά θέματα αλλά και ελλείψει απόδειξης περί του ότι έπασχε στο παρελθόν από καταθλιπτική συνδρομή.

Αντίστοιχη αντιμετώπιση επεφύλαξε και η υπ’ αριθμ. 1358/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία έκρινε ότι θεωρείται εργατικό ατύχημα θάνατος εργαζομένου λόγω εργασιακού στρες καθότι το έμφραγμα που υπέστη και οδήγησε στο θάνατο του συνδέεται αιτιωδώς με την στάση του εργοδότη του, η οποία παρά την γνώση ή την υπαίτια άγνοια της κατάστασης έντονου εργασιακού στρες που βρισκόταν ο εργαζόμενος και παρά την εμφανή επίδραση του εργασιακού στρες στην υγεία του, δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία του, ιδίως μέσω της εξάλειψης των στρεσογόνων καταστάσεων και, στην προκειμένη περίπτωση, μέσω της αποκατάστασης της επικοινωνίας και της βεβαιότητας για τις προσδοκίες της εργασίας και τις δυνατότητες απασχόλησης μετά τις επικείμενες αλλαγές που θα επέρχονταν στην επιχείρηση, παραβιάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την υποχρέωση πρόνοιας που την βαραίνει. Σημειωτέον δε ότι η εν λόγω απόφαση αναμένεται να τελεσιδικήσει.

Περαιτέρω, η ευελιξία των εργασιακών σχέσεων και η ανάπτυξη νέων μορφών απασχόλησης όπως η νομαδική εργασία ή η εργασία μέσω πλατφόρμας, οι συμβάσεις μηδενικών ωρών και οι συνθήκες υπό τις οποίες αυτές παρέχονται, ενισχύουν την προσαρμοστικότητα της εργασίας στις νέες τεχνολογικές εξελίξεις της οικονομίας καιδημιουργούν συνθήκες ακραίας εργασιακής ανασφάλειας. Προς αυτήν την κατεύθυνση προσανατολίστηκε και η Οδηγία 2019/1152/ΕΕ, απώτερος στόχος της οποίας δεν ήταν άλλος από την προώθηση της ασφάλειας και της προβλεψιμότητας στις σχέσεις εργασίας, παράλληλα με τη διατήρηση της προσαρμοστικότητας στην αγορά εργασίας, δίνοντας έμφαση στις προαναφερθείσες ευέλικτες μορφές απασχόλησης και της συνεφαπτόμενης με αυτές ανασφάλεια, αναγκάζοντας ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων να διάγουν διαρκώς υπό εξαιρετικές και έκτακτες συνθήκες εργασιακού άγχους, που δύναται να προκαλέσει την ασυνήθη εξασθένηση του οργανισμού και την εκδήλωση ψυχοσωματικών νόσων.